«Προσωπογραφίες» (οι περιπλανήσεις του Ν.Α. Μηλιώνη)
Του Βαγγέλη Σακέλλιου
Δικηγόρου
«…Έπιασα να δω
τι θάπρεπε να πρωτομάθω
για να ζωγραφίσω απ’ την αρχή τον κόσμο˙
κι όλα έβγαζαν άρθοισμα ηλεκτρονικό
ούτε πουλιά ούτε ψάρια
ούτε τα ίδια απ’ την αρχή
τίποτα όπως ήταν
ή όπως σχεδιάζουν…»
Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, Αστικά ερείπια
Ο Νίκος Α. Μηλιώνης ήταν – και παραμένει – Δικαστής. Διετέλεσε Αντιπρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και σήμερα είναι ο Έλληνας Δικαστής στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (Λουξεμβούργο). Ταυτόχρονα διδάσκει ως καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ιδίως στους μεταπτυχιακούς κύκλους σπουδών. Ούτως εχόντων των πραγμάτων θα περίμενε κάποιος πως σε όλη του, σχεδόν, τη ζωή θα δίκαζε, θα είχε την, συνήθη, πορεία ενός Δικαστή και την εξέλιξη ενός πετυχημένου νομικού καθ’ ην στιγμή επιλέγεσαι ως Αντιπρόεδρος ενός ανωτάτου δικαστηρίου.
Αμ δε. Ο Νίκος Α. Μηλιώνης φαίνεται να ξεχώρισε από νωρίς αυτό που επέλεξε να σπουδάσει (και να σταδιοδρομήσει) και όσα τον παρέσυραν ως «περιέργεια της ζωής», νεύμα αισθητικής και αναζητήσεων. Έτσι, δίπλα στα απαιτητικά μαθήματα της Νομικής στο εν Αθήνησι Καποδιστριακό ταυτόχρονα παρακολουθούσε, με την ίδια ή και μεγαλύτερη, φαντάζομαι, επιμέλεια τα μαθήματα του ακαδημαϊκού Χρύσανθου Χρήστου περί την αισθητική και την ιστορία της Τέχνης.
Η σκευή αυτή, διανθισμένη απ’ τα προσωπικά του χαρίσματα, την ευφυή παρατήρηση, τον πυκνό στοχασμό και την ιδιαίτερη αισθητική του έφεραν καρπούς.
Οι «Επισημάνσεις» και οι «Χαράξεις και Παλίμψηστα», μια απαιτητική περιήγηση γλωσσικής καθαρότητας που ομνύει, ιδίως, στο λογοτεχνικό δοκίμιο έφεραν «τον έπαινο του Δήμου», ήγουν˙ το σημαντικό βραβείο «Παναγιώτη Φωτέα».
Κι ενώ είχες την εντύπωση, μάλλον ψευδαίσθηση, ότι οι υψηλές απαιτήσεις, χρόνου και έργου, ως Αντιπροέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αρχικά, ως εκλεγμένου Πανεπιστημιακού δασκάλου αργότερα και ως εκπροσώπου της χώρας μας στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο για δεύτερη συνεχόμενη πετυχημένη θητεία, τον απορρόφησαν πλήρως, σχεδόν εξαντλητικά, ο Ν. Α. Μηλιώνης εξακολουθούσε να μας ξαφνιάζει.
Εγώ, που με τιμάει με την φιλία του, σποραδικά μάθαινα για όσα έγραφε, για όσα τον συνέπαιρναν, για όσα τον άγγιζαν, για όσα αγαπούσε. Δηλαδή για τα τιμαλφή μιας αέναης περιπλάνησης.
Αραιά και άτακτα λάμβανα κείμενά του, που ο ίδιος επέλεγε, δημοσιευμένα στην «Νέα Ευθύνη» και στο «Φρέαρ».
Είναι τα κείμενα αυτά που γενναιόδωρα ο συγγραφέας τους εμπιστεύτηκε στις πάντα φροντισμένες εκδόσεις «Αρμός» κι έτσι σήμερα «η οδύνη της γραφής» δεν αφορά μόνο τον Ν. Α. Μηλιώνη.
Οι «Προσωπογραφίες» του, που ο ίδιος οριοθετεί και λογαριάζει ως «καθρέφτες και είδωλα δημιουργών» είναι ο αληθινός κόσμος του Ν. Α. Μηλιώνη. Είναι ο κόσμος των «μη φανταστικών όντων», είναι τα πρόσωπα και το έργο εικαστικών, είναι το βλέμμα και η σιωπή, είναι τα χρώματα και η μουσική, είναι το συνωμοτικό εκείνο νεύμα που εγείρει τις αισθήσεις, μια αβέβαιη περιπλάνηση σε εξίσου αβέβαιους καιρούς.
Κι αν ο συγγραφέας, μαυτήν την παλιά Μενιδιώτικη ταπεινότητα και ξεροκεφαλιά που τον διακρίνει, αυτή δηλαδή που τον εγκιβωτίζει στην μνήμη ως γιο του κυρ Αλέκου, του σερβιτόρου στην «Βουλιαγμένη», λογαριάζει τον εαυτό του ως «ενθουσιώδη ερασιτέχνη» που αγαπά την Τέχνη , έτσι τόσο απλά, ας μην ξεγελαστούμε : τα πενήντα ένα (51) κείμενα των «Προσωπογραφιών», που αφορούν σαράντα πέντε (45) ζωγράφους, χαράκτες, κεραμίστες, σκηνοθέτες, είναι το σύμπαν ενός παράλληλου κόσμου, δίπλα στις αντοχές της βιωτής του καθενός και της καθεμιάς μας, που ο συγγραφέας ιχνηλατεί κατά μόνας και ξεναγεί «όσους πιστούς προσέλθουν».
