Συνέντευξη της Κατερίνας Καμπανέλλη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

“…Ο Ιάκωβος Καμπανέλης ήταν πάντα με την πλευρά του αδικημένου. Το έργο του θεωρείται πλέον κλασσικό, γιατί καταγράφει και έχει ζυμωθεί με τα πάθη του λαού μας αλλά και του σύγχρονου ατόμου στην κοινωνία μας…”

ΕΡ.: Ποια ήταν η αφορμή για να εκδοθεί το βιβλίο «Άκουσε τη φωνή μου κι έλα», εκδόσεις Κέδρος;
ΑΠ.: Όταν το 2012 ξεκινήσαμε με τον Θάνο Φωσκαρίνη την καταγραφή του αρχείου του Ιάκωβου Καμπανέλλη, βρήκαμε στα κατάλοιπά του ανέκδοτα θεατρικά έργα, σενάρια κινηματογραφικά, αλλά και ποιήματα. Θεωρήσαμε ότι ήταν πιο εύκολη η διαδικασία συγκέντρωσης, καταγραφής και ταξινόμησης του συνόλου αυτών των ποιημάτων και τραγουδιών – παρά τις δυσκολίες της χρονικής κατάταξης τους, καθώς αρκετά από αυτά ήταν χωρίς χρονολόγηση από τον συγγραφέα. Δυσκολίες χρονικής κατάταξης έχουμε ακόμα για ανέκδοτα θεατρικά, σενάρια , αλλά και δοκίμια, τα οποία εν ευθέτῳχρόνῳ θα εκδοθούν. Ωστόσο, και τα τραγούδια και τα ποιήματα απαίτησαν χρόνους έρευνας, που φαίνεται άλλωστε στις σημειώσεις που υπάρχουν στον τόμο. Ήταν μια επιθυμία μου να συγκεντρωθεί όλο αυτό το υλικό και να εκδοθεί, ώστε το κοινό να γνωρίσει και αυτή την πλευρά του πατέρα μου.

ΕΡ.: Τι περιέχει το βιβλίο για τον Ιάκωβο Καμπανέλλη;
ΑΠ.:Περιέχει όλα τα ευρισκόμενα στο Αρχείο του Ιάκωβου Καμπανέλλη ποιήματα και τραγούδια, τόσο τα γνωστά, όσο και τα ανέκδοτα. Υπάρχουν, ακόμη, κατατοπιστικές σημειώσεις για τους απαιτητικούς αναγνώστες και τους ειδικούς. Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει ένα εκτενές βιογραφικό του Καμπανέλλη, γραμμένο και φροντισμένο από τον Θάνο Φωσκαρίνη με πληροφορίες που του παραχώρησα, το οποίο περιγράφει τη ζωή και το έργο του με πολλά καινούργια στοιχεία που συμβάλλουν στο να τον κατανοήσουν καλύτερα όσοι τον γνώριζαν και να τον γνωρίσουν σωστά όσοι δεν ξέρουν το έργο του. Επίσης, η έκδοση έχει την τιμή να φιλοξενεί τους χαιρετισμούς δύο κορυφαίων συνθετών μας, του Μίκη Θεοδωράκη και του Σταύρου Ξαρχάκου. Τέλος, περιλαμβάνονται κάποια σκίτσα του ίδιου του συγγραφέα από τη δεκαετία του 1960.

ΕΡ.: Έγραψε θεατρικά έργα και το έργο του διακρίθηκε ώστε να θεωρηθεί κλασσικό. Γα ποιους μιλούσε το έργο του;
ΑΠ.: Με το έργο του (πεζογραφικό, θεατρικό, ποιητικό, δοκιμιογραφικό) επικεντρώνεται τόσο στους απλούς ανθρώπους όσο και σε μορφές του ελληνισμού, είτε έχει να κάνει με την ιστορία είτε με τη μυθολογία. Ήταν πάντα με την πλευρά του αδικημένου. Το έργο του θεωρείται πλέον κλασσικό, γιατί καταγράφει και έχει ζυμωθεί με τα πάθη του λαού μας αλλά και του σύγχρονου ατόμου στην κοινωνία μας.

ΕΡ.: Παράλληλα έγραψε στίχους τραγουδιών. Πολλά μελοποιήθηκαν και έγιναν αγαπημένα στους Έλληνες. Μπορεί η μελοποίηση να βοηθήσει ένα στίχο που θα γίνει τραγούδι και να το καθιερώσει;
ΑΠ.: Εξαρτάται από το πόσο ταλαντούχος και ιδιοφυής είναι ο συνθέτης. Κατά τη γνώμη μου, ο στίχος και η μελωδία σε ένα τραγούδι έχουν ίση αξία. Είναι αξιοσημείωτο ότι στίχοι σπουδαίων ποιητών μας (Σεφέρης, Ρίτσος, Γκάτσος) έφτασαν στο στόμα και του τελευταίου Έλληνα με τις μουσικές σημαντικότατων συνθετών μας.

ΕΡ.: Συνεργάστηκε με τους Κούνδουρο, Κουν , Θεοδωράκη,Χατζηδάκη , Ξαρχάκο, δηλαδή με τους ποιοτικότερους σκηνοθέτες και συνθέτες. Γιατί όλοι αυτοί τον εμπιστεύονταν τον σέβονταν τον εκτιμούσαν;
ΑΠ.: Όλοι τους είχαν κοινές αναζητήσεις και το ταλέντο τους συνέδεσε αρμονικά. Όχι μόνο τον εμπιστεύονταν, τον σέβονταν και τον εκτιμούσαν εκείνοι, το ίδιο ένιωθε κι ο Καμπανέλλης γι’ αυτούς. Πίστευαν ο ένας στο ταλέντο του άλλου. Τους ένωνε και μια βαθιά φιλία.

