“Στέλλα” και «Ροκ εντ ρολ» κουλτούρα.

Γράφει ο Γιώργος Ν.Σιώζος, καθηγητής Μουσικής)

To 1955 είναι μια χρονιά μεγάλων ζυμώσεων στην παγκόσμια, ευρωπαϊκή κι ελληνική πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική σκηνή, που αφήνουν πολυδιάστατη και μακρόχρονη επίδραση(1) . Σε καλλιτεχνικό/πολιτισμικό πεδίο, η Ελλάδα προσπαθεί να βρει το δρόμο της ανάμεσα ‘σ΄Ανατολή και Δύση’, κρατώντας ισορροπίες μεταξύ παραδοσιακού και μοντέρνου. Είναι οι «Μέρες Ραδιοφώνου», όταν τα ‘ερτζιανά’ κύματα μεταφέρουν ένα νέο μουσικό είδος, που κυριαρχεί στην άλλη άκρη του Ατλαντικού και στην Μ. Βρετανία και διαδίδεται ανά την υφήλιο εν είδει φρενίτιδας: το «Ροκ εντ ρολ». Καθώς, δε, ο ήχος του Ροκ εντ Ρολ ενσωματώνεται στην κινηματογραφική οθόνη, οι θεατές μπορούν να μιμηθούν τις χορευτικές φιγούρες (2) των πρωταγωνιστών του σινεμά, όπως π.χ. της ταινίας «Η Ζούγκλα του μαυροπίνακα (3)», έστω κι αν τους χωρίζουν απ΄ αυτούς πολλές χιλιάδες μίλια(4) .
Κάνοντας την εμφάνισή του ως μουσικό/χορευτικό είδος και γενικότερα ως ‘κουλτούρα’ που συχνά ταυτίζεται με την παραβατικότητα, τον ηδονισμό, την απειθαρχία και την αμφισβήτηση (Κατσάπης, 2007:10), το Ροκ εντ Ρολ επηρεάζει τη συμπεριφορά των νέων, οι οποίοι επιζητούν συνειδητά έναν ‘άλλο τρόπο ζωής’, που διαφέρει ολοκληρωτικά από εκείνο των προηγούμενων γενεών, φέροντάς τους σε ρήξη με κάθε τι παλαιό κι ‘άδικο’.

Οι νέοι, λοιπόν, δεν παύουν να επιδεικνύουν τη διαφορετικότητά τους. Αντιδρούν στα παγιωμένα στερεότυπα συμπεριφοράς. Κι αυτή η διαφοροποίηση από τον εδραιωμένο παραδοσιακό τρόπο ζωής, φαντάζει πολύ εντονότερη (παίρνοντας διαστάσεις επανάστασης, σαν αυτή του ‘Ροκ εντ Ρολ’) στην περίπτωση των νέων γυναικών, οι οποίες θέλουν να γευτούν το γλυκό πιοτό της νιότης, να χαρούν τη ζωή, όπως ακριβώς και οι άνδρες κι αναζητούν τον έρωτα, την ελευθερία στην έκφραση, την ισότητα ευκαιριών για ένα καλύτερο αύριο.
Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά και της ηρωίδας της κινηματογραφικής ταινίας «Στέλλα», την οποία γυρίζει την ίδια χρονιά ο Μιχ. Κακογιάννης (5) με πρωταγωνίστρια τη Μελίνα Μερκούρη στον ομώνυμο ρόλο. Ο φακός του σκηνοθέτη-σεναριογράφου (6) παρακολουθεί τη ζωή μιας τραγουδίστριας από το κοσμικό κέντρο διασκέδασης «Ο παράδεισος», όπου ερμηνεύει (όπως γράφεται και στους τίτλους της ταινίας) «τραγούδια για τη ζωή, τον έρωτα και το θάνατο, που καθρεφτίζουν την ψυχή του ελληνικού λαού». Η μουσική και τα τραγούδια είναι του Μάνου Χατζιδάκι με τη σύμπραξη του Βασ.Τσιτσάνη. Για τη «Στέλλα», ο Μ.Χατζιδάκις γράφει σε στίχους Μ.Κακογιάννη το “Αγάπη πού `γινες δίκοπο μαχαίρι”, που έμεινε στην ιστορία με την θρυλική ερμηνεία της Μ. Μερκούρη, καθώς και “Το Φεγγάρι είναι κόκκινο” και το “Εφτά τραγούδια θα σου πω”.

