Στις πιο φτωχές περιφέρειες και η Ήπειρος

Τι δείχνει η έκθεση ΙΝΕ-ΓΣΕΕ του 2025 για την ελληνική οικονομία

Μέσο ΑΕΠ ανά κάτοικο μεταξύ 16.100 και 17.100 PPS

Και συρρίκνωση εργατικού δυναμικού Ηπείρου κατά 8,5%

 

Το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ έδωσε στη δημοσιότητα την Ετήσια Έκθεση του 2025 για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση. Στην Ελλάδα οι τρεις στους δέκα μισθωτούς και σχεδόν εφτά στους δέκα χαμηλόμισθους δεν μπορούν να ξοδέψουν ένα μικρό χρηματικό ποσό για τον εαυτό τους κάθε εβδομάδα.
Αφροδίτη Τζιαντζή

Την απάντηση στο ερώτημα «γιατί στο τέλος του μισθού μένει τόσος πολύς μήνας», δίνει η ετήσια έκθεση 2025 του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση. Σε ξεχωριστό κεφάλαιο για την εξέλιξη των αμοιβών των εργαζομένων, αποδεικνύεται ότι επί διακυβέρνησης της ΝΔ, το διάστημα 2019-2024, πραγματοποιήθηκε μια εντυπωσιακή αναδιανομή εισοδήματος, εις βάρος των μισθών και υπέρ των κερδών.

Συγκεκριμένα, ενώ η παραγωγικότητα το διάστημα 2019-2024 ενισχύθηκε ήπια κατά 1,2% σε πραγματικούς όρους, το πραγματικό μέσο ημερομίσθιο μειώθηκε κατά 4,7%.

Από την ανάλυση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ προκύπτει ότι βασικός παράγοντας της ακρίβειας, είναι ο πληθωρισμός των κερδών. «Οι ολιγοπωλιακές δομές σε πολλούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας επέτρεψαν την αύξηση του μεριδίου κερδών σε επίπεδο μεγαλύτερο της αύξησης του κόστους των εισαγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών.

Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι ακόμα και σήμερα, με τη σχετική σταθεροποίηση των τιμών, το μερίδιο του κέρδους στον αποπληθωριστή ΑΕΠ (μοναδιαίο κέρδος) να είναι πολύ υψηλότερο από το προ-πανδημικής κρίσης επίπεδο», σημειώνεται στην έκθεση.

Συνθήκες διαβίωσης 

Παρά τη βελτίωση των βασικών ποσοτικών δεικτών της αγοράς εργασίας, η μειωμένη αγοραστική δύναμη μεγάλου τμήματος των εργαζομένων συνεχίζει να επηρεάζει αρνητικά τις συνθήκες διαβίωσης στη χώρα μας.
Ενδεικτικό των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα είναι τα εξαιρετικά υψηλά ποσοστά εκείνων που αδυνατούν να ξοδέψουν ένα μικρό ποσό χρημάτων κάθε εβδομάδα για τον εαυτό τους. Σχεδόν οι τρεις στους δέκα (29,3%) δουλεύουν αποκλειστικά για να καλύπτουν τα πάγια έξοδα, και όχι μόνο δεν μπορούν να αποταμιεύσουν, αλλά δεν μπορούν καν να καλύψουν βασικές προσωπικές ανάγκες.

Ιδιαίτερα διαφωτιστικός σχετικά με τις συνθήκες διαβίωσης των εργαζομένων στη χώρα μας είναι ο δείκτης της υποκειμενικής φτώχειας, που δείχνει το ποσοστό όσων ατόμων δηλώνουν ότι τα βγάζουν πέρα οικονομικά με δυσκολία ή με μεγάλη δυσκολία.

Το 2024 το ποσοστό αυτό ανήλθε στην Ελλάδα στο 57,1%, σημειώνοντας μικρή μόνο βελτίωση τόσο έναντι του 2023 (58,8%) όσο και έναντι του 2019 (63,3%). Παρά το γεγονός ότι σε ορισμένες οικονομίες της ΕΕ τα αντίστοιχα ποσοστά σημείωσαν μια σχετική αύξηση την περίοδο 2019-2024, σημαντική είναι η μείωσή τους σε κράτη-μέλη που στο παρελθόν κατέγραφαν πολύ υψηλά ποσοστά (π.χ. Βουλγαρία, Κύπρος, Κροατία).

Στις Περιφέρειες

Ένα ενδιαφέρον στοιχείο που προκύπτει από τα βασικά συμπεράσματα είναι η κατάσταση που διαμορφώνεται στις Περιφέρειες της Χώρας όπου τα ποσοστά του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού διαφέρουν μεταξύ τους.

Όπως επισημαίνεται η αλληλουχία των κρίσεων που έχουν ξεσπάσει τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια και ο ετερογενής αντίκτυπός τους, έχουν ήδη αφήσει το αποτύπωμά τους στην αναπτυξιακή δυναμική των περιφερειών, επιδρώντας ανισομερώς στη δημογραφική τους εξέλιξη, στη διάρθρωση και την ανθεκτικότητα του παραγωγικού τους συστήματος, καθώς και στο επίπεδο του εισοδήματος και στις συνθήκες απασχόλησης και διαβίωσης των πολιτών τους.

