Σοφία Πολυζωγοπούλου (δηλαδή η γυναίκα του Λύτρα)

Του Βαγγέλη Σακέλλιου
Δικηγόρου

Πριν καιρό, στις φιλόξενες στήλες αυτής της εφημερίδας (ΗΧΩ, 27-10-2022) μεταξύ άλλων σημείωνα : «Ωστόσο, αν και το νομικό μας οπλοστάσιο θεωρείται και είναι επαρκές για την αντιμετώπιση των παραβατικών συμπεριφορών, τα φαινόμενα της «ενδοοικογενειακής βίας» αυξάνονται ανησυχητικά. Όλο και συχνότερα τα συναντάμε ως «γυναικοκτονίες», ως περιστατικά «έμφυλης βίας», ως κακοποίηση ανηλίκων.

Στην χώρα μας συνήθως «αντιδρούμε» με έναν πρωτόγονο «ποινικό λαϊκισμό», με την μιντιακή και ιδίως με την «σοσιαλμιντιακή» εμπόρευση και διαχείριση του θε(α)ματος υπό τις οιμωγές ενός ηθικού πανικού, με την ηδονοθηρία της φρίκης, με μια χυδαία αγορά της συγκίνησης.

Όμως οι πρωταγωνιστές του δράματος, το θύμα (κατεξοχήν) και ο θύτης, απαιτούν άλλη προσέγγιση, «άλλη ματιά». Απαιτούν ναναζητήσουμε την άκρη του νήματος στην παθογένεια του περιβάλλοντος, αυτού δηλαδή που επωάζει το καρκίνωμα κάτω από την ίδια στέγη, μέσα στην ίδια την οικογένεια.
Μπορεί να είναι ο πατέρας, ο σύζυγος, ο σύντροφος. Μπορεί να είναι η μητέρα, η σύζυγος, η σύντροφος. Μπορεί να είναι ο αδελφός ή το παιδί. Μπορεί να είναι η «αγία οικογένεια» που βλέπαμε πριν είκοσι χρόνια στο «σπιρτόκουτο» του Γιάννη Οικονομίδη, όταν ξύπναγε εφιάλτες και έξυνε πληγές.

Γιατί μέσα σε κάθε οικογένεια, σε κάθε δική μας οικογένεια, κρύβεται πάντα ο μεγαλύτερος εχθρός μας. Υπάρχουν πατέρες, μητέρες, σύζυγοι, αδέλφια, παιδιά που μας ταπεινώνουν, μας ακυρώνουν, μας περιφρονούν, μας χειραγωγούν, μας εκβιάζουν συναισθηματικά, μας παραλύουν. Τα δράματα έχουν ακριβώς την ίδια πλοκή, είτε εκτυλίσσονται σε κομψά διαμερίσματα του Κολωνακίου είτε σε χαμόσπιτα του Ασπρόπυργου. Η χρυσόσκονη των Βορείων προαστίων, σαυτή την περίπτωση, είναι ίδια με την πρωινή ομίχλη στο Πέραμα. Η συμπεριληπτική βία, όπως την είδαμε στις ταινίες του Λάνθιμου να θάλλει δίπλα σε φωτεινούς πρωταγωνιστές και σκοτεινούς χώρους, είναι η ίδια μαυτή που συναντάμε στις γειτονιές των απόκληρων, στους φτωχοδιάβολους του Κολωνού, στις μειονότητες της Ξάνθης και της Ροδόπης. Οι διαδρομές των ανθρώπων είναι διαφορετικές. Οι παθογένειες και τα συμπτώματα παραμένουν ίδια. Ο Σεφέρης τόχε πει με τον τρόπο του. «Καθένας κι ένα αξίωμα, σαν το πουλί μες στο κλουβί».

Η προβλέψιμη συνέχεια γράφτηκε , καταρχήν, στις τηλεοπτικές οθόνες. Από εκεί μάθαμε για τον «γνωστό ποινικολόγο» που έδειρε την γυναίκα του και την οδήγησε στο νοσοκομείο. Από εκεί μάθαμε, λίγο αργότερα, πως ο «γνωστός ποινικολόγος» ήταν ο τηλεοπτικά τετιμημένος «Απόστολος Λύτρας». Και λίγο αργότερα η «γυναίκα του» αποκτούσε το όνομά της , ήταν η «Σοφία Πολυζωγοπούλου».

Επειδή ωστόσο ο «Απόστολος Λύτρας» δεν ήταν μόνο «γνωστός ποινικολόγος» αλλά τακτικός συνομιλητής τηλεαστέρων της πρωινής ζώνης, αποκέρδαινε δηλαδή απ’ την χρυσόσκονη της Μενεγάκη, της Τατιάνας, του Λιάγκα, της Μελέτη, της Ζίνας, ο κουρνιαχτός που σηκώθηκε ήταν μεγάλος, δικονομικά δυσανάλογος (όχι ως προς την απαξία της ομολογημένης πράξης του αλλά ως προς την αντιφατική ποινική μεταχείρισή του).

Η επωνυμία του «Απόστολου Λύτρα» ήταν αυτή που προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις. Η επωνυμία του «Απόστολου Λύτρα» ήταν αυτή που ερέθισε τον επισπεύδοντα Υπουργό Δικαιοσύνης εξαγγέλλοντα την αυστηροποίηση των ποινών και το νέο πλαίσιο μεταχείρισης του δράστη με την κατά κανόνα προφυλάκισή του. Η επωνυμία του «Απόστολου Λύτρα» ενεργοποίησε τα αντανακλαστικά της ηγεσίας του Αρείου Πάγου που έσπευσε να (επι) κρίνει την δικαιοδοτική λειτουργία των φυσικών δικαστών. Και βέβαια η επωνυμία του «Απόστολου Λύτρα» ήταν αυτή που προκάλεσε «το περί δικαίου αίσθημα». Αυτόν τον ιδιότυπο ποινικό λαϊκισμό που πρώτος καταδικάζει και εξεγείρεται.

Αλήθεια, πόσοι ανώνυμοι δράστες «ενδοοικογενειακής βίας» προκάλεσαν το ενδιαφέρον του Υπουργού, τα αντανακλαστικά του Αρείου Πάγου, την μήνιν των πρωϊνάδικων, τα τηλεδικαστήρια των «ειδικών», την χαιρέκακη αδημονία του πλήθους ;

Κανένας, απολύτως κανένας. Εδώ το «κοινό», κατά την γνώμη μου, δεν τιμωρεί ούτε καταδικάζει την πράξη του «Απόστολου Λύτρα». Τιμωρεί και καταδικάζει την πράξη ενός επώνυμου και αναγνωρίσιμου τυμβυρυχώντας στην χλιδή και την πρόκληση της προσωπικής του ζωής. Τρέφεται περιμένοντας την ώρα της πτώσης, μια πτώση που αποδομεί την χρυσόσκονη ενός πολυτελούς βίου, ενός βίου που πόρρω απέχει απ’ τον κόσμο αυτών των «λαϊκών δικαστών», ενός βίου που προκαλεί φθόνο, ενός βίου λαμπερού, ξένου, απόμακρου.
Η ίδια πράξη π.χ. ενός φορτηγατζή, ενός ράθυμου και αδιάφορου υπαλλήλου, ενός χαρτοπαίχτη ή ενός ανέργου οικοδόμου ουδόλως θα συγκινήσει, ουδόλως θα ευαισθητοποιήσει, ουδόλως θα ταράξει τα μακάρια ύδατα μιας θλιβερής επανάληψης. Η συμπεριφορά αυτών τω ανθρώπων θα περάσει κάτω απ’ τα radar. «Δεν πουλάει εισιτήρια».

Αντιθέτως, ο «Απόστολος Λύτρας» πληρώνει το βάρος της διασημότητας. Μια «διασημότητα» που έκτισε ο ίδιος μεθοδικά και καθ’ υπερβολή.
Αυτή η «διασημότητα» και η συνακόλουθη προβολή της έκανε τελικά «κομμάτια και θρύψαλα» την δικονομική τάξη πραγμάτων που μέχρι τότε πήγαινε στον αυτόματο. Ήδη ο «Απόστολος Λύτρας» είχε δικαστεί και καταδικαστεί πριν καν συνταχθεί το σε βάρος του κατηγορητήριο.
Ο φυσικός του δικαστής τελεί πλέον υπό αίρεση. Η δικαιοδοτική του κρίση τέθηκε σε πρωτοφανή αμφισβήτηση απ’ την ηγεσία του Αρείου Πάγου που έθεσε θέμα ενδεχόμενου πειθαρχικού παραπτώματος καθ’ υπέρβασιν των ορίων του άρθρου 109 παρ. 4 Ν. 4938/2022 υποκύπτοντας έτσι, με όρους επικοινωνιακής διαχείρισης, σέναν εν εξελίξει ιδιότυπο ποινικό λαϊκισμό.
Κάπως έτσι «ο γνωστός ποινικολόγος» προφυλακίστηκε αφού κρίθηκε, σε δεύτερη φάση κι έπειτα από μια μιντιακή καταιγίδα, ότι δεν τήρησε τους αρχικά τεθέντες περιοριστικούς όρους.

Η κακοποιημένη γυναίκα του επεισοδίου είναι η γυναίκα του Λύτρα.
Η κυρία Σοφία Πολυζωγοπούλου.

Η κυρία Πολυζωγοπούλου, ετών 37, εκτός από σύζυγος του συζύγου της Απόστολου Λύτρα τυγχάνει η ίδια έγκριτος δικηγόρος, συνεργάτης στο ίδιο δικηγορικό γραφείο και, εξ όσων διαβάζουμε, σύμβουλος στο «σπίτι κακοποιημένης γυναίκας» (!!!).

Έως σήμερα ομολογώ πως χειρίστηκε με επαγγελματικό τρόπο την υπόθεση της, μια υπόθεση που βίωσε τραυματικά η ίδια : ήδη ο εν διαστάσει, πλέον, σύζυγος της τυγχάνει προσωρινά κρατούμενος, η ίδια φαντάζομαι πως, με την επισπευδόμενη αίτηση διαζυγίου θα αναλάβει και την επιμέλεια της ανήλικης κόρης του ζεύγους, κάνει αποκλειστική χρήση της ιδιόκτητης οικογενειακής στέγης και απ’ ο,τι πληροφορούμαι δρομολόγησε την προσωπική της επαγγελματική πορεία.

Η κυρία Σοφία Πολυζωγοπούλου μπορεί να υπήρξε θύμα ενδοοικογενειακής βίας ωστόσο δεν είναι ούτε και θεωρείται αδύναμη γυναίκα. Η επωνυμία του δράστη και συζύγου της, της εξασφάλισε μια πολυτελή υπεράσπιση και την εξ αντανακλάσεως δημοσιότητα. Η ίδια η επωνυμία του δράστη και συζύγου της της εξασφάλισε, πάλι εξ αντανακλάσεως, πρωτοφανείς αντιδράσεις υποστήριξης, εξω-θεσμικές παρεμβάσεις της ηγεσίας του Αρείου Πάγου, εκδηλώσεις συμπαράστασης από τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών του οποίου ο Πρόεδρος έσπευσε να δρομολογήσει πειθαρχικές διαδικασίες σε βάρος του προφυλακισθέντος και κατ’ ομολογία δράστη, ενώ τα πάντα καραδοκούντα ΜΜΕ διασφάλισαν γιαυτή κάτι παραπάνω από «τα δεκαπέντε λεπτά δημοσιότητας».

Ισχυρίζομαι δηλαδή πως η κυρία Σοφία Πολυζωγοπούλου ενεργοποίησε τα αντανακλαστικά του ανήσυχου Υπουργού Δικαιοσύνης με την εξαγγελθείσα αυστηροποίηση των ποινών και της έκτισης τους ακριβώς γιατί είναι σύζυγος του «γνωστού ποινικολόγου».
Ουδέποτε μέχρι σήμερα, αν και βεβαιώθηκαν/εκδικάστηκαν εκατοντάδες υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας, δεν εκδηλώθηκαν αυτού του είδους και έκτασης αντιδράσεις θεσμικού χαρακτήρα και παρά το γεγονός ότι σε αρκετές περιπτώσεις οι σκοπούμενες σωματικές βλάβες ήταν βαρύτατες. Τα θύματα, ωστόσο, ήταν ευάλωτα, οι δράστες ήταν ανώνυμοι, δηλαδή αδιάφοροι.

Πράγματι δεν μπορώ να φανταστώ καμία απολύτως υπόθεση απ’ αυτές που εκδικάζονται στα Πλημμελειοδικεία της περιοχής μας να αποτέλεσε την θρυαλλίδα νομοθετικών ρυθμίσεων, λαϊκό ανάγνωσμα στην πρωινή τηλεοπτική ζώνη, βήμα επιστημονικού διαλόγου. Κι όμως η πράξη είναι ίδια. Η ποινική συμπεριφορά ίδια. Ο νόμος ίδιος. Οι προβλεπόμενες ποινές ίδιες. Απλώς η ταυτότητα του δράστη και του θύματος διαφέρει. Η επωνυμία και η διασημότητα διεγείρουν την ενσυναίσθηση, τονώνουν το αφήγημα του πλήθους, υπερτονίζουν το «περί δικαίου αίσθημα». Με άλλα λόγια η επωνυμία του δράστη και του θύματος γίνεται καύσιμη ύλη που εδραιώνει τον ποινικό λαϊκισμό και αποδυναμώνει, σχεδόν αποδομεί, τους θεσμούς.

Η ταυτότητα του δράστη ή του θύματος είναι αυτή που καθορίζει, εν τέλει, την εξέλιξη της δίωξης, την αυστηρότητα του δικαστή, την ετυμηγορία του κοινού. Η ταυτότητα και η επωνυμία αξιολογούν την βαρύτητα και την απαξία της πράξης και όχι η πράξη αυτή καθ’ αυτή.

Κάπως έτσι λοιπόν η κυρία Σοφία Πολυζωγοπούλου μεταλλάσσεται σε «γυναίκα του Λύτρα». Εξαργυρώνει ή πληρώνει (όπως το δει κανείς) την επωνυμία του «Απόστολου Λύτρα». Εάν δεν ήταν ο Απόστολος Λύτρας τότε δεν θα βλέπαμε και την «γυναίκα του». Θα ήταν απλώς η κυρία Σοφία Πολυζωγοπούλου. Κι αλήθεια, ποιος θα ασχολούνταν με τον ίδιο τρόπο ; Ίσως μόνο ο δικηγόρος της.