«Σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν»
Γράφει: ο
ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΟΥΜΠΟΥΡΟΣ
«Ω! το άλογο ένας άθλιος, και πώς το παρατάει,/ κι ας τον εδούλεψε πιστά˙ πώς! Με σκληράδα πόση! /Γέρικο, ακόμη ζωντανό στη μάντρα το πετάει των ψοφιμιών…» Κωστής Παλαμάς
Είχαμε παλιότερα τα άλογα, τα μουλαράκια και τα γαϊδουράκια. Μπάλιος, Μήτσος, Πουλερίγκω… Χίλια δυο ονόματα. Κουβάλησαν… και τι δεν κουβάλησαν. «Τη μάνα τους και τον πατέρα τους». Όλο το χωριό ανασήκωσαν. Στο ποτάμι για χαλίκι, για πέτρες, «Μεταφοραί», στα Δασικά έργα, στο όργωμα… Μετέφεραν προικιά, ασθενείς, εγκυμονούσες, χειρουργημένους… Έβαζαν «το πρώτο λιθάρι» στη ζωή του χωριού. Κι όταν τα «έπιαναν τα γεράματα» προσπαθούσαμε να τα πουλήσουμε στο παζάρ, τον Σεπτέμβριο στην Άρτα ή και στα Γιάννενα. Επιχειρούσαμε ακόμα να τα ανταλλάξουμε με κανένα κουτσοάλογο από τον κάμπο. Αν δεν πετύχαινε η ανταλλαγή, άστα να πάνε. Τα «έτρωγε» η παλιοσάρα στο βουνό, όπου τα έσπρωχναν και γκρεμοτσακίζονταν. Τα έτρωγαν στη συνέχεια τα όρνια. Τέτοια σκληράδα… Απερίγραπτη. Έτσι όμως ακριβώς γινόταν.
Μικρός είχα ρωτήσει τον παππού. «Παππού γιατί αυτή η συμπεριφορά;». Μου απάντησε με μια ρήση. «Άνθρωπος, ον δίποδο και αχάριστο». Αγνώμονας λοιπόν ο άνθρωπος, δεν αισθάνεται ευγνωμοσύνη για το καλό που του έκανε το ζωντανό. « Έτσι είναι η ζωή παιδί μου. Τα γερόντια για τον γκρεμό είναι». Κι έμεινα άφωνος… Έτσι λοιπόν είναι η ζωή. «Ο ένας να φάει τον άλλον». Όσο κι αν επιθυμούσε ο Αλεξανδρινός. Στην ουσία διαψεύδονταν.
«Θα ’θελα και δυο άλογα (καλά είναι τ’ αλογάκια)./Κι εξ άπαντος τρία, τέσσαρα απ’ τ’ αξιόλογα,/τα συμπαθητικά εκείνα ζώα, τα γαϊδούρια,/να κάθονται οκνά, να χαίροντ’ οι κεφάλες των».
Τα γαϊδουράκια έφυγαν, τα μουλάρια ξεπαστρέφτηκαν από τα DATSOYN και από άλογα πλέον γνωρίζουμε την ιπποδύναμη του αυτοκινήτου. Τόσα άλογα το ένα, τόσα το άλλο. Ο Κίτσος και ο Ψαρής έγιναν μάρκες αυτοκινήτων, που μεταφέρουν ανθρώπους και προϊόντα και στο πλέον μακρινό και απομακρυσμένο χωριουδάκι. Οι σχέσεις και η έγνοια μας για το ζωντανό «αν έφαγε, αν ήπιε νερό» κλπ, άλλαξαν και διατυπώνονται «αν έχει λάδια η μηχανή και αν είναι γεμάτο το ντεπόζιτο με βενζίνη, πετρέλαιο κλπ». Όλα άλλαξαν. Το συναίσθημα; Μάλλον χάθηκε. «Πάει καλλιά τ’». Καταποντίστηκε. Να στενοχωρηθεί κάποιος για την απόσυρση του αυτοκινήτου; Μα, την επιδιώκουμε. Όσο το δυνατόν να το αποσύρουμε, να πάρουμε καινούργιο, δεν είναι δυνατόν να το έχουμε ακόμα. Απάδει εις την κοινωνική μας θέση. Το αυτοκίνητο πρέπει να είναι πενταετίας και εσχάτης τεχνολογίας. Δεν είναι μέσον εξυπηρέτησης, αλλά μέσον καταξίωσης! Καταξίωση, ικανοποίηση της ματαιοδοξίας μας, «δείχνω ότι έχω, είμαι σπουδαίος».
Επομένως, αεροβατούμε αερολογώντας όταν μιλάμε για συναίσθημα και δέσιμο. Το αγαπάμε το αυτοκίνητο, όσο μας «καταξιώνει», θέλουμε να πιστεύουμε κοινωνικά. «Πέρασε η μπογιά του» κατευθείαν στην απόσυρση! Στην απόσυρση πλέον μπαίνουν και οι άνθρωποι, οι παλαίμαχοι της ζωής. Η Τρίτη ηλικία. Με σύνταξη ή χωρίς σύνταξη.
«Τα περήφανα γηρατειά» ίσως να βιώνουν τον αποκλεισμό, την περιθωριοποίηση, την απομόνωση και τη μοναξιά. Κόψε από δω τη σύνταξη, για να επιτύχουμε την «εθνική μας ανάταση και προκοπή», κόψε από εκεί το επίδομα για να καλύψουμε τα «ακάλυπτα», τους αφήνει η Πολιτεία (μόνο αυτή;) στο έλεος! Στο έλεος κάθε πολιτικά επιτηδείου προκειμένου να υφαρπάσουν την ψήφο τους. Τα άλογα τα πετούσαν στο γκρεμό, καθόσον, «σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν», τα αυτοκίνητα τα βγάζουμε στην απόσυρση και τα γερόντια, απόδειξη ότι κυριαρχεί το Κράτος Πρόνοιας, στο φτύσιμο; Βοήθειά μας.