Στους κόσμους του Νίκου Μπιλανάκη

Του Βαγγέλη Σακέλλιου
Δικηγόρου

«…και μη γελάς και μην κλαις και μη χαίρεσαι…»

Νίκος Γκάτσος , Αμοργός

Θα ξεκινήσω με μια παραδοχή. Τον Νίκο Μπιλανάκη και τον αγαπώ και τον εκτιμώ. Κι αυτά δεν συμπίπτουν πάντα. Τον αγαπώ για ο,τι είναι και τον εκτιμώ για όσα είναι. Όμως δεν θα είμαι μεροληπτικός.
Πρωτοδιαβάζοντας το βιβλίο του είδα ότι πρόκειται για ένα χειροποίητο βιβλίο και η μικρή φόρμα που επέλεξε σε προκαλεί χωρίς να σε αγχώνει : «Τόποι ντυμένοι με χρόνο» , οκτώ μικρά διηγήματα και μια ιστορία, η ιστορία του «Σήφη» που θα μπορούσε να είναι το alter ego του συγγραφέα και ο αφηγητής σε ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα.
Θα εστιάσω σε λέξεις και φράσεις κλειδιά όπως εγώ εξέλαβα σε μια δεύτερη ανάγνωση ψηλαφίζοντας και αφουγκραζόμενος.
Όπως ο «Αχιλλέας» που «έδειχνε την αγάπη του μόνο στον εαυτό του».

Ο «Δικαστής», πούχεις την εντύπωση ότι ντύνει εικόνες βγαλμένες απ’ το ποιητικό σύμπαν του Θόδωρου Αγγελόπουλου στην δεκαετία του ’50 κάπου στην Φλώρινα.
Κι είναι πράγματι αξιοσημείωτο ότι ο Νίκος στις οκτώ μικρές διηγήσεις του αναφέρεται δύο φορές σε δικαστές. Σε δικαστές μικρών επαρχιακών πόλεων μέναν συγκεκριμένο ενδυματολογικό κώδικα και μια αποστειρωμένη κοινωνική συμπεριφορά, κι όπως τα καταγράφει ο Νίκος με τα δικά του λόγια «οι κανόνες, οι περιορισμοί και οι στερήσεις άφηναν τα ίχνη τους στον εσωτερικό κόσμο και τους έκαναν κι αυτούς υπηρεσιακούς, τους επέβαλαν να σκέφτονται υπηρεσιακά, να ζουν υπηρεσιακά».
Εστιάζοντας στον «ματαιόδοξο υπουργό» – και μάλιστα στον υπουργό που εκλέγεται στην επαρχία – συναντάς αυτό που ήδη ξέρεις : πως η εξουσία (πιστεύω σε όλες τις εκφάνσεις της) είναι το μεγαλύτερο αφροδισιακό. Κι ο Νίκος το λέει κυνικά, αποκαλυπτικά : «το ότι η άρτια επαγγελματίας τον αντιμετωπίζει ως εκπρόσωπο της εξουσίας και παρ’ όλα αυτά δεν είναι διατεθειμένη να τον γλείψει, πληγώνει την ματαιοδοξία του, τον πονάει. Κι όλο αυτό τον αναστατώνει, τον κάνει να θέλει να την πηδήξει. Και την πήδηξε.»

Είναι και τα λόγια του «Μάκη» σένα θάλαμο νοσοκομείου μια μέρα πριν την εγχείρηση : «το παράκανα με τις καταχρήσεις, όμως το φχαριστήθηκα. Δεν άφησα τίποτα, δεν άφησα ζωή να μην τη ζήσω».
Κι αυτό μου θύμισε κάτι που έγραψε κάποιος που εκτιμώ : «Η ζωή δεν είναι επάγγελμα, ζήσε ερασιτεχνικά !».
Και κάτι ακόμα που σημείωσα, μια βραδινή κουβέντα στο νοσοκομείο : «Ας πούμε για τα παιδιά μας. Μιλήσαμε γι αυτά ως ανθρώπους που τους αγαπάμε βαθιά και το μόνο νοιάξιμο μας είναι πως θα νοιώσουν εκείνα καλά. Δεν μιλήσαμε με παράπονο για ο,τι πιστεύαμε εμείς πως αυτά δεν είχαν ακόμα καταφέρει».
Κι όσοι από μας τυχαίνει κι είμαστε γονείς ας αναρωτηθούμε πόσα δικά μας απωθημένα, πόσους ανεκπλήρωτους στόχους δικούς μας δεν αποθέσαμε στους αδύναμους ώμους των παιδιών μας.
Μακράν το πλέον αισθαντικό κείμενο των διηγήσεων, για μένα , είναι το κείμενο με τον οπερατικό τίτλο «Η καλοσύνη των ανθρώπων όταν επισκέπτονται κοιμητήρια».

