
Συνέντευξη της Χριστίνας Ντουνιά στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Ο Καρυωτάκης διαβάζεται όχι επειδή αυτοκτόνησε, αλλά γιατί είναι μεγάλος ποιητής. Είναι εύκολο να διαπιστώσουμε ότι το ενδιαφέρον για τον Καρυωτάκη αυξάνεται εντυπωσιακά μέσα στον χρόνο: αυτό δείχνουν οι πολλές και ποικίλες εκδόσεις των έργων του.
Γνωρίζουμε ότι στο παρελθόν έχετε βγάλει και άλλα βιβλία για τον Καρυωτάκη. Μπορείτε να μας πείτε από πότε ξεκινά το ενδιαφέρον σας για τον σπουδαίο ποιητή;
Στο βιβλίο μου «Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης» που εκδόθηκε πριν 25 χρόνια, μελετούσα την περιπέτεια της πρόσληψης του Καρυωτάκη, την κριτική του υποδοχή και τα ίχνη του στο έργο σημαντικών ποιητών του εικοστού αιώνα. Η φιλολογική μου ενασχόλησή χρονολογείται από την εποχή που εκπονούσα τη διδακτορική μου διατριβή αλλά η πρώτη επαφή με την ποίησή του με πάει πιο πίσω στα φοιτητικά μου χρόνια, όταν για μας ο ποιητής ήταν το σύμβολο του κατατρεγμένου νέου που η ζωή του φέρθηκε σκληρά. Αργότερα κατάλαβα ότι κυρίως ήταν σπουδαίος ποιητής.
Ποιο ήταν το κίνητρο για να γράψετε το βιβλίο «Το όνειρο και το πάθος, Κ.Γ. Καρυωτάκης», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ;
Η πεποίθηση μου στην διαχρονική αξία του έργου του, το ενδιαφέρον μου για την περίοδο του μεσοπολέμου, αλλά και ο βαθμός οικειότητας που νιώθουν οι σημερινοί νέοι διαβάζοντας την ποίησή του. Έτσι, θέλησα να συμπεριλάβω σε μια νέα έκδοση όσα καινούργια στοιχεία έφερε στο φως η έρευνά μου μετά το 2000. Σε αυτό το βιβλίο ανασκευάζω τις «κατηγορίες» περί φυγής, μισανθρωπίας, παρωχημένης ποιητικής, κοινωνικής δειλίας και ελέγχω κάποιες παραπλανημένες ερμηνείες σχετικά με τον ποιητή και το έργο του που επαναλαμβάνονται ακόμα και σήμερα από εχθρούς και φίλους. Νομίζω ότι στην Ιστορία της Νεοελληνικής λογοτεχνίας το κεφάλαιο Καρυωτάκη θα πρέπει να αναθεωρηθεί και να εμπλουτιστεί.
Γιατί η κριτική τον αντιμετώπισε με δυσπιστία;
Αυτό δεν είναι εντελώς ακριβές. Ορισμένοι κριτικοί, για λόγους ιδεολογικούς, αισθητικούς, ενίοτε και προσωπικούς, τον αντιμετώπισαν με καχυποψία, μην ξεχνάμε ότι οι «Σάτιρές» του έθιγαν κατεστημένες αξίες, καυτηρίαζαν κοινωνικούς ρόλους και συμβάσεις, ονόμαζαν πρόσωπα και πράγματα. Ωστόσο υπήρξαν και κριτικές που αναγνώρισαν έγκαιρα την αξία του. Για παράδειγμα οΚλέων Παράσχος στην κριτική του για τα Ελεγεία και Σάτιρες, τον Ιανουάριο του 1928 διακρίνει τον «προσωπικότατο» «μοντερνισμό» του Καρυωτάκηδηλώνοντας εμφατικά: «μπαίνει όχι μόνο στην εντελώς πρώτη σειρά των ποιητών της γενεάς μας, αλλά και στην πρώτη σειρά όλων εν γένει των σύγχρονων Ελλήνων ποιητών». Βέβαια δέκα χρόνια αργότερα, όταν εκδόθηκαν τα Άπαντά του, ο Κ. Θ. Δημαράς θα είναι εντελώς απορριπτικόςαφού γράφει: «δεν ήταν καν ποιητής». Ήδη διακρίνουμε τους δύο αντίθετους πόλους της κριτικής απέναντι στο φαινόμενο Καρυωτάκη που διατηρούνται σε όλον τον εικοστό αιώνα, χωρίς να λείπουν και κάποιες ενδιάμεσες, συμβιβαστικές απόψεις.
Ποια είναι η σχέση του με τον Καβάφη τον Μπωντλαίρ και τους εκπροσώπων της παρακμής (Ντεκαντάνς);
Στο βιβλίο εξετάζεταιη σχέση του ποιητή με τους συνοδοιπόρους της δεκαετίας του ’20 παράλληλα με την παρουσίαση όψεων της Ντεκαντάνς,ένός δυναμικού κινήματος που αποτέλεσετο πρώτο στάδιο των λογοτεχνικών πρωτοποριών και του μοντερνισμού. Αναδεικνύεται ηβαθιά επαφή του Καρυωτάκη με τους Ε. Α. Πόε, Μπωντλαίρ, Βερλαίν και τους Γάλλους «καταραμένους» τους οποίους δεν ακολούθησε μιμητικά αλλά αξιοποίησε για να βρει τον προσωπικό του δρόμο. Κρίσιμη στάθηκε και η γνωριμία του με τον Κ. Π. Καβάφη, από τον οποίο πήρε μαθήματα εκφραστικής και γλωσσικής ελευθερίας.
Πώς γνώρισε την Μαρία Πολυδούρη και γιατί δεν προχώρησε αυτή η σχέση;
Τον Ιανουάριο του 1922 ο εικοσιπεντάχρονος Καρυωτάκης θα μετατεθεί στη Νομαρχία Αθηνών όπου υπηρετεί ήδη η εικοσάχρονη Μαρία Πολυδούρη, και στα πληκτικά γραφεία τους θα γεννηθεί ένας από τους πιο διάσημους έρωτες της φιλολογικής μας ιστορίας. Παρά το θερμό της ξεκίνημα, η ερωτική αυτή σχέση δεν θα κρατήσει για πολύ.
Πιθανότατα τον Αύγουστο του 1922 ο Καρυωτάκης μαθαίνει ότι έχει προσβληθεί από σύφιλη, νόσημα τότε ανίατο και κοινωνικά στιγματισμένο. Αυτό τον εμποδίζει να παντρευτεί την νεαρή ποιήτρια στην οποία, όπως προκύπτει από την αλληλογραφία τους, αποκαλύπτει την ασθένεια που κρατά μυστική από την οικογένειά του. Η σχέση τους οδηγείται σε αδιέξοδο, αλλά εκείνη -ίσως και εκείνος- δεν παύει ποτέ να τον σκέπτεται. Τα ποιήματα που του αφιερώνει είναι από τα πιο ερωτικά. Πασίγνωστο έχει γίνει το μελοποιημένο «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες…».
Ποιοι είναι οι λόγοι που τον οδήγησαν στην αυτοκτονία ;
Στο τέταρτο μέρος του βιβλίου με τίτλο «Στον μαύρο ήλιο της Μελαγχολίας» εξετάζω την πορεία του ποιητή προς το τέλος. Πέρα από τα όποια προσωπικά αδιέξοδα, η μελαγχολία του ποιητή ανάλογη με το μπωντλαιρικόspleenεκφράζει ένα υπαρξιακό σύμπτωμα της νεωτερικότητας: το υποκείμενο νιώθει αποξενωμένο και αβοήθητο στον κόσμο της αστικής υποκρισίας και της εξουσίας του χρήματος, ο σύγχρονος καλλιτέχνης συντρίβεται στους μηχανισμούς μιας διεφθαρμένης δημόσιας διοίκησης. Ο Καρυωτάκης, Γραμματέας της Ένωσης Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών, παίρνει δυσμενή μετάθεση για την Πρέβεζα και, όπως ξέρουμε από την αποχαιρετιστήρια επιστολή που έγινε γνωστή ολόκληρη στη δεκαετία του 1980, αντιμετωπίζει εκεί μια κατηγορία άδικη και κατασκευασμένη, που ‘όπως φαίνεται απειλεί την τιμή και ίσως την ελευθερία του και η οποία τον οδηγεί στην αυτοκτονία. Τη διασημότερη αυτοκτονία του ελληνικού εικοστού αιώνα.
Γιατί είναι πάντα επίκαιρο το έργο αυτού του σημαντικού ποιητή;
Σήμερα πλέον γνωρίζουμε ότι ο Καρυωτάκης διαβάζεται όχι επειδή αυτοκτόνησε, αλλά γιατί είναι μεγάλος ποιητής.
Είναι εύκολο να διαπιστώσουμε ότι το ενδιαφέρον για τον Καρυωτάκη αυξάνεται εντυπωσιακά μέσα στον χρόνο: αυτό δείχνουν οι πολλές και ποικίλες εκδόσεις των έργων του, οι εικαστικές δημιουργίες, ο εντυπωσιακός αριθμός μελοποιήσεων και οι χιλιάδες διαδικτυακές αναφορές στον ποιητή.
Η εμπειρία ενός κόσμου κατακερματισμένου, δίχως συνεκτικούς δεσμούς, μέσα στον οποίο το άτομο νιώθει αποξενωμένο και αλλοτριωμένο, είναι η προβολή της «μοντέρνας» συνείδησης με τα διλήμματα και τα αδιέξοδά της.
Έτσι, τα ποιήματά του βγαίνουν έξω από το πλαίσιο του μεσοπολέμου, μιλούν για ζητήματα που απασχολούν τους νέους και της δικής μας εποχής.