ΕΡ.: Η πορεία του Ιάκωβου Καμπανέλλη ήταν μια μαγική διαδρομή. Για εσάς ποιοι είναι οι κυριότεροι δημιουργικοί σταθμοί της ζωής του;
ΑΠ.: Οι δημιουργικοί σταθμοί της ζωής του ξεκίνησαν από τη στιγμή που αποφάσισε να μετουσιώσει την τραυματική εμπειρία του Μαουτχάουζεν σε τέχνη, να μπορέσει να την ξεπεράσει και να επιβιώσει σωστά. Διότι πολλοί επιζήσαντες των στρατοπέδων είχαν μια άσχημη ζωή μετά από αυτή την οδυνηρή εμπειρία. Να επισημάνω, επίσης, κάθε έργο του υπήρξε σταθμός της δημιουργικής ζωής του, καθώς είναι αποτέλεσμα μια ς μακρόχρονης εσωτερικής διαδικασίας.

ΕΡ.:Έχετε συλλέξει ένα σπουδαίο υλικό και φωτίζετε άγνωστες πλευρές του Καμπανέλλη. Σε ποιους αναγνώστες απευθύνετε ο βιβλίο σας;
ΑΠ.: Το βιβλίο απευθύνεται σε ένα ευρύ κοινό, σε όλους όσους διαβάζουν Ελληνικά και αγαπούν την ελληνική γλώσσα.

ΕΡ. : Τι σημαίνει να μεγαλώνεις με πάτερα τον Ιάκωβο Καμπανέλλη;
ΑΠ.: Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης ήταν ένας απλός, δίκαιος και ευγενής άνθρωπος. Για μένα ήταν πρωτίστως ο μπαμπάς μου. Μεγαλώνοντας με εκείνον και τη μητέρα μου έμαθα τι θα πει καλοσύνη, ευγένεια, μετριοφροσύνη, αγάπη και σεβασμός. Είμαι ευγνώμων που ήμουν κόρη του, που με δίδαξε το πάθος για την Τέχνη και τον Πολιτισμό, την αγάπη για τη χώρα μας και τους ανθρώπους της και τέλος για την ανεκτίμητη κληρονομιά που μου άφησε, το έργο του.

ΕΡ.: Ποια ήταν η ανθρώπινη πλευρά του και τι τον έκανε προσιτό και αγαπητό στους συνανθρώπους του;
ΑΠ.: Το να συμπάσχει με τον άλλον ειλικρινά, το να σέβεται και να εμπιστεύεται τους συνεργάτες του, το να κατανοεί τα προβλήματα των άλλων και να προσφέρει τη βοήθειά του όπου ήταν δυνατό. Είχε διδαχθεί από τη ζωή και τις εμπειρίες του ότι τελικά όλους μας συνδέει μια κοινή μοίρα, γι’ αυτό πρέπει να πορευόμαστε όλοι μαζί, να πιστεύουμε ο ένας τον άλλο. Ήταν ένας σοφός άνθρωπος, που κατάφερε, παρ’ όλες τις δυσκολίες της ζωής του να ζήσει όμορφα, δημιουργικά χρόνια μέσα από την Τέχνη του. Ήταν αγωνιστής, δημοκράτης και σπουδαίος καλλιτέχνης.

Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης (1922-2011) , γεννήθηκε στη Νάξο. Το 1934, η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα και ο Καμπανέλλης αναγκάστηκε να εργάζεται την ημέρα και να σπουδάζει σε μια νυχτερινή Τεχνική Σχολή. Διψασμένος για γνώση, νοίκιαζε βιβλία από τα παλαιοβιβλιοπωλεία και μέχρι να τελειώσει το γυμνάσιο είχε γνωρίσει όλους τους ευρωπαίους κλασικούς. Το 1942 συνελήφθη από τους Γερμανούς και μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως Μαουτχάουζεν. Ήταν ένας από τους ελάχιστους επιζήσαντες, και επέστρεψε το 1945. Την εμπειρία του αυτή την κατέγραψε στο μοναδικό του πεζογράφημα, Μαουτχάουζεν (1963).

Όταν γυρίζει στην Αθήνα, εντυπωσιάζεται από μια παράσταση του Θεάτρου Τέχνης και αποφασίζει να ασχοληθεί με το θέατρο. Το έργο σταθμός στη σταδιοδρομία του θεωρείται Η αυλή των θαυμάτων (1957). Πολύ σημαντική είναι επίσης η δουλειά του ως σεναριογράφου, η οποία άσκησε τεράστια επίδραση στους σύγχρονους και τους μεταγενέστερούς του. Έγραψε τα σενάρια σε πολλές ταινίες σταθμούς του ελληνικού κινηματογράφου («Στέλλα» του Μ. Κακογιάννη, «Δράκος» του Ν. Κούνδουρου, «Η Αρπαγή της Περσεφόνης» του Γ. Γρηγορίου), ενώ σκηνοθέτησε ο ίδιος, σε δικό του σενάριο, την ταινία «Το κανόνι και το αηδόνι», το 1968. Αξιοσημείωτη είναι και η εξαιρετική του επίδοση στη στιχουργία, αφού το «Παραμύθι χωρίς όνομα» (μουσ. Μάνου Χατζιδάκη), το «Μαουτχάουζεν» (μουσ. Μίκη Θεοδωράκη), το «Μεγάλο μας Τσίρκο» (μουσ. Σταύρου Ξαρχάκου) και άλλα σημαντικά έργα της ελληνικής μουσικής φέρουν την υπογραφή του.