Συνέντευξη της Ελένης Δημητρίου στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Τι σας ώθησε να γράψετε τον τόμο «Ο ΕΛΛΗΝΟΪΤΑΛΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ ΩΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΒΙΩΜΑ, Ημερολόγια Ελλήνων στρατιωτών», εκδόσεις Σύλλογος Προς Διάδοσιν Ωφέλιμων Βιβλίων, Αθήνα 2010;

Βασικό κίνητρο της μελέτης, που αποτέλεσε τη διδακτορική μου διατριβή στο ΕΚΠΑ, υπήρξε η επιθυμία προσέγγισης των γεγονότων μέσα από τη ματιά των υποκειμένων της ιστορίας καθώς και η πίστη μου στην αξία της ημερολογιακής μαρτυρίας. Τα ημερολόγια αποτέλεσαν τη βασική πηγή της έρευνας.

Επειδή τα ημερολόγια είναι διαποτισμένα από την υποκειμενική διάθεση παρέχουν τις εγγυήσεις της αντικειμενικότητας μιας έγγραφης μαρτυρίας;

Πράγματι, είμαστε καχύποπτοι όσον αφορά την αντικειμενικότητα του αυτοβιογραφικού λόγου, όμως εδώ και δεκαετίες έχει μετατοπιστεί το ενδιαφέρον μας από το αντικείμενο της ιστορίας στο υποκείμενο που την παρουσιάζει και έχει αμφισβητηθεί η αυστηρότητα των ορίων μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, γιατί στην πράξη οι εμπειρίες μας είναι το εργαλείο με το οποίο προσεγγίζουμε το παρελθόν. Η υποκειμενικότητα δεν είναι το πρόβλημα αλλά η ουσία του αυτοβιογραφικού λόγου. Συγκρινόμενο μάλιστα με τα απομνημονεύματα, τις εξομολογήσεις και τις αναμνήσεις, που αφήνουν περιθώρια στον συντάκτη τους για αναδρομικές αλλοιώσεις των γεγονότων, το ημερολόγιο διασφαλίζει μεγαλύτερη αυθεντικότητα χάρη στην εν θερμώ καταγραφή του. Αναγκαία είναι πάντοτε η σύγκριση των ημερολογίων με τις άλλες πηγές και η διασταύρωση των πληροφοριών.

Ημερολόγιο κρατούσαν επώνυμα πρόσωπα της Ελλάδας: Ιωάννης Μεταξάς, Γιώργος Θεοτοκάς και Γιώργος Σεφέρης. Ποια θέματα τους απασχολούσαν;

Πρόκειται για διά βίου αστούς ημερολογιογράφους, εκπροσώπους της πολιτικής και πνευματικής ζωής. Στο βιβλίο ανιχνεύεται ο τρόπος σκέψης τους κατά τις παραμονές του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Στο ημερολόγιο του Μεταξά, παρά την αυτολογοκρισία με την οποία κάλυπτε αρνητικές πλευρές του καθεστώτος του, μπορούμε να παρακολουθήσουμε τις αμφιβολίες του για τις προθέσεις του βασιλιά και των Άγγλων, παράλληλα με τον φόβο των αντικαθεστωτικών κινήσεων και τις πιέσεις που του προκαλούσαν οι απαιτήσεις του Άξονα και των Άγγλων. Τον βασάνιζε η αντιφατικότητα που προέκυπτε από την ανάγκη να συμμαχήσει με τους Άγγλους εξαιτίας της στήριξης των δύο κρατών στη θάλασσα, ενώ δεν πίστευε στο πολιτικό-οικονομικό τους σύστημα, του κοινοβουλευτικού φιλελευθερισμού. Από το 1939 και την εισβολή της Ιταλίας στην Αλβανία, αποκαλύπτεται ότι ο Μεταξάς είχε λάβει την απόφαση για αντίσταση μέχρις εσχάτων και παρότι η απόφαση αυτή στη σκέψη του ισοδυναμούσε με πορεία προς την καταστροφή (αδυνατούσε να φανταστεί τη διάσταση του Έπους), ένιωθε μέσα του ψυχική γαλήνη και σιγουριά αξιοπρέπειας. Έτσι προχώρησε στην προετοιμασία του στρατού και του κράτους για να αντιμετωπίσει μια αιφνιδιαστική ιταλική επίθεση.Τα προσωπικά ημερολόγια του Σεφέρη και του Θεοτοκά είναι αντιπροσωπευτικά της

Γενιάς του Τριάντα, ενός πρωτοποριακού τμήματος του πνευματικού κόσμου της Ελλάδας με ενδιαφέροντα πολιτικά και λογοτεχνικά. Λειτούργησαν ως εργαστήριο ιδεών, όπου απέθεταν την πρώτη ύλη των έργων τους, δηλαδή τις εντυπώσεις της καθημερινότητας. Και οι δύο,αποφεύγοντας τον σχολιασμό του καθεστώτος Μεταξά, κατέγραψαν την αμηχανία τους ως δημιουργών σε τόσο ταραγμένους καιρούς. Φαίνεται πως το έργο τους λειτουργούσε ως ένα μέσο απόδρασης από τον έρημο κόσμο της πραγματικότητάς τους, έμοιαζε με το μπουκάλι που έριχναν στον ωκεανό του μέλλοντος για να γνωστοποιήσουν το μέγεθος της ψυχικής τους αγωνίας, την ανημπόρια του πνευματικού ανθρώπου απέναντι σε έναν κόσμο που είχε γεμίσει με τέρατα.

