
Συνέντευξη του Ανδρέα Μήτσου στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Ο Ανδρέας Μήτσου έχει εκδώσει 11 συλλογές διηγημάτων, 8 μυθιστορήματα και 2 νουβέλες.
Έχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το βιβλίο «Τα ανίσχυρα ψεύδη του Ορέστη Χαλκιόπουλου», με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τη συλλογή «Η εξαίσια γυναίκα και τα ψάρια», με το Βραβείο Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών (Ουράνη) για τη συλλογή διηγημάτων «Σφήκες», με το Βραβείο Αναγνωστών (ΕΚΕΒΙ-ΕΡΤ) για τη νουβέλα «Ο Κύριος Επισκοπάκης», με το Βραβείο του περιοδικού Literature, για το μυθιστόρημα «Η Αλεξάνδρα» και με το AthensPrizeforLiteratureτου περιοδικού Δέκατα, για το μυθιστόρημα «Η Παγίδα».
Πώς ξεκινάει η προετοιμασία συγγραφής ενός βιβλίου;
Πρόκειται για μια ασυνείδητη διεργασία, σε μένα τουλάχιστον. Δεν υπάρχει άλλος σχεδιασμός, πέρα από μια απροσδόκητη αφύπνιση θαμμένων, επιχωματωμένων έστω, παλιών ενοχών ή και ακυρωμένων προσδοκιών μου. Αυτές ευθύνονται, αυτές καθορίζουν την επώδυνη γέννα. Τη νέα μου ιστορία.
Ποια ήταν η αφορμή για να εκδοθεί η νουβέλα «Δυο Παράξενα Πλάσματα», (εκδόσεις Καστανιώτη);
Αφορμή μάλλον, η συνειδητοποίηση, για μια ακόμα φορά, πως δεν μπορεί καμιά κοινωνία να ανεχθεί τη συνύπαρξη με κάτι το διαφορετικό, έξω από τα προσωπικά πρότυπα και τα μέτρα του καθενός. Ότι το κάθε ασυνήθιστο πλάσμα αναιρεί, επαπειλεί τη δική μας ταυτότητα, αμφισβητεί την ύπαρξή μας. Διάβασα στην εφημερίδα πως σε κάποιο ακριτικό νησί, οι κάτοικοί του εξόντωναν ομαδικά τις στρουθοκαμήλους, επειδή έπασχαν από «ιογενή ψευδοπανώλη», αρρώστια κολλητική, όπως αυτοί διατείνονταν, για τον άνθρωπο, πράγμα όμως που δεν ισχύει. Τότε κατάλαβα πως γι’ άλλο λόγο τις σκότωναν. Επειδή δεν μπορούσαν να ανεχθούν το αλλόκοτο σουλούπι τους, την ιδιαίτερη μορφή τους. Ταυτίστηκα αθέλητα μαζί με τα παράξενα πουλιά, «ψήλωσε ο νους», αφυπνίστηκαν καταπιεσμένες μνήμες, ή προσδοκίες ακυρωμένες, και βγήκαν έτσι τα «Δυο Παράξενα Πλάσματα».
Ο τίτλος «Δυο Παράξενα Πλάσματα» είναι συμβολικός ή δηλώνει κάτι κυριολεκτικά;
Όλα κυριολεκτικά είναι. Οι συμβολισμοί και οι αναγωγές δεν αφορούν στον συγγραφέα, εναπόκειται στον αναγνώστη πώς θα διαχειριστεί ό,τι βλέπει, «ο καθείς και η ερμηνεία του». Ανάλογα με την ψυχοσύνθεση και την προσληπτική του δυνατότητα, με τις εφεδρείες του στην αγάπη.
Το κείμενο είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο. Γιατί γράφετε με ιστορικές αναδρομές την ιστορία της Ελένης;
Δεν γράφω με κάποιο συνειδητό πλάνο. Η «ιστορία», η αφήγηση, με πάει, με παρασέρνει. Κολυμπώ μαζί της στο ποτάμι, με κίνδυνο να πνιγώ ή να βγω λαχανιασμένος στην απέναντι ακτή. Και να σωθώ, προσωρινά.
