ΣΑ ΝΕΡΟ ΕΡΧΟΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΣΑΝ ΑΕΡΑΣ ΦΕΥΓΟΥΜΕ

Γράφει ο Δημήτρης Πετρόπουλος

“Αχ, Δημητρό μου, γλυκέ μου, αγαπημένε μου, δεν μπορώ να σου μιλήσω… Δεν αντέχω. Γλυκέ μου Δημητρό, γλυκέ μου, αγαπημένε μου, δεν ξέρω τι να κάνω…” ήταν τα τελευταία λόγια που μου είπες την περασμένη Κυριακή. Και τώρα τι ;

Αχ, Ανεζώ μου, Ανεζώ μου, είχα μάθει να ζω μαζί με σένα…χωρίς εσένα, τα τελευταία χρόνια. Τα δικά του τρεχάματα ο καθένας. Υπήρξανε καιροί που είμαστε μαζί μέρα και νύχτα.
Μιλώντας για το θέατρο ακατάπαυστα. Πόσο θα πρέπει να μας αγαπούσαν η Τέρψη και ο Γιάννης που μας άντεχαν! Μετά χανόμαστε. Εσύ Θεσσαλονίκη, εγώ Παρίσι. Εσύ Νέα Υόρκη, εγώ Αθήνα. Εσύ Αθήνα, εγώ Γιάννενα. Απόκτησες καινούργιους φίλους. Χωρίς να χαλαρώνουν οι δεσμοί με τους παλιούς. Η Θέμις, για παράδειγμα. Το σπίτι της απάγκιο μια ζωή – με την καρδιά της. Έγιναν οικογένεια και κάποιοι μαθητές σου. Όπως η Θεανώ. Ήθελα να σε αγαπάνε όλοι.

Και να τους αγαπάς και συ. Εμένα όμως να με αγαπάς αλλιώτικα. Νάμαι μια αγκαλιά για να κουρνιάσεις αν αποφάσιζες ποτέ να αφεθείς. “Μη μ’αγκαλιάζεις, μη! Χάνω τη δύναμη μου”. Τόσο ανυπολόγιστη ήταν η στέρηση που ένιωθες. Κι είμαστε είκοσι χρονώ όταν μου τόπες. Η ανάγκη σου για ένα χάδι πατρικό κυρίαρχη και ας μην έλειψαν ποτέ οι αγκαλιές που σ’ αγαπούσαν κι αγαπούσες. Όχι, δεν ήσουνα δυστυχισμένη. Κι ας πέρασες τα μύρια όσα. Βασανισμένη ήσουν. Και η μοναχικότητα ήταν το άλλο σου μισό. Το παρεάκι σου. Μαζί αναζητούσατε. Μαζί δημιουργούσατε…αλήθεια. Συμπυκνωμένη αλήθεια. Ποίηση δηλαδή. Και στη ζωή και στη σκηνή. Μαζί ανακαλύπτατε τον κόσμο κάθε μέρα απ’την αρχή. Εσύ που ωρίμαζες και το παιδί που αρνιότανε να μεγαλώσει και φώτιζε τον δρόμο.