Έχουν λογοτεχνική ποιότητα τα ημερολόγια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου;
Ένα ημερολόγιο μπορεί να έχει ή να μην έχει λογοτεχνική αξία. Η αξία οποιουδήποτε ημερολογίου συνίσταται κυρίως στον αυθορμητισμό με τον οποίο το άτομο εκφράζει την αλήθεια του, στοιχείο που κερδίζει τον αναγνώστη περισσότερο από την ύπαρξη λογοτεχνικότητας. Ο Robert Musil, ημερολογιογράφος και ο ίδιος, πίστευε πως η λογοτεχνική εκζήτηση σκοτώνει τον αυθορμητισμό και γι’ αυτό αποφαινόταν πως το αληθινό ημερολόγιο «δεν είναι τέχνη. Δεν πρέπει να είναι».

Ποιες ιδιαίτερες πτυχές του πολέμου αναδεικνύονται μέσα από τα ημερολόγια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου;
Ο ενθουσιασμός στο άκουσμα του πολέμου υπήρξε το αποκορύφωμα μιας μακράς περιόδου ιταλικής διεκδικητικότητας και επιθετικότητας, που πλήγωσε το εθνικό φιλότιμο και έκανε την αντίσταση μονόδρομο.

Παρόλ’ αυτά, στα ημερολόγια των Ελλήνων μαχητών δεν εντοπίζεται μίσος, μόνον κατάπληξη για την υποτίμησή τους από τους Ιταλούς και περιφρόνηση για τη βαθιά άγνοιά τους, η οποία αποκαλύπτεται και από τα σημειωματάρια που βρέθηκαν πάνω σε Ιταλούς αιχμαλώτους. Ένας τομέας που φωτίζεται ιδιαίτερα από τα ημερολόγια αφορά τις σχέσεις των φαντάρων με τους αξιωματικούς τους. Ποιοι αξιωματικοί κρίνονταν ως ακατάλληλοι, ποιοι λειτουργούσαν παραδειγματικά στο μέτωπο; Παρουσιάζονται επίσης οι δυσκολίες τωνκρίσιμων πρώτων ημερών στα σύνορα και η μεταβολή του πολέμου από αμυντικό σε επιθετικό, οι σχέσεις των φαντάρων με τον ντόπιο πληθυσμό και η ρουτίνα των μαχητών στη φάση της παγίωσης του μετώπου. Αναδεικνύεται πώς αντιλήφθηκε τον ηρωισμό μια γενιά πολυβασανισμένη και στερημένη και αναφέρονται αχρείες συμπεριφορές, που συνήθως παραλείπονται στην επίσημη ιστοριογραφία. Τέλος, παρουσιάζονται ανάγλυφα οι συνθήκες σύμπτυξης του στρατού, η διαβρωτική δύναμη της φιλογερμανικής προπαγάνδας και η ψυχολογία των μαχητών απέναντι στους

Γερμανούς και τους Βρετανούς. Εντοπίζονται τα στοιχεία εκείνα που συντέλεσαν στη ριζική μεταμόρφωση των «παιδιών» που πολέμησαν στην Πίνδο και στην Αλβανία, και τους έκαναν έτοιμους για το καλύτερο και για το χειρότερο.

Συμφωνούν ως προς το πνεύμα τα εν θερμώ κρατημένα ημερολόγια-σημειωματάρια των μαχητών του ’40 με όσες μαρτυρίες εκδόθηκαν αργότερα;

Στις αναδρομικές αυτοβιογραφικές εκδόσεις για τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο οι προβληματισμοί για τα λάθη και τις παραλείψεις που οδήγησαν ένα αρχικά νικηφόρο πόλεμο στο αδιέξοδο και στο άδοξο τέλος μετατράπηκαν σε βεβαιότητες ότι ο αγώνας προδόθηκε με πράξεις και παραλείψεις της ηγεσίας, που προτεραιοποίησε τις ανάγκες του Βρετανικού στρατού. Οι βεβαιότητες καλλιεργήθηκαν από τον εμφύλιο που ακολούθησε, καθώς και από τη γνώση του ρόλου των Συμμάχων στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.