
Συνέντευξη του Βασίλη Τσιαμπούση στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη για την εφημερίδαΕλεύθερος Τύπος
Το γράψιμο για έναν συγγραφέα είναι μια ακατανίκητη έξη, τελειώνοντας κάποιο βιβλίο αρχίζει να σχεδιάζει το επόμενο.
Πώς ξεκινά η προετοιμασία συγγραφής ενός βιβλίου;
Το γράψιμο για έναν συγγραφέα είναι μια ακατανίκητη έξη,τελειώνοντας κάποιο βιβλίο αρχίζει να σχεδιάζει το επόμενο. Προσωπικά, δεν ξεκινώ να γράφω ένα κείμενο έχοντας στο μυαλό μου μια ολοκληρωμένη ιστορία. Αυτό που εσείς ονομάσατε «προετοιμασία», για μένα είναι η γραφήκάποιων εισαγωγώνπου θα στηρίξουν κάτιαπό όσαέχω στο μυαλό μου. Στο τέλος κάποια από αυτά τα κείμεναίσως παρουσιάζει ενδιαφέρον. Τότε αναλαμβάνει τον ρόλο της η μυθοπλασία. Αλλά τις περισσότερες φορές αυτό που επιλέχθηκε, μετά από πολλές ώρες δουλειάς, καταλήγει στο καλάθι των αχρήστων.
Ποιο ήταν το κίνητρο για να γράψετε τη νουβέλα «Χυμευτή αγάπη μου», που εκδόθηκε από την ΕΣΤΙΑ;
Οι πυρήνες των κειμένων μου είναιιστορίες της ζωής μου. Χαρούμενες, κωμικές, θλιβερές, συγκινητικές… Μαθητής του δημοτικού σχολείου είχα μια φίλη, την Π., που σε ηλικία 15 χρονών έκανε δεσμό με έναν φαντάρο. Η Π. έμεινε έγκυος, δεν βρήκε το θάρρος να το φανερώσει στους δικούς της και, εντέλει, αυτοκτόνησε. Εκείνο το γεγονός ήταν κάτι που με σοκάρισε και με συγκίνησε βαθιά.Και ήθελα πάντα να γράψω κάτι με τέτοιο θέμα. Αυτό έγινε στην τελευταία μου νουβέλα, της οποίας η υπόθεση ξετυλίγεται οχτώ χρόνια μετά από μια παρόμοια αυτοκτονία.
Ο τίτλος «Χυμευτή αγάπη μου» είναι συμβολικός ή δηλώνει κάτι κυριολεκτικά;
Χυμευτές εικόνες ονομάζονταν εκείνες που είχανπάνω τους κολλημένα κοσμήματα ή σμαλτώματα. Κάποια στιγμή το «χυμευτή» έφτασε να σημαίνει την πολύ όμορφη γυναίκα. Στο κείμενό μου, όμως, το Χυμευτή είναι κύριο όνομαπου το χρησιμοποίησα με αντιθετικό τρόπο,δηλαδή η ηρωίδα του κειμένου δεν είναι ούτε χυτή ούτε χυμώδης, αλλάκάποιαπου με την πρώτη ματιά δεν σε ελκύει καθόλου.
Θέμα της νουβέλας είναι ο θυελλώδης έρωτας δυο φοιτητών στη Θεσσαλονίκη, τον καιρό της μεταπολίτευσης. Λένε ότι μέσα από δοκιμασίες σφυρηλατείται και γίνεται ισχυρός ένας δεσμός.
Επιτρέψτε μου να το διατυπώσω λίγο διαφορετικά: Το ψυχικό τραύμα που κουβαλά ο Κώστας εξαιτίας της αυτοκτονίας της αδελφής του, και ένα συναίσθημα σωματικής μειονεξίας που βασανίζει τη Χυμευτή, επιτρέπει στους δύο νέους να δεθούν πολύ βαθιά, «να ανθίσει ο έρωτάς τους μέσα από τις ουλές τους». Μια μεγάλη δοκιμασία, όμως, οδηγεί το ζευγάρι στον χωρισμό. Και το δεύτερο μισό του βιβλίου μιλά για την απελπισμένη προσπάθεια του νεαρού να ξανακερδίσει την αγαπημένη του. «Την αγαπώ μέχρι θανάτου», λέει σε ένα σημείο του κειμένου. Και ομολογώντας ότι δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτήν:«Η αγάπη μου γι’ αυτήν… έχει γίνει αλυσίδα στον λαιμό μου».