Αχ, Ανεζώ μου, αν άρχιζα να λέω ιστορίες δεν θα τελείωναν ποτέ αυτά που μοιράστηκαμε. “Ποτέ θα με πας μια εκδρομή; Πάντα περνάω καλά μαζί σου” έλεγες και καμάρωνα. Φέτος δεν θέλησες ναρθούμε να σου ευχηθούμε από κοντά για τα γενέθλια σου τον περασμένο Μάρτη. Τον τελευταίο Μάρτη. “Δεν είμαι έτοιμη. Θα σας πω εγώ ποτέ θαρθείτε” είπες. Θυμάμαι τη χαρά σου για τα γενέθλια – έκπληξη που σου ετοίμασα εν πτήσει, με τη βοήθεια των αεροσυνοδών, σαράντα τόσα χρόνια πριν.
Ερχόμαστε Ελλάδα από Παρίσι. Έκανες σαν παιδί. Παιδί τραυματισμένο που του φυσάνε την πληγή για να μην τσούζει. Θα πω και κάτι ακόμα και θα σ’ αφήσω ήσυχη. Έβλεπα τη “Μικρά Αγγλία” μόνος μου, κάπου στην Καλλιθέα, καλοκαίρι. Και ξαφνικά αισθάνομαι τη μυρωδιά του σώματός σου, την αφή σου. Σα να σε άγγιζα. Δεν το περίμενα. Ένιωσα συστολή και κοίταξα κλεφτά τριγύρω μήπως μας έβλεπε κανείς. Σαν ναμαστε ζευγάρι ερωτικό σε κοινή θέα. Μόνο στο θέατρο υπήρξαμε ζευγάρι. Στον Ματωμένο γάμο – στη Σχολή. Φλαμένκο η σκηνή του δάσους. Δική μου ιδέα. Χρόνια προ Σάουρα.

Προκάλεσε ενθουσιασμό. “Γιατί δε γίνεσαι σκηνοθέτης ;” μου είπες όταν η ταινία του Σάουρα βγήκε στις αίθουσες μερικά χρόνια αργότερα. Και γω πληγώθηκα αλλά δεν τοδειξα. Δεν της αρέσω σαν ηθοποιός, σκέφτηκα. Κι όταν στην “Ολεαννα” είπες βαθιά συγκινημένη “Δημητρό μου, Δημητρό μου, έφτασες στην ουσία, στον πυρήνα σου. Ναξερες πόσο χαίρομαι! Ναξερες πόσο το περίμενα! Ναξερες πόσο καλός είσαι!” Από κανένα στόμα η αποδοχή δεν θάφτανε τόσο βαθιά στα μύχια της ψυχής μου. Δώρο ανεκτίμητο. Με αποδέχτηκα και γω εκείνη την ημέρα. Αφέθηκα ανεπιφύλακτα. Χρειάστηκαν σαράντα ολόκληρα χρόνια αμφιβολιών και αυτοαμφισβήτησης. Ε, και ; Χαλάλι!
Πρόσωπο ιερό για μένα. Αυτή τη λέξη χρησιμοποιούσα πάντα για να σε περιγράψω. Μη με ρωτάς γιατί, δεν ξέρω. Ίσως η ανάγκη σου για διαρκή επαναπροσδιορισμό των πάντων; Τίποτα δεδομένο. Καμία επανάπαυση. Η διαρκής υπέρβαση των ορίων σου ίσως ; Η ανυποχώρητη προσήλωσή σου στον εκάστοτε θεατρικό στόχο ; Η αυταπάρνησή σου ; Η σχέση σου με την ουσία… Όλα μαζί ; Ένα είναι βέβαιο. Δεν ξεπούλησες τίποτα ποτέ. Και δεν χαρίστηκες ποτέ σε κανέναν.
Ούτε στον ίδιο σου τον εαυτό. Δεν ξέρω αν ακούγονται βαρύγδουπα όλα αυτά. Πάντως δεν μας εμπόδιζαν να απολαμβάνουμε το καθετί – τα πιο απλά κι ασήμαντα – και πάνω απ’ όλα να απολαμβάνουμε αχόρταγα τη ζωή και τα αναπάντητα ερωτήματα Α, ναι. Υπήρξαμε ζευγάρι και σε μια ταινία μικρού μήκους που δεν είδαμε ποτέ. Αν παιχτεί κάπου στον Παράδεισο, μη με ξεχάσεις. Κράτα μου θέση, Ανεζώ μου! Δεν θ’αργήσω.
Και θα πάμε κι εκδρομή!

Υ.Γ. ” Εν χώρα ζώντων, εν σκηναίς δικαίων…” λέει η νεκρώσιμος ακολουθία. Ανεζώ μου, τόχεις!