Συνέντευξη της Μαρίας Ηλιού στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Κυρία Ηλιού,πέρσι τέτοια περίοδο εκδόθηκε το μυθιστόρημά σας «Μια φιλιά στη Σμύρνη» και βρίσκεται ήδη στην 3η έκδοση. Το κοινό, όμως, σας γνωρίζει κυρίως από τον κινηματογράφο. Έχετε σκηνοθετήσει ταινίες μυθοπλασίας και ιστορικά ντοκιμαντέρ και έχετε γράψει σενάρια. Από πού ξεκίνησε η αγάπη σας για το ραδιόφωνο και τον κινηματογράφο;
Μεγάλωσα μέσα στην ελληνική ραδιοφωνία βοηθώντας τη γιαγιά μου, Αντιγόνη Μεταξά (Θεία Λένα),στις παιδικές της εκπομπές λέγοντας τραγουδάκια και με τον παππού μου, Κώστα Κροντηρά, στο ραδιοφωνικό Θέατρο της Τετάρτης, βοηθώντας τον ηχολήπτη και φτιάχνονταςήχουςστις εκπομπές του. Με θυμάμαι να χτυπάω ένα κουδουνάκι όταν άλλαζε η σκηνή, να κουνάω κλαδιά δέντρου για τον αέρα, να χτυπάω τα χέρια μου σε μια λεκάνη με νερό για τον ήχο της θάλασσας. Ήταν πολύ δημιουργικό το ραδιόφωνο στις αρχές της δεκαετίας του ’50 και άναβε τη φαντασία ενός μικρού παιδιού. Φανταζόμουν σε εικόνες τα παραμύθια που έλεγε η γιαγιά μου και μετά τους έβαζα ήχους, έφτιαχνα ταινίες με τη φαντασία μου χωρίς να ξέρω πώς είναιταινίες. Και στις εκπομπές του παππού μου, κάνοντας ήχους και ακούγοντας τους ηθοποιούς, πρόσθετα εικόνες, φτιάχνοντας πάλι ταινίες με τη φαντασία μου.
Επίσης, διάβαζα μυθιστορήματα από παιδί με μανία από μια σειρά βιβλίων της Αντιγόνης Μεταξά, Η μεγάλη λογοτεχνία για παιδιά. Πανέμορφες εκδόσεις, ΜόμπυΝτικ, Μόγλης, Οι τρεις σωματοφύλακες, Ο χαμένος Θησαυρός, Ο γύρος του κόσμου σε 80 μέρεςκαι τόσα άλλαγινόντουσαν μέσα μου εικόνες.
Και έγινε και κάτι άλλο λίγα χρόνια νωρίτερα. Η αγαπημένη μου θεία Χριστίνα, η αδερφή του παππού μου, ήταν σινεφίλ. Πού τη βρίσκαμε, πού τη χάναμε, ήταν στο Αττικόν να βλέπει ταινίες. Όταν έγινα 3 χρονών, ζήτησε από τη μητέρα μου να με πάρει μαζί της να δω την πρώτη μου ταινία στο Αττικόν. Ήταν η ταινία«Βασίλισσα Χριστίνα» με την Γκρέτα Γκάρμπο. Ο παππούς μου, όταν βγαίναμε απ’ το σπίτι, έβαλε τα γέλια. «Πρόσεξε μην την κάνεις από τώρα σινεφίλ και δείτε για δεύτερη φορά την ταινία!» της είχε πει. Εκείνη τη μέρα όταν τέλειωσε η προβολή, έβαλα τα κλάματα. Δεν ήθελα να φύγω και παρακάλεσα τη θεία μου να ξαναδούμε άλλη μια φορά την ταινία! Τηλεφωνήσαμε στο σπίτι και πήραμε την άδεια. Και βέβαια την ξαναείδαμε, θεία και ανιψιά πανευτυχείς! Αυτό ήταν. Είχα γίνει σινεφίλ και μετά από δυο δεκαετίες κινηματογραφίστρια.
Τα περισσότερα θέματα που έχετε ασχοληθεί έχουν σχέση με την Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας. Για ποιο λόγο υπάρχει αυτή η προτίμηση;
Το θέατρο, η λογοτεχνία, η τέχνη, ο κινηματογράφος και η Ιστορία ήταν μέσα στη ζωή μας της οικογένειάς μου. Ήδη από το δημοτικό βοηθούσα στην αντιγραφή λημμάτων της Εγκυκλοπαίδειας του παιδιού της γιαγιάς μου, και μου άρεσε πολύ να αντιγράφω ιστορικά και μυθολογικά θέματα. Όμως, από πολύ νέα ήθελα να σπουδάσω κινηματογράφο. Οι δικοί μου επέμειναν οι πρώτες σπουδές να ήταν λογοτεχνία και φιλοσοφία (Lettereefilosofia) στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα, όπου μπορούσα να συνδυάσω και κινηματογραφικές σπουδές. Τότε ήμουν πολύ θυμωμένη μαζί τους που δεν με άφησαν κατευθείαν να σπουδάσω σκηνοθεσία στο Centro Sperimentale στη Ρώμη. Τώρα τους ευγνωμονώ. Πρώτα ολοκλήρωσα τις σπουδές μου στο πανεπιστήμιο της Πάντοβα και μετά σπούδασα σκηνοθεσία. Η αγάπη μου για την ιστορία άρχισε να γίνεται πιο ξεκάθαρη όσο εξακολουθούσα να ζω μακριά από την Ελλάδα. Πολλά χρόνια ζωής στην Ιταλία, στην αρχή για σπουδές μετά δουλεύοντας σαν βοηθός σκηνοθέτη με τον Giuseppe και Bernardo Bertolucci στη Ρώμη, το Μιλάνο, την Πάρμα, την Μπολόνια. Ύστερα ήρθαν τα χρόνια στο Παρίσι και στο Μόναχο και τέλος τα χρόνια στη Νέα Υόρκη από το 2004 έως το 2020. Αν και η ζωή στις χώρες αυτές μου έδωσε τη δυνατότητα «να γίνω ο εαυτός μου» και να εξασκήσω το επάγγελμά μου με αξιοπρέπεια, η νοσταλγία με βασάνιζε. Παρακολουθούσα τις εξελίξεις στη Ελλάδα και βλέποντας τα πράγματα από μακριά με ενδιέφερε να συνδυάσω το σινεμά με την Ιστορία όλο και περισσότερο.
Πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής του βιβλίου «Μια φιλιά στη Σμύρνη», εκδόσεις Μίνωας;
Ήδη από το 2004 είχα γράψει το σενάριο μιας ταινίας μεγάλου μήκους με αυτόν τον τίτλο αλλά το σενάριο εκείνο έχει πολύ μικρή σχέση με το μυθιστόρημα. Την περίοδο της πανδημίας δεν μπορούσαμε να κάνουμε γυρίσματα για το καινούριο μας project για την Αθήνα και έτσι έμεινα στο σπίτι μας στη θάλασσα στην Αττική, ένα σπίτι που έφτιαξε ο πατέρας μου ο Ανδρέας, που ήταν Σμυρνιός. Στον κήπο μας, σύμφωνα με την επιθυμία του, ανθίζει μόνο ό,τι άνθιζε στη Σμύρνη. Εκεί ένιωσα την επιθυμία να αρχίζω να ξαναγράφω απ’ την αρχή με τη μορφή του μυθιστορήματος την ιστορία που είχα πρωτοσκεφτεί το 2004 και που όλο άλλαζε μέσα μου. Μάλιστα το 2020, όταν άρχισα να γράφω το μυθιστόρημα, δεν κοίταξα καν το παλιό σενάριο που είχα γράψει στον υπολογιστή και άρχισα να γράφω το μυθιστόρημα στο χέρι. Ένιωσα σαν το ασυνείδητο να κατοικούσε πιο εύκολα στο δάχτυλα.
Μια παρέα παιδιών μεγαλώνει στη Σμύρνη. Τι είναι αυτό που τους ενώνει σε όλη τη ζωή τους;
Οι κοινές αξίες και ας προέρχονται από διαφορετικές θρησκείες και παραδόσεις. Όλοι, η Άννα, ο Ρεσάτ, ο Ισαάκ, η Ρόζα και οι οικογένειές τους, συμμετέχουν σε έναν αστικό κοσμοπολίτικο κόσμο. Πατρίδα όλων είναι η Σμύρνη, ως ένας χώρος αποδοχής του διαφορετικού, ως χώρος χαράς της ζωής και δημιουργικότητας. Η πόλη τους καταστρέφεται με τραγικό τρόπο αλλά οι κοινές αξίες παραμένουν και ας σκορπίζονται σε διαφορετικές πόλεις.
Η Άννα και η Ρόζα, έχουν κοινά χαρακτηριστικά με τη Μαρία;
Η Ρόζα και η Άννα δεν έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Είναι εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες. Η Άννα όμως έχει κάποια κοινά χαρακτηριστικά με τη Μαρία. Και οι δυο είναι παρορμητικές και ξεροκέφαλες. Ακολουθούν δρόμους «lesstraveled» (λιγότερο ταξιδεμένους). Έχουν καλλιτεχνική φύση και διεκδικούν να ασχοληθούν με αυτά που αγαπούν στη ζωή τους, η μία ζωγράφος, η άλλη σκηνοθέτης και μυθιστοριογράφος. Και οι δυο συγκρούονται με τους δικούς τους για να βρουν τον δρόμο τους. Έχουν πιο εύκολες σχέσεις με τη γιαγιά και πιο δύσκολες σχέσεις με τη μητέρα, αν και την αγαπούν πολύ βαθιά. Έχουν χάσει τον σύζυγό τους, ενώ έχουν και από μία κόρη που σπουδάζει (ή σπούδαζε όσο έγραφα το βιβλίο). Και οι δυο έχουν ζήσει στην ίδια γειτονιά της Νέας Υόρκης στο West Village, απέναντι από τον SaintJohninthe Village,απλώς σε άλλη χρονική στιγμή. Αγαπούν τη θάλασσα, τη συναναστροφή με τους ανθρώπους, τα πάρτι, έχουν ζήσει δυνατά, αλλά και έχουν νιώσει «σαν το ψάρι στο νερό» σε πολυπολιτισμικές, κοσμοπολίτικες κοινωνίες.
Μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος μάς περιγράφετε εικόνες της Σμύρνης και αρκετές λεπτομέρειες που μοιάζει σαν να ζούμε σε εκείνη την εποχή. Πώς καταφέρατε να απεικονίσετε το παρελθόν με όμορφο τρόπο;
Είναι οι διηγήσεις του πατέρα μου, Αντρέα, και οι διηγήσεις της θείας Νίτσας από τότε που ήμουν παιδί που έπαιξαν ρόλο. Αλλά το 2014 παρουσιάσαμε ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο «Σμύρνη, Η καταστροφή μιας κοσμοπολίτικης πόλης, 1900-1922» στο Μουσείο Μπενάκη. Η έρευνα για αυτό το ντοκιμαντέρ κράτησε χρόνια. Διάβασα όποιο βιβλίο υπήρχε, συλλέξαμε προσωπικές ιστορίες, διάβασα memoir και αλληλογραφία. Μίλησα με πρώτης, δεύτερης και τρίτης γενιάς Σμυρνιούς, είδα χαμένα φιλμάκια και πάνω από 2.000 φωτογραφίες της καλής εποχής από το 1900 έως τον Αύγουστο του 1922. Οι προσωπικές, οικογενειακές ιστορίες με τις οποίες μεγάλωσα αλλά και η έρευνα για το ντοκιμαντέρ, μου έδωσαν τη δυνατότητα «να δω και να ζήσω τη ζωή στη Σμύρνη» και να τη διηγηθώ. Αλλά νομίζω ότι είναι και κάτι άλλο. Οι Σμυρνιοί έφεραν μαζί τους έναν τρόπο ζωής. Μερικές από τις σκηνές που διηγούμαι στο πρώτο κεφάλαιο, τα παιδικά πάρτι, τα δείπνα, οι γιορτές, η επίσκεψη στη μοδίστρα για τα αποκριάτικα κοστούμια, το καλοκαίρι δίπλα στη θάλασσα, οι χαρταετοί, είναι σκηνές που έζησε ο πατέρας μου στη Σμύρνη σαν παιδί, αλλά και σκηνές που έζησα και εγώ σαν παιδί στην Αθήνα και στην Αττική γιατί οι πρόσφυγες έφεραν μαζί τους έναν τρόπο ζωής, με τον οποίο μεγάλωσαν και τα παιδιά τους. Υπάρχουν, λοιπόν, σκηνές που θα μπορούσε κανείς να τις πει βιωματικές, τουλάχιστον για τα καλά χρόνια.
Όταν το 1919 μπήκε ο ελληνικός στρατός στη Σμύρνη τα πάντα άλλαξαν. Πώς ένιωσαν οι ξένοι από την εγκατάσταση του στρατού στη Σμύρνη;
Δεν τους άρεσε καθόλου. Ή, για να το πούμε πιο σωστά, από τις μαρτυρίες προκύπτει πως είχαν διπλά συναισθήματα. Από τη μια υπήρχε ένα είδος προστασίας από μια χριστιανική κυβέρνηση, από την άλλη, όμως, φοβόντουσαν πολύ τον ελληνικό εθνικισμό που θα μπορούσε να καταλήξει σε μια πολύ πιθανή σύγκρουση του ελληνικού στρατού με την εθνικιστική κυβέρνηση της Άγκυρας του Μουσταφά Κεμάλ.
Μετά από τρία χρόνια το 1922 ήρθε η Καταστροφή. Γιατί μέχρι σήμερα ο ελληνικός λαός αυτό το γεγονός δεν το έχει ξεπεράσει;
Γιατί είναι ένα πολύ μεγάλο συλλογικό τραύμα. Οι Μικρασιάτες έχασαν τα σπίτια τους, τη ζωή τους, τον κόσμο τους, την πατρίδα τους. Σκεφτείτε ακόμα και σήμερα δεν είμαστε σίγουροι για τον αριθμό των νεκρών, που είναι τεράστιος, ενώ οι πρόσφυγες ξεπέρασαν το 1.200.000, όταν οι κάτοικοι της Ελλάδας ήταν 3.000.000! Όλες ή σχεδόν όλες οι ελληνικές οικογένειες έχουν σήμερα κάποια σχέση με τη Σμύρνη ή γενικότερα τη Μικρά Ασία, αν σκεφτεί κανείς τα παιδιά και τα εγγόνια των Μικρασιατών που παντρεύτηκαν Έλληνες.
Το μυθιστόρημα «Μια φιλιά στη Σμύρνη» είναι μια ιστορία ενηλικίωσης όπου οι άνθρωποι μετά τις εφιαλτικές στιγμές του 1922 βρίσκουν τη δύναμη να ζήσουν. Από που άντλησαν αυτή τη δύναμη;
Και εγώ αναρωτιέμαι συχνά όταν σκέφτομαι την ιστορία της οικογένειάς μου και των Μικρασιατών που γνωρίζω, πώς οι άνθρωποι βρήκαν τη δύναμη να ζήσουν. Αλλά ίσως όταν έχεις ζήσει μια γεμάτη όμορφη ζωή, όπως είχαν ζήσει οι περισσότεροι Σμυρνιοί, βρίσκεις τη δύναμη να την ξαναζήσεις. Πολύ δυνατοί άνθρωποι σκέφτομαι, όταν βλέπω τις φωτογραφίες του Σεπτεμβρίου1922 με τις γυναίκες στην Αθήνα σε αντίσκηνα, να χαμογελούν με αισιοδοξία, καλοχτενισμένες, με τους βασιλικούς στις ντενεκεδένιες γλάστρες.
«Μία φιλία στη Σμύρνη», βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Πώς νιώθετε που το μυθιστόρημα βραβεύτηκε ως το καλύτερο μυθιστόρημα της χρονιάς, ή ακόμα πιο σημαντικό, ως το καλύτερο βιβλίο πεζού λόγου για το 2022;
Το βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τον πεζό λόγο ήταν πολύ μεγάλη χαρά, πολύ μεγάλη τιμή για μένα. Πόσο, μάλιστα, όταν οι βραβευθέντες για την ποίηση και το παιδικό βιβλίο στην ίδια βράβευση ήταν ο Τίτος Πατρίκιος και ο Ευγένιος Τριβιζάς που τους θαυμάζω απεριόριστα. Δεν το περίμενα. Είναι το πρώτο μου μυθιστόρημα. Η βράβευση του Μια φιλία στη Σμύρνη μού δίνει αισιοδοξία και κουράγιο για τα επόμενα βιβλία που έχω στο νου μου. Με βοηθάει να πάω πιο βαθιά με τόλμη. «Τέχνη – τύχη – τόλμη» δεν έλεγε ο Ελύτης;