Σκηνοθετικά, η ταινία δανείζεται στοιχεία από τον ιταλικό νεορεαλισμό (7) (μεταπολεμικό κινηματογραφικό κίνημα με εκπροσώπους τους V.de Sica, R.Rossellini, F.Fellini) επιχειρώντας να περάσει στον Κινηματογράφο τον προβληματισμό για το ελληνικό κοινωνικό γίγνεσθαι της πρώτης μετεμφυλιακής δεκαετίας. Τα σκηνικά της ταινίας επιμελείται ο Γιάννης Τσαρούχης, η δε παραγωγή ανήκει στη Μήλλας Φιλμ (8) . Σπουδαίες ερμηνείες, πλην της Μ.Μερκούρη, δίνουν: ο Γιώργος Φούντας, ο πρωτοεμφανιζόμενος Κώστας Κακκαβάς, η «τραγουδίστρια της νίκης του ΄40» Σοφία Βέμπο, η Χριστίνα Καλογερικού, η Βούλα Ζουμπουλάκη, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος και η Τασώ Καββαδία.
H νέα, όμορφη και δυναμική Στέλλα διατηρεί δεσμό με τον Αλέκο (Αλέκος Αλεξανδράκης), πλούσιο νέο, ο οποίος τη ζητά σε γάμο. Η οικογένεια του Αλέκου δυσανασχετεί με την προοπτική αυτού του «αταίριαστου» γάμου. Όμως και η ίδια η Στέλλα αρνείται να θυσιάσει την προσωπική βούληση κι ελευθερία της στο βωμό του ‘καθώς πρέπει’ «νοικοκυρέματος», της τυποποιημένης συμπεριφοράς. Αποφασίζει να δώσει λύση στο πρόβλημα, ακούγοντας τη φωνή της καρδιάς της κι όχι καθ’ υπόδειξη της οικογένειας του Αλέκου. Τερματίζει αυτή τη σχέση, καθώς δε θέλει να βιώσει την -αναπόφευκτη- φθορά του έρωτά της, κυρίως -όμως- επειδή στη ζωή της μπαίνει ένας άλλος άνδρας: ο Μίλτος (Γιώργος Φούντας), νεαρός ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού.

Ο Μίλτος προέρχεται από λαϊκά στρώματα και μένει στον Πειραιά, σε αντίθεση με την αστική αθηναϊκή γειτονιά της Στέλλας. Χωρίς να έχει την οικογενειακά κληρονομημένη οικονομική άνεση του Αλέκου, έχει τη δυνατότητα να σαγηνεύσει τη Στέλλα με την προσωπική του γοητεία, αλλά και με τη δυναμική του -πολλά υποσχόμενου- επαγγέλματός του, που του παρέχει σιγουριά και αίγλη.
‘Όταν ο Αλέκος σκοτώνεται σε τροχαίο δυστύχημα, η Στέλλα αρνείται να παραμείνει έγκλειστη στον παραδοσιακό κοινωνικό ρόλο της υποδειγματικής συζύγου και συνετής χήρας, που θα έμενε πιστή στη μνήμη του αγαπημένου της. Συνεχίζει, λοιπόν, τη ζωή της με τον Μίλτο, ο οποίος την πολιορκεί και -παρά τις αρχικές αντιδράσεις της- τελικά την κατακτά με τον δυναμισμό του. Ως νέα της εποχής της, θέλει να έχει η ίδια το δικαίωμα της επιλογής εραστή κι όχι να επιλέγεται απ΄αυτόν. Απειθάρχητη σε συμβάσεις, απαλλαγμένη από τα «πρέπει» που επέβαλαν επί δεκαετίες στις γυναίκες οι ανδροκρατούμενες – πατριαρχικές κοινωνίες, γίνεται πρότυπο της γυναικείας απελευθέρωσης. Μέσα από τις δικές της επιθυμίες, εκφράζει τα «θέλω» (που ενδόμυχα αντιπροσώπευαν πολλές άλλες γυναίκες της εποχής), τα οποία δεν τολμούσαν να ομολογηθούν, λόγω της επιβεβλημένης φίμωσης, υπό το φόβο της κοινωνικής κατακραυγής.