Η κεντρική ηρωίδα παρουσιάζεται άλλοτε ανθρώπινη και άλλοτε υπερβατική. Ποιος είναι ο λόγος που ο συγγραφέας ισορροπεί μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας;
Αυτός είναι ο συγγραφέας. Όποιος ισορροπεί μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Σαν τον πελαργό πάνω στον μιναρέ, στα Γιάννενα, που στέκεται στο ένα πόδι και ατενίζει απορημένος τη λίμνη. Αν πετάξει, θα κουραστεί και θα πέσει γρήγορα, εξουθενωμένος. Εάν πατήσει κάτω και με τα δυο πόδια, θα μείνει για πάντα εκεί κολλημένος και ακίνητος.
Η απώλεια της μητέρας, η ορφάνια, η ανάδοχη οικογένεια για την Ελένη. Κατά πόσο η ανάδοχος οικογένεια μπορεί να αντικαταστήσει τους βιολογικούς γονείς;
Δεν το ξέρω. Υποθέτω πως όλα διέπονται από την αγάπη. Αυτή δικαιώνει και αυτή αναδεικνύει τους ρόλους. Τη φοβάμαι, ξέρετε, τη βιολογία.
Παράλληλα, υπάρχει ένας ανεξιχνίαστος φόβος. Πώς μπορεί να αντιδράσει ο άνθρωπος στην ανασφάλεια και την κατάρρευση;
Στη νουβέλα ισχυρίζομαι:Τραγουδώντας. Ο καθένας, πάντως, και τα όπλα του. Άλλος γράφοντας, άλλος ψαρεύοντας μόνος σε μια έρημη παραλία. Αγαπώντας δηλαδή, αποστάζοντας τον πιο αγνό εαυτό του, έτσι στέκεται κανείς, έτσι επιβιώνει.
Μου αρέσει που χρησιμοποιείτε την αλληγορία και την παραβολή. Μήπως αυτή η χρήση γίνεται για να προσδώσετε μία ιδιότυπη αθωότητα στην αφήγηση;
Όχι, δεν σχεδιάζω τίποτα, η κάθε αφήγηση απαιτεί το δικό της τρόπο έκφρα-σης. Αυτόν, για να τον ανακαλύψεις, πρέπει να έχεις πληρώσει τίμημα ακρι-βό. Να έχεις εκτίσει μακροχρόνια ειρκτή για να μπορέσεις να εκμαιεύσεις – αλιεύσεις την ιστορία σου. Πρέπει, όμως, να έχεις αποκτήσει μακροχρόνια εμπειρία στο ψάρεμα.
Είστε λάτρης του διηγήματος και της νουβέλας. Για ποιο λόγο διαλέγετε αυτό το είδος επικοινωνίας με τους αναγνώστες; Είστε ικανοποιημένος με την πορεία σας στα Ελληνικά Γράμματα;
Η κάθε ιστορία αναπτύσσεται αφ’ εαυτής, ερήμην μας. «Είμαστε παιδιά της γραφής μας», όπως λέει ο Παντελής Μπουκάλας. Εμείς, αρκεί να υποταχθού-με για να την ακούσουμε. Όσοι σχεδιάζουν την έκταση και τα είδη, έχουν άλλα κίνητρα, διέπονται από άλλες σκοπιμότητες. Δεν είναι ο «προστάτης», ο νταβατζής της ιστορίας του, ο συγγραφέας. Δεν την εκδίδει. Ο ίδιος εκδίδεται. Τώρα στο ερώτημά σας, αν είμαι ικανοποιημένος για την πορεία μου στα Ελληνικά Γράμματα, σαράντα πέντε χρόνια που υπάρχω ως συγγραφέας, σας λέω πως θα ήθελα να είμαι ικανοποιημένος μόνον από την πορεία προς εαυτόν, μέσα μου. Να συντομεύω τη συνάντηση μαζί του. Αλλά όμως δεν ξέρω πότε τον πλησιάζω και πότε απομακρύνομαι τρομαγμένος από κοντά του. Καμιά άλλη πορεία δεν ψυχανεμίζομαι, αλλά σας γέλασα, νοσταλγώ ακόμα την «Μεγάλη Πορεία», παράλληλα στις όχθες του Χουάι, του Κίτρινου Ποταμού, να πορεύομαι ήσυχα με χιλιάδες άλλους στρατιώτες, πρώην κούληδες, προς έναν τόπο που δεν γνωρίζω. Αυτή η πορεία μαζί τους με γαληνεύει.
Τι θα προτείνατε στους αναγνώστες μας που θα διαβάσουν τη συνέντευξή σας;
Το στίχο του Μιχάλη Κατσαρού: «…. Ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ, αντισταθείτε». Αυτή είναι η λειτουργία, ο σκοπός της γραφής. Η αντίσταση.