Όταν πρωτοδιάβασα το κείμενο θυμήθηκα ένα κείμενο που διάβασα και με εντυπωσίασε το σωτήριον έτος 1995 στο «ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ». Το υπέγραφε η Νόρα Σκουτέρη –Διδασκάλου από το ΑΠΘ κι είχε τίτλο «φευγαλέες ματιές». Αφορούσε τις φωτογραφίες των κεκοιμημένων στους τάφους. Εκεί, δηλαδή, που ο Νίκος «είδε και άκουσε μια γυναίκα να κλαίει, όπως συχνά κλαίνε στα κοιμητήρια : μοναχικά, σιγανά, υπόκωφα, συνοδεύοντας τους λυγμούς τους με κουβέντες μουρμουριστές και με συχνό ρούφηγμα της μύτης τους…»
Κι ο Νίκος ξαναθυμίζει κάτι μη αυτονόητο : «Μου άρεσε που μετρούσανε την ηλικία των πεθαμένων σαν ο χρόνος να μην είχε κυλήσει από τότε που έφυγαν, διατηρώντας την ηλικία που εκείνοι είχαν όταν πέθαναν».
Στο φαντασιακό των Ελλήνων τα κοιμητήρια είναι μια άλλη, παράλληλη, επικράτεια. Σαντίθεση με τα κοιμητήρια των μητροπόλεων του κόσμου όπου θα δεις μες την μεγαλοπρέπεια μια ευταξία, εδώ , στα δικά μας κοιμητήρια θα μπορέσεις να δεις πίσω από τον τοίχο αναμμένα δεκάδες μικρά καντήλια. Αυτά τα μικρά αναμμένα καντήλια είναι η καλοσύνη των ανθρώπων που επισκέπτονται τα κοιμητήρια.
Όλες οι παραπάνω ιστορίες οι διηγήσεις του Νίκου, σαυτή τη μικρή φόρμα που επέλεξε, είναι χειροποίητες. Κατά την δική μου πρόσληψη είναι το άλλοθι (;) του συγγραφέα να μας γνωρίσει τον «Σήφη» και τις διαδρομές του. Διαδρομές – ψηφίδες ενός πάζλ που ανασυνθέτουν την μεγάλη εικόνα που ο συγγραφέας αιχμαλωτίζει σε επτά τόπους και σε τρεις εποχές.

Εν αρχή ην ο γενέθλιος τόπος, η νότια Κρήτη. Ο «Σήφης» μέχρι τα μικράτα του έβλεπε τον τόπο του ευλογημένο για τη γη και τα ζωντανά του σέναν ακίνητο χρόνο. Αυτή η αποστροφή κι αυτά τα χρόνια μου θύμισαν τον Σταύρο Ζουμπουλάκη στα δικά του «αμπέλια».
Ο συγγραφέας εστιάζει στην μετάλλαξη του τόπου του, μέσα από μοναχοποιημένους ανθρώπους ώσπου να φθάσουμε στον οικισμό του χειμώνα και τις ξεκάρφωτες πινακίδες που γράφουν «RENT ROOMS».
Στο Περιστέρι που πήγε ο «Σήφης» με τη μάνα του, εκεί δούλευε ο πατέρας του, τα πράγματα ήταν ζόρικα. Φτώχεια, δυσκολίες, μιζέρια, αγωνία για το αύριο. Η περιγραφή των σπιτιών – παραγκών, ή μάλλον των δωματίων που έμεινε ο «Σήφης» θυμίζει τον Αλέκο Αλεξανδράκη στη «Συνοικία το όνειρο». Προσωπικά αγνοούσα την ιστορία των λιγνιτωρυχείων, την δίκη που ακολούθησε, την πίκρα που άφησε σε αναγκεμένους ανθρώπους, την πίκρα και το βίωμα που έγινε μνήμη. Συμπεριληπτικά να θυμίσω κι έναν στίχο του Μιχάλη Γκανά που αρέσει στον «Σήφη» : «πως χώρεσε τάση ζωή σε άβολα δυάρια».