Ο Κώστας και η Χυμευτήείναι πρωτοετείς φοιτητές στο Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης.Βρισκόμαστε στην καρδιά της Χούντας και οι δύο μεγαλώνουν σε μια κοινωνία με μπόλικα ταμπού.
Το πολιτικό περιβάλλον είναι σκληρό,παρανοϊκό και αλλοπρόσαλλα επικίνδυνο. Και τα κοινωνικά ταμπού μεγάλα. Τα δύο παιδιά, όμως, αισθάνονται ότι ο κόσμος υπάρχει μόνο γι’ αυτά. Για πρώτη φορά αισθάνονται στη ζωή τους τόση ελευθερία και τόσο έντονα συναισθήματα. Λιώνουν ο ένας για τον άλλο. Αλλά ο Κώστας, που εκ χαρακτήροςαρέσκεται να προκαλεί, «υπερβαίνει τα όρια» και μπλέκει σε μια μεγάλη περιπέτεια.Το αποτέλεσμα είναι να χωρίσει με τη Χυμευτή.
Μέσα από την νουβέλα κάνετε αληθινές περιγραφές της Θεσσαλονίκης εκείνης της εποχής.
Ήταν ένα στοίχημα για μένα να περιγράψω τη Θεσσαλονίκη,όπως ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1970, οπότε ήμουν κι εγώ φοιτητής στο Πολυτεχνείο. Στη λογοτεχνία, κάποιες φορές, δημιουργούμε τις λεγόμενες «συνθήκες αληθείας», τεχνική που την εφαρμόζω συχνά. Όταν, λοιπόν,στη «Χυμευτή» μιλώ για την εικόνα των οδών Δαγκλή και Δεσπεραί, για τους κινηματογράφους και τα καφενεία της εποχής, για τα φοιτητικά γεγονότα, όλα είναι,ίσως με κάποια αχρείαστη εμμονή, ακριβέστατα. Για παράδειγμα, όταν λέω ότι την τάδε μέρα πήγαν ο Κώστας και μια φίλη του, η Ελένη, στο Ράδιο Σίτι και είδαν τον «Βιολιστή στη στέγη», ή ότι ο Κώστας στον κινηματογράφο Ανατόλια είδε τον «Δικτάτορα» του Τσάρλι Τσάπλιν, οι κινηματογράφοι έπαιζαν πράγματι αυτά τα έργα. Κι εκεί που γράφω ότι ο Κώστας και ο θυρωρός της πολυκατοικίας του, ο Μιχάλης, πήγαν στην πρωινή συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης και άκουσαν στο πρώτο μέρος Σούμαν και Λιστ και στο δεύτερο την 4η Συμφωνία του Μπετόβεν, τη συγκεκριμένη ημέρα παίχτηκαν αυτά τα μουσικά έργα. Πολλά από τα στοιχεία τα βρήκα στα αρχεία της εφημερίδας «Μακεδονία» και άλλα προέρχονται από τις αναμνήσεις μου. Έτσι, κάποιοι, που ήταν τότε φοιτητές στη Θεσσαλονίκη, θα αισθανθούν σαν να τρέχει η δική μου ιστορία δίπλα τους, σαν να ήταν κι αυτοί εκεί.
Ο Κώστας δείχνει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Τέχνη. Τι ρόλο παίζει στην εξέλιξη της ιστορίας σας αυτή η παράμετρος;
Ο Κώστας ήταν 12 χρονών, όταν αυτοκτόνησε η αδελφή του. Για να αντιμετωπίσουν οι γιατροί την κατάθλιψή του και την έλλειψη επικοινωνίας με τους συνομήλικούς του, πρότειναν στους γονείς του να τον στείλουν στη ζωγραφική, μέσω της οποίας θα μπορούσε να εκφράζεται και να ξεδίνει. Ήταν η θεραπεία του, γι’ αυτό ο Κώστας συνεχώς ζωγραφίζει και γι’ αυτό αποφάσισε να πάει στο Πολυτεχνείο. Από την άλλη, μικρό τον έστελναν οