Στάθης: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Ο Στάθης (Στάθης Δ. Σταυρόπουλος) γεννήθηκε το 1955 στον Πύργο Ηλείας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες και Σκηνοθεσία Κινηματογράφου. Άρχισε να δημοσιεύει σκίτσα και κείμενα το 1981 στον Οδηγητή και τον Ριζοσπάστη. Στη συνέχεια, συνεργάστηκε με εφημερίδες (Πρώτη, Νέα, Ελευθεροτυπία, Real News, Παρόν, Ποντίκι κ.ά.) και με περιοδικά (Αντί, 4Τροχοί, Μετρό, Επίκαιρα κ.ά.). Εικονογράφησε λογοτεχνία και βραβεύτηκε σε εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Υπήρξε ραδιοφωνικός παραγωγός (902 Αριστερά στα FM, Αθήνα 9,84, ΣΚΑΙ, Real FM κ.ά.). Μέχρι σήμερα, έχει εκδώσει 37 βιβλία με σκίτσα, γελοιογραφίες, εικονογραφημένα τραγούδια και κόμικς. Το βιβλίο του Τα αδέσποτα: Σκίτσα για έναν αδικοχαμένο καιρό, πουκυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μωβ, μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.
Από ποια ηλικία ξεκινήσατε να ζωγραφίζετε; Ποιες ήταν οι επιρροές σας;
Από το Δημοτικό Σχολείο. Μου άρεσε να φτιάχνω ζωγραφιές που περιείχαν ανθρώπους. Με ενθάρρυνε ο δάσκαλός μου. Μου άρεσαν στο Γυμνάσιο τα Κλασικά Εικονογραφημένα, τα Διαπλανητικά Παράξενα, διάβαζα το Ρομάντζο, κι αργότερα, στο Λύκειο, κλασική λογοτεχνία, ΤΕΝ ΤΕΝ και Αστερίξ, άρχισα να θαυμάζω τους μεγάλους λαϊκούς και πολιτικούς Έλληνες γελοιογράφους – όλον αυτό τον καιρό ζωγράφιζα συνεχώς παντού. Και, κυρίως, μελετούσα, ως αυτοδίδακτος, τους μεγάλους δημιουργούς, τον Moebius, τον Ταρντί και όλα τα «ενήλικα κόμικς» (κυρίως τα γαλλικά) της δεκαετίας του ’80 – αν όμως συνεχίσω να σας μιλώ για τις επιρροές που έχω δεχτεί, θα χρειαστούμε πολλές σελίδες.
Τι ήταν αυτό που σας γοήτευσε και αρχίσατε να φτιάχνετε σκίτσα;
Η… τύχη! Άρχισα να φτιάχνω εικονογραφήσεις και γελοιογραφίες όταν ήμουν φοιτητής επειδή μου το ζήτησαν, για να διακοσμώ πανό και πλακάτ. Αυτά που έκανα άρεσαν, μου άρεσε και το πήρα στα σοβαρά. Άρχισα να το σπουδάζω, να το μαθαίνω και ταυτοχρόνως να δημοσιεύω – επίπονο, επώδυνο και απολαυστικό.
Ποιο ήταν το πρώτο έντυπο με το οποίο συνεργαστήκατε;
Με τη Σύγχρονη Γυναίκα – ένα πρωτοποριακό, αριστερό περιοδικό εκείνης της εποχής, κι αμέσως μετά με τον Οδηγητή. Ξεκίνησα το 1981, θήτευσα 10 χρόνια στον Ριζοσπάστη, 10 χρόνια στα Νέα, 10 στην Ελευθεροτυπία, στη συνέχεια στη RealNews, στο Ποντίκι και τώρα στα Παραπολιτικά.
Γελοιογράφος γεννιέσαι ή γίνεσαι;
Ουδείς γεννιέται γραμμένο χαρτί. Γελοιογράφος γίνεσαι, αλλά προϋποθέτει πολλά πράγματα, διάβασμα, πολιτική σκέψη, εργατικότητα (συχνά «καίγεται» το κεφάλι μας). Είναι δύσκολο, γι’ αυτό γελοιογράφοι σε κάθε χώρα είναι πάντα λίγοι.
Ποια ήταν τα στοιχεία που καθιέρωσαν τους γελοιογράφους και τους έκαναν διαχρονικούς;
Νομίζω η αναζήτηση της αλήθειας. Η γελοιογραφία δεν προτίθεται ούτε μπορεί να κοροϊδέψει τον κόσμο χωρίς να αποτύχει, να εκθέσει σε ένα είδος «χιούμορ των δυνατών», δηλαδή τον κυνισμό. Αυτή λοιπόν η προσπάθεια του γελοιογράφου να είναι ειλικρινής τον κάνει αγαπητό στο κοινό, κι αυτό με τη σειρά του τον κάνει διαχρονικό.
Δεν είναι δύσκολο για έναν γελοιογράφο να απεικονίζει την ελπίδα και την αστεία πλευρά της ζωής;
Είναι πολύ δύσκολο, διότι η σάτιρα αρύεται την ίδια της την ύπαρξη από τη θλίψη. Τα σύνορα είναι θολά. Εξάλλου η μεγάλη γελοιογραφία που προσεγγίζει το τραγικό δεν το αναιρεί, ούτε το εξιλεώνει. Απλώς το επισημαίνει. Η γελοιογραφία δεν έχει τη δύναμη της κάθαρσης, βοηθάει όμως τους ανθρώπους να την επιδιώξουν και να την πετύχουν. Συχνά το χαμόγελο που προκαλεί η γελοιογραφία είναι πικρό. Άλλοτε είναι λυτρωτικό.
Γιατί το σκίτσο πρέπει να είναι οξύ και εύστοχο;
Η γελοιογραφία ως εκ της φύσεώς της λακωνίζει. Δηλαδή δεν βραχυλογεί απλώς, αλλά με λίγα προσπαθεί να πει πολλά. Αυτό (που σε αυτό διαρκώς εκπαιδεύεσαι) δίνει στο σκίτσο μια οξύτητα, συνήθως όχι φραστική, αλλά συμπεράσματος.
Έχετε διανύσει μακρά πορεία και είστε πολύ γνωστός. Πώς νιώθετε γι’ αυτή την αναγνώριση;
Θητεύω 40 χρόνια. Δύο Ιλιάδες και δύο Οδύσσειες. Και, ναι, έγινα γνωστός. Κι αυτό με κάνει να νιώθω ένας από σας, ένας δικός σας άνθρωπος. Που νιώθει μια σεμνή υπερηφάνεια, ευγνωμοσύνη για την τύχη του και μεγάλη χαρά για το χάρτινο ταξίδι μαζί σας. Ωραίο ταξίδι, όπου κάθε καινούργιο σκίτσο που φτιάχνω είναι σαν να ’ναι η πρώτη μου φορά! Μετά από 25.000-30.000 «πρώτες φορές», θεωρώ αυτό το δώρο ανεκτίμητο.
Ο τίτλος του βιβλίου σας, Τα αδέσποτα,είναι συμβολικός;
Είναι μάλλον κυριολεκτικός. Έχουμε σκορπίσει. Από την εποχή που ήρθαν τα μνημόνια, οι κωλοτούμπες, μετά η πανδημία και τώρα η ενεργειακή κρίση, οι άνθρωποι έχασαν το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια τους. Οι ιδεολογίες κλονίστηκαν, οι κοινωνικές σχέσεις αποσαθρώθηκαν κι έχουμε μείνει οι περισσότεροι κατά μόνας να παλεύουμε κάτι που, αν δεν το παλέψουμε όλοι μαζί, δεν παλεύεται. Κάτι σαν τα «αδέσποτα», που κάποτε ανήκαν κάπου και τώρα το «κάπου» χάθηκε. Πρόκειται για ένα σοκ διαρκείας που οδηγεί σε ένα δέος ξανά και ξανά. Μια ζοφερή δυστοπία που βαίνει επί τα χείρω, που επαναλαμβάνει το «κάθε πέρσι και καλύτερα» – τίποτε χειρότερο…
Αλήθεια, υπήρξε ποτέ κάποια αντίδραση από τους πολιτικούς που σατιρίζατε μέσα από τα σκίτσα σας;
Πολλές αντιδράσεις και συχνές. Κάποιοι, αγαπησιάρικα, ήθελαν να αποκτήσουν το σκίτσο που τους σατίριζε και κάποιοι άλλοι, οι περισσότεροι, εξοργισμένοι κατέφευγαν στους διευθυντές, οι οποίοι τους αντιμετώπιζαν αναλόγως προασπιζόμενοι τη σάτιρα και το κύρος του εντύπου που διηύθυναν. Σε αντίθετη περίπτωση, υπήρχε η παραίτηση ή η απόλυση. Περίπτωση πάντως λογοκρισίας ή αυτολογοκρισίας δεν υπήρξε.
Σήμερα υπάρχουν νέοι γελοιογράφοι;
Βεβαίως, και μάλιστα καλοί! Και πολύ καλοί! Η παράδοση της σάτιρας στην Ελλάδα, λαϊκής και λόγιας, είναι αστείρευτη. Στα χρόνια μου μετράω ήδη δύο νέες γενιές γελοιογράφων με εξαιρετικές επιδόσεις, με έργο ήδη.
Πολλά έντυπα κλείνουν το ένα μετά το άλλο. Αυτό δεν αποτελεί απειλή για τη γελοιογραφία;
Μεγάλη απειλή. Όχι μόνο για τη γελοιογραφία. Αλλά και για τη δημοσιογραφία, την κοινωνία και τη δημοκρατία. Το κακό έχει ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν. Απ’ όταν αυτό που ονομάσαμε «διαπλοκή» αποχαλινώθηκε. Οι ευθύνες του Τύπου, δημοσιογράφων, διευθυντών, ιδιοκτητών είναι πολύ σοβαρές. Οι πολίτες έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους στην πολιτική, στη δημοσιογραφία, έχουν προδοθεί συχνά, έχουν αποξενωθεί. Το πρόβλημά μας σήμερα δεν είναι τα σόσιαλμίντια, είναι σε μας τους ίδιους, στις εφημερίδες αν δεν πιστεύουν στον εαυτό τους, στους δημοσιογράφους αν έχουν χάσει τον αυτοσεβασμό τους, στους ιδιοκτήτες αν έχουν χάσει τις φιλοδοξίες τους. Πιστεύω, όμως, ότι αυτός είναι ένας κύκλος που έκλεισε μαζί με την κατάρρευση της παγκοσμιοποίησης και ότι οι νέες αναγκαιότητες θα γεννήσουν νέα προτάγματα προς τα οποία, αν στραφεί ο Τύπος, θα έχει πάλι κάτι να πει, όπως άλλωστε η πολιτική και οι τέχνες. «Ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος» (πόσο μάλλον αν του λείπει) – συνεπώς το ταξίδι (και) του Τύπου είναι μπροστά μας…