Είναι οι ξεχωριστοί εκείνοι εικαστικοί που έκαναν αυτό το περίφημο «κλικ» στον συγγραφέα που παρασύρθηκε να ξεκλειδώσει τα συμφραζόμενα του καμβά και του πηλού τους. Είναι το αδιαόρατο βλέμμα του καλλιτέχνη που ομιλεί και κοινωνεί το «είναι» του μαυτή την μακρόσυρτη σιωπή. Είναι οι φωτοσκιάσεις μιας μουσικής, που πότε γίνεται αντάρα και πότε γίνεται λυγμός. Είναι το ανεύρετο πεπρωμένο πυρωμένο σε φόρμες, τεχνοτροπίες, ρεύματα. Είναι η ώρα του «απόδειπνου», όπως μόνο ο Άθως φιλήσυχα προσφέρει. Είναι ο ανεύρετος θησαυρός του χρωστήρα, ο ίδιος από το «πορφυρούν του Βυζαντίου» ως στα άγρια χρώματα της ζωντάνιας ή του πένθους.
Είναι οι μικρές και μεγάλες διαδρομές, οι χαμηλόφωνες εξομολογήσεις του συγγραφέα που αποκαλύπτει και αποκαλύπτεται.
Είναι ο Μπουζιάνης, ο Σπυρόπουλος και ο Μόραλης δίπλα η contra στον Φασιανό, τον Σόρογκα και τον Μακρουλάκη. Είναι ο Λεβίδης, ο Ψυχοπαίδης και ο Δασκαλάκης. Ο Μποκόρος , ο Σακαγιάν, ο Βερούκας. Είναι ο Ρόρρης. Είναι η Φιλοπούλου. Και, βέβαια, είναι ο Αχιλλέας Παπακώστας. Είναι ο πηλός του Βαβάτση, οι ζωγράφοι της Θεσσαλονίκης, ο Καραγκιόζης του Καΐμη και του Σπαθάρη, ο Monet, o Van Gogh, o Giacometti, ο κόσμος του Σεργκέι Αϊζενστάιν.
Προπάντων όμως είναι οι λέξεις. Λέξεις που χάνονται στον ωκεανό των αμφισβητήσεων. Λέξεις που εξάπτουν την περιέργεια, λέξεις – καλειδοσκόπιο σαυτό το ασύλληπτο σύμπαν των χρωμάτων και των ήχων που δεν θα ακουστούν ποτέ.
Ο ίδιος ο συγγραφέας δοκιμάζει και δοκιμάζεται στο καβαλέτο. Ως εκ τούτου οι «Προσωπογραφίες» του δεν αποτελούν άσκηση, μόνο, αισθητικής παρατήρησης.
Η βαθιά γνώση των διαδρομών της Τέχνης, μέσα από την Ιστορία και την Αισθητική της, είναι, κατά τη γνώμη μου, μόνο ο βατήρας.
Ο Ν.Α. Μηλιώνης, μιλώντας και γράφοντας για πρόσωπα που εκτιμά, για έργα που αγαπά, δεν αρκείται σαυτόν τον ανήσυχο τεχνοκρίτη και πολυτελώς στοχαστή.
Δημιουργεί ο ίδιος. Ζωγραφίζει με «το ύστερο βλέμμα» του αυθεντικού. Με σιωπές. Με μουσικές. Η προσέγγιση των ομότεχνων του, ως προς τούτο, είναι αποκαλυπτική. Δεν παγιδεύεται σε ακαδημαϊκές φόρμες και στα στερεότυπα μιας (μόνο) αισθητικής/δοκιμιακής ανάλυσης του σύνολου έργου των δημιουργών. Δημιουργός ο ίδιος αφουγκράζεται το σημαίνον ανιχνεύοντας προθέσεις και διαθέσεις.
Στον πιο εύστοχο και στοχαστικό ίσως τίτλο του, δοξαστικό για την τέχνη του καλλιτέχνη, μιλάει για μια «ζωγραφική τρυφερή σαν παρηγοριά, αιχμηρή σαν λεπίδα».
Νομίζω ότι η βιωματική σχέση του Ν.Α. Μηλιώνη με την τέχνη και ιδίως με την ζωγραφική αναδύεται και αποκαλύπτεται στις μύχιες προσλαμβάνουσες : «ζωγραφική τρυφερή σαν παρηγοριά, αιχμηρή σαν λεπίδα», μια υπόρρητη υπόμνηση ειδώλων που αιχμαλώτισε η μνήμη και ο χρόνος.
Αντιλαμβάνομαι πως ο συγγραφέας ενεργεί πρωτίστως ως τεχνοκριτικός με βάση την βαθιά παιδεία και την ειδικότερη γνώση που η μελέτη, η παρατήρηση και ο στοχασμός του επέτρεψαν να διαμορφώσει (και να υπερασπίζεται) μια ιδιαίτερη αισθητική, μια αισθητική αξιώσεων που πόρρω απέχει από τον απλώς «ενθουσιώδη ερασιτέχνη».
Αν κάποιες φορές ο συγγραφέας λειτουργεί και ως ομότεχνος είναι γιατί και ο ίδιος ταλανίζεται από τις αβεβαιότητες και τις ασυνέχειες ενός σύμπαντος κόσμου. Γι αυτό και με λέξεις, πολλές και όμορφες λέξεις, φωτίζει τον καμβά όταν η μουσική γίνεται μελωδία, όταν τα χρώματα μιλούν για ζωή, μιλούν για το έρεβος, όταν οι αισθήσεις, υπνώττουσες ή μη, εκδικούνται.