Η Στέλλα τολμάει, κάνει τα «πιστεύω» της, ‘στάση ζωής’, η οποία μπορεί να απειλήσει -όπως και το Ροκ εντ Ρολ- την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων και παραμένει ανυπότακτη. Παραβλέπει το ‘τι θα πει ο κόσμος΄ και δεν συμβιβάζεται με τετριμμένα όρια στη συμπεριφορά της. Ως νέος άνθρωπος της εποχής (άσχετα από τον έμφυλο ρόλο που θέλουν να της επιβάλλουν), προχωρά υπακούοντας μόνο στη φωνή της καρδιάς της (εκεί που -στο τέλος- θα στοχεύσει και το μαχαίρι του Μίλτου…). Όταν εκείνος της προτείνει να επισημοποιήσουν τη σχέση τους με γάμο, αυτή δέχεται. Όμως, την τελευταία στιγμή αποφασίζει να ‘δραπετεύσει’ για άλλη μια φορά: δεν εμφανίζεται στην εκκλησία, αφού ο ρόλος της υποδειγματικά υποταγμένης συζύγου, δεν της ταιριάζει. Συνεχίζοντας το παιχνίδι της ελευθερίας και του έρωτα, προτιμά να προδώσει -φαινομενικά αναίτια και ανερυθρίαστα– το Μίλτο, περνώντας τη νύχτα της με τον Αντώνη (Κώστας Κακκαβάς), έναν νεαρό που συναντά τυχαία στο δρόμο.

Η Στέλλα γίνεται πρόσωπο αρχαιοελληνικής τραγωδίας, που έχει διαρπάξει ‘ύβριν’ και είναι αναγκαίο να επέλθει η ‘κάθαρσις΄. Το επόμενο πρωί, λοιπόν, συναντιέται με το Μίλτο στο δρόμο(9). Ο πληγωμένος εγωισμός του, ζητά εκδίκηση. Στο χέρι του κρατά ένα μαχαίρι, με σκοπό να δώσει τέλος στην προκλητικά απειθάρχητη συμπεριφορά της Στέλλας. Την προειδοποιεί για τις προθέσεις του και της ζητά να φύγει από τη μέση (10), σαν να της δίνει μια ευκαιρία απέναντι στην προδεδικασμένη τιμωρία της. Εκείνη όμως προχωρά και πέφτει πάνω στο μαχαίρι… Του ζητά, μάλιστα, να τη φιλήσει τη στιγμή που ξεψυχά, για να απολαύσει μέχρι το τέλος την αγάπη, που «έγινε δίκοπο μαχαίρι»…
Εκτός από τους πρωταγωνιστές, ο 33ετής Κακογιάννης, ως νέος της εποχής, κάνει τη δική του «επανάσταση», προκαλώντας με αυτή την ταινία τα «χρηστά ήθη». Παρά την εισπρακτική επιτυχία και τη διεθνή αναγνώριση της επόμενης χρονιάς , θα γνωρίσει τη σφοδρή αντίδραση μερίδας των κριτικών, προερχόμενων τόσο από τον συντηρητικό χώρο («Εστία» ), όσο και από τα -θεωρούμενα ως προοδευτικά- έντυπα της Αριστεράς («Επιθεώρηση Τέχνης » και «Αυγή »).

*Βιβλιογραφία
Eleftheriotis D. (2001), Popular cinemas of Europe: studies of texts, contexts, and frameworks, Continuum International Publishing Group,
https://prezi.com/i48i1vndygma/rock-n-roll-influence-on-society-in-the-1950s/
Αθανασάτου, Ι. (2001) Ελληνικός κινηματογράφος (1950-1967): λαϊκή μνήμη και ιδεολογία, FINATEC, Αθήνα
Αρβανίτης Κ (2022) Ροκ και νεανική κουλτούρα στη δεκαετία του ’60. Μετρονόμος. Αθήνα
Θεοδώρου Θ. «Η ροκ μουσική και η νεανική κουλτούρα», στο: Πολύτροπη Γλώσσα (greek-language.gr)
Κατσάπης Κ (2007)., Ήχοι και απόηχοι. Κοινωνική ιστορία του ροκ εν ρολ φαινομένου στην Ελλάδα, 1956-1967, ΙΑΕΝ-ΓΓΝΓ, αρ. 45, ΙΝΕ-ΕΙΕ, Αθήνα
Μητροπούλου Α. (2006). Ελληνικός Κινηματογράφος, Παπαζήσης, Αθήνα
Σολδάτος Γ. (2001), Ένας αιώνας Ελληνικός Κινηματογράφος, Α’ τ.: 1900 – 1970, Κοχλίας, Αθήνα

*Παραπομπές
(1)Ιδρύεται το -αμερικανικών συμφερόντων- Βορειοατλαντικό Σύμφωνο (Ν.Α.Τ.Ο.) και το -σοβιετικής χροιάς- αντίπαλό του δέος («Σύμφωνο της Βαρσοβίας»), τα οποία κινούνται ανταγωνιστικά προς άγραν συμμάχων και χώρων επιρροής σε γεωπολιτικό, στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο. Ανασυντάσσοντας σχέσεις φιλίας κι αναδιατάσσοντας συμμετρίες και ισορροπίες στη διεθνή σκακιέρα, ‘κηρύσσεται’ ο «Ψυχρός Πόλεμος» ανάμεσα στις δύο ομάδες χωρών (Δυτικό και Ανατολικό «μπλοκ»). Στην Κύπρο ξεκινά τη δράση του ο Εθνικοοαπελευθερωτικός Αγώνας Κυπρίων Αγωνιστών (Ε.Ο.Κ.Α) εναντίον του Αγγλικού ζυγού. Στην Κωνσταντινούπολη, τη νύχτα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955, ο κυβερνητικά καθοδηγούμενος τουρκικός όχλος προκαλεί βίαια επεισόδια κατά των Ελλήνων ομογενών, των Αρμενίων και άλλων μη μουσουλμανικών μειονοτήτων, οδηγώντας σε ξεριζωμό ένα ιδιαίτερα παραγωγικό και οικονομικά εύρωστο κομμάτι της ελληνικής παροικίας της Πόλης. Αφορμή του οργανωμένου πογκρόμ των «Σεπτεμβριανών», υπήρξε η βομβιστική επίθεση στο πατρικό σπίτι του Κεμάλ Ατατούρκ στην Θεσσαλονίκη, κάτι που -όπως αποδείχτηκε ακολούθως- ήταν σκηνοθετημένη προβοκάτσια από την κυβέρνηση της Αγκύρας.
(2) Ο χορός του Ροκ εντ Ρολ είναι ένα δυνατό beat 6 χτύπων και μουσικές με προέλευση το Rhythm ‘n’ Blues, την Country και Rockabilly. Τα βήματά του μας οδηγούν σε ένα ξέφρενο χορό και τρελές φιγούρες, γεμάτο ενέργεια, ταχύτητα και upbeat διάθεση»: Το «Ροκ-Εντ-Ρολ»: Ο χορός-υστερία που κυρίευσε την γην! (pigipaideias.gr)
(3) Το «Blackboard Jungle», σε σκηνοθεσία Richard Brooks, προβάλλεται στις ΗΠΑ την 25η Μαρτίου 1955, ξεσηκώνοντας τους νέους. Το τραγούδι Rock Around the Clock, που ακούγεται στους τίτλους της ταινίας από το συγκρότημα Bill Haley and the Comets, αναδεικνύεται σε «σήμα κατατεθέν» του «Ροκ εντ ρολ» και γίνεται η μεγαλύτερη επιτυχία στην ιστορία αυτού του μουσικού είδους. Η ρυθμική δυναμική του τραγουδιού κι ο ξέφρενος χορός δελεάζει τους νέους. αποτελώντας γι’ αυτούς πόλο έλξης και ταύτισης σε μουσικό, χορευτικό, στυλιστικό (ένδυση-κόμμωση) και ιδεολογικό επίπεδο. Η ευρεία αποδοχή του τραγουδιού από τους νέους, συνεπικουρείται από το απλό επίπεδο Αγγλικής γλωσσομάθειας, που απαιτείται για να κατανοηθεί ή/και να τραγουδηθεί: «One, two, three o’clock, four o’clock, rock / Five, six, seven o’clock, eight o’clock, rock / Nine, ten, eleven o’clock, twelve o’clock, rock / We’re gonna rock around the clock tonight…».
(4)Η προβολή της «Ζούγκλας του Μαυροπίνακα» αποτέλεσε την πρώτη ουσιαστική γνωριμία της αθηναϊκής νεολαίας με το ροκ εν ρολ, τροφοδοτώντας το ενδιαφέρον πολλών νέων για ό,τι προβαλλόταν ως νεανική μουσική της εποχής. Όταν, στις 21 Οκτωβρίου 1956, η μπάντα του αμερικάνικου αεροπλανοφόρου «The Coral Sea» παρουσίασε για πρώτη φορά ζωντανά τη ‘νέα μουσική’ στον χώρο της «Αίγλης», στο Ζάππειο, περίπου 3000 νέοι συγκεντρώθηκαν και κυριολεκτικά απαίτησαν από τους μουσικούς να παίξουν ροκ εν ρολ. (Κατσάπης, 2007:: 11)
(5) Μιχάλης Κακογιάννης (Λεμεσός, 11 Ιουνίου 1921– Αθήνα, 25 Ιουλίου 2011). Κύπριος σκηνοθέτης του κινηματογράφου και του θεάτρου, με σπουδαία διεθνή καριέρα, γνωστός για τις ταινίες: «Κυριακάτικο ξύπνημα» (1954), «Στέλλα» (1955), «Ηλέκτρα» (1962), «Ζορμπάς» (1964).
(6) To σενάριο της ταινίας, το οποίο υπογράφει ο ίδιος ο Κακογιάννης, βασίζεται στο θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη “Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια” κι έμμεσα στη νουβέλα του Γάλλου Π.Μεριμέ “Κάρμεν” (http://www.cine.gr/film.asp?id=1383&page=4)
(7) Κύριο ζητούμενό του, είναι “να βάλει τον θεατή στη θέση του πρωταγωνιστή και από εκεί, στην καρδιά της ιστορίας και του προβλήματος” (https://frapress.gr/2014/01/afieroma-sta-kinimatografika-revmat-3/)

Στέλλα : Η ταινία – θρύλος του ελληνικού κινηματογράφου


(8) Οι κατα(π)ληκτικές εξωτερικές σκηνές του έργου, γυρίστηκαν στη συμβολή των οδών Καλλιδρομίου, Πλαπούτα και Τσαμαδού στα Εξάρχεια. (https://www.in.gr/2019/11/21/plus/features/stella-tainia-thrylos-tou-ellinikou-kinimatografou/ )
(9) “Φύγε Στέλλα, κρατάω μαχαίρι”- μια φράση που έχει καταγραφεί στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων. https://www.klik.gr/gr/el/stories/stella-i-gunaika-proklisi-kai-i-agapi-pou-egine-dikopo-machairi-2/
(10) Η «Στέλλα» κάνει πρεμιέρα στις 21 Νοεμβρίου 1955, στον κινηματογράφο “Ορφέας” και γίνεται η πιο εμπορική ταινία της σεζόν 1955-1956, από τις 24 συνολικά ελληνικές παραγωγές που προβλήθηκαν, με 134.142 εισιτήρια. Παίρνει μέρος στο διαγωνιστικό τμήμα του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ των Καννών του 1955 και κερδίζει τη «Χρυσή Σφαίρα» καλύτερης