Εγώ, σαν παλιός «Ρηγάς» ένοιωσα ένα σφίξιμο για όσα ο «Σήφης» καταμαρτυρά και εξομολογείται για το ταξίδι στη Ρουμανία και τον ανεύρετο σοσιαλιστικό παράδεισο. Το ίδιο αμήχανα ένοιωσα κι όταν είδα της εξαιρετική ταινία του Ντον Ντόνερμαρκ «Οι ζωές των άλλων». Ο «Σήφης» όμως έχει περιέργεια για τη ζωή.
Είναι, επίσης, εντυπωσιακό το πώς ο συγγραφέας ανασυνθέτει τις δεκαετίες του ’80 και του’90 στην οιονεί μητρόπολη της Ελλάδας, την Αθήνα. Το πώς εστιάζει σε ανθεκτικά σημεία αναφοράς και αισθητικής, το ΑΝΤΙ, την οδό Πανός του Γιώργου Χρονά, το θέατρο της «Οδού Κυκλάδων» του Λευτέρη Βογιατζή, το «Θέατρο Τέχνης» του Κάρολου Κουν, το «Τρίτο» των Χατζιδάκι, το «ΚΛΙΚ» του Κωστόπουλου.
Είναι σαν νακούς την αγαπημένη Λυδία Φωτοπούλου στην «Τούρτα της μαμάς» όταν η «Μαριλού» αναπολεί : «ΠΑΣΟΚ , ωραία χρόνια».
Αυτό το κομμάτι, αυτή η ανίχνευση του συγγραφέα σέναν μετανεωτερικό χρόνο, συνιστά εξαίρετο δοκίμιο για την μετάλλαξη της κοινωνίας, την μετάλλαξη του ψυχισμού των ανθρώπων αυτές τις δεκαετίες.
Στα Γιάννενα ο «Σήφης» επιστρέφει. Επιστρέφει στον τόπο των σπουδών του και εκεί «μόχθησε καθημερινά λοξεύοντας ψυχές σαλών ανθρώπων, στοιχειωμένων από βαριές λέξεις και μακριές σκιές, που είχαν ως εύλογο το ακατανόητο».

Έχω, ωστόσο, την αίσθηση ότι η σχέση του με τα Γιάννενα είναι αμφίθυμη.
Αν και ανατέμνει καίρια την Γιαννιώτικη κοινωνία, αυτός, ένας Κρης, θυμίζοντας λόγια του Μωυσή Ελισάφ , εντούτοις κατά βάθος παραμένει ένας ξενικός.
Ο κοσμοπολιτισμός του Λονδίνου πρόσφερε, αναμενόμενα, στον «Σήφη» κι άλλες θεάσεις ζωής.
Η πολυπολιτισμικότητα, όπως αυτή μιας μητρόπολης σαν το Λονδίνο, δημιουργεί εικόνες αντιθέσεων αλλά και συνύπαρξης, κανονικότητας αλλά και αναίρεσης, ειδώλων αλλά και πραγματικότητας.
Για τον συγγραφέα τέτοιες μητροπόλεις του κόσμου «σκεπάστηκαν από το ίδιο κομμάτι χρόνου, αποτελώντας η μια συνέχεια της άλλης» όντας πόλεις και τόποι προηγμένου χρόνου, σε σχέση με άλλες όπως η Αθήνα.
Για το τελευταίο – αλλά όχι έσχατο – κεφάλαιο ο συγγραφέας επαναλαμβάνει τον εαυτό του « γιατί από πολλούς ανθρώπους είμαστε φτιαγμένοι. Από εικόνες, κουβέντες, μυρωδιές, βλέμματα κι αγγίγματα αυτών που προηγήθηκαν, ζωντανών ή πλέον πεθαμένων. Απ’ όλους αυτούς είμαστε καμωμένοι. Όπως κι εμείς με τη σειρά μας γινόμαστε υλικό για όνειρα και σκέψεις αλλωνών, αυτών που ακολουθούν».
Με άλλα λόγια είναι αυτό που είπε ο ποιητής : «ο χρόνος ο παρών κι ο παρελθόν ο χρόνος ίσως νάναι και οι δύο παρόντες στον μέλλοντα χρόνο».

Ο Νίκος Μπιλανάκης συνεχίζει την παράδοση των λογίων – ιατρών. Παίρνει το νήμα απ’ τον Τάκη Σινόπουλο, τον Δημήτρη Παπαδίτσα, τον Μανώλη Αναγνωστάκη και τον ομότεχνο του (λόξενε κι αυτός ψυχές σαλών ανθρώπων) τον Γιώργο Χειμωνά.
Στην χώρα της Άνδρου, απέναντι απ’ το σπίτι του Ανδρέα Εμπειρίκου υπάρχει μια μικρή προτομή του, λιτή και απέρριτη. Πάνω της είναι γραμμένο : «Ταξιδευτής και επιστροφεύς».
Αυτός είσαι φίλε μου Νίκο, ένας ταξιδευτής. Και ευχαριστούμε που μας ταξίδεψες…

Υ.Γ. Το παραπάνω κείμενο είναι, εν πολλοίς η εισήγησή μου στην παρουσίαση του βιβλίου του ψυχίατρου Νίκου Μπιλανάκη «Τόποι ντυμένοι με χρόνο» στις 11 Ιουλίου 2023 στους κήπους του «Βυζαντινού», όπου είχα την χαρά και την τιμή να συμμετέχω.