Στο σύνολο της επικράτειας ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός ηλικίας 15-64 ετών μειώθηκε τα χρόνια της πολυκρίσης (2009-2024) κατά 6,8% ή 335,7 χιλ. άτομα. Σε περιφερειακό επίπεδο, τη μεγαλύτερη πτώση του εργατικού δυναμικού εμφάνισε η Περιφέρεια Θεσσαλίας (-13,8%). Εξίσου μεγάλη συρρίκνωση εργατικού δυναμικού καταγράφηκε και στις περιφέρειες Αττικής (-10,4%), Ηπείρου (-8,5%), Δυτικής Μακεδονίας (-7,9%) και Ιονίων Νήσων (-7%), ενώ σχετικά πιο περιορισμένη ήταν η μείωση του ενεργού πληθυσμού, μεταξύ άλλων, στις περιφέρειες Πελοποννήσου (-5,4%), Νοτίου Αιγαίου (-5,1%) και Δυτικής Ελλάδας (-4,8%). Αξίζει να σημειωθεί ότι η μοναδική περιφέρεια της χώρας που σημείωσε αύξηση τόσο του πληθυσμού όσο και του εργατικού δυναμικού ήταν η Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου.

Οι πιο φτωχές περιφέρειες

Επίσης, το 2023 και οι 13 περιφερειακές ενότητες της Ελλάδας συνέχισαν να εμφανίζουν κατά κεφαλήν ΑΕΠ, σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPS), χαμηλότερο από αυτό του μέσου όρου της ΕΕ. Οι πιο φτωχές περιφέρειες της χώρας ήταν το Βόρειο Αιγαίο, η Ήπειρος και η Ανατολική Μακεδονία & Θράκη, στις οποίες το μέσο ΑΕΠ ανά κάτοικο κυμάνθηκε μεταξύ 16.100 και 17.100 PPS, επίπεδα που αντιστοιχούν μόλις στο 43,9% και 46,6% εκείνου της Περιφέρειας Αττικής, η οποία κατέγραψε το 2023 το υψηλότερο περιφερειακό κατά κεφαλήν εισόδημα (36.700 PPS). Αξίζει να τονιστεί ότι, εξαιρουμένης της Αττικής και του Νοτίου Αιγαίου, στις υπόλοιπες περιφέρειες της χώρας το ΑΕΠ ανά κάτοικο σε όρους PPS ήταν χαμηλότερο του μέσου όρου της οικονομίας. Συγκεκριμένα, στη Δυτική Ελλάδα κυμάνθηκε στο 71,6%, στη Θεσσαλία στο 74,6%, ενώ στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας, που καταγράφει σε όρους PPS το τρίτο υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, στο 90,5%.

Μείωση αμοιβών

Συγκριτικά με το 2009, όλες οι περιφέρειες της χώρας κατέγραψαν το 2022 μείωση αμοιβών εξαρτημένης εργασίας ανά ώρα εργασίας που υπερέβαινε το 25%. Η μεγαλύτερη μείωση παρατηρείται στην Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου (-40,3%) και ακολουθούν οι περιφέρειες Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης (-35,6%), Βορείου Αιγαίου (-35%), Δυτικής Ελλάδας (-30,3%) και Ιονίων Νήσων (-30,1%). Αντίστοιχα μεγάλη πτώση των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας ανά ώρα εργασίας σε πραγματικούς όρους κατέγραψαν και οι υπόλοιπες περιφέρειες της χώρας, ενώ η μικρότερη μείωση σημειώθηκε στην Περιφέρεια Θεσσαλίας (-25,7%).
Ασυμμετρίες μεταξύ περιφερειών

Αξίζει να τονιστεί ότι, παρά την έξοδο της χώρας από τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής και την αύξηση των ονομαστικών μισθών, οι πραγματικές αμοιβές εξαρτημένης εργασίας ανά ώρα εργασίας, τόσο στο σύνολο της χώρας όσο και στην πλειονότητα των περιφερειών της, σημείωσαν πτώση και την περίοδο 2019-2022, ως συνέπεια, μεταξύ άλλων, της πληθωριστικής κρίσης.

Αντανάκλαση των παραπάνω μεταβολών είναι και οι παρατηρούμενες ασυμμετρίες μεταξύ περιφερειών όσον αφορά βασικούς δείκτες της ποιότητας ζωής των κατοίκων τους. Ενδεικτικά, στις περισσότερες περιφέρειες της χώρας το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού παρέμεινε το 2024 σε επίπεδο υψηλότερο του μέσου όρου της ΕΕ. Τα υψηλότερα ποσοστά εντοπίζονται, μεταξύ άλλων, στις περιφέρειες Ιονίων Νήσων (41,4%), Δυτικής Μακεδονίας (36,3%), Δυτικής Ελλάδας (35,2%), Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης (33,8%), Βορείου Αιγαίου (33,2%) και Πελοποννήσου (32,3%). Αντίθετα, το 2024 κοντά στον εθνικό μέσο όρο της χώρας (26,9%) διαμορφώθηκαν τα αντίστοιχα ποσοστά στις περιφέρειες Θεσσαλίας (25,8%) και Στερεάς Ελλάδας (25,7%), ενώ τα λιγότερα επεισόδια φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού εντοπίστηκαν το ίδιο έτος στην Ήπειρο (19,6%), στο Νότιο Αιγαίο (20,3%) και στην Κρήτη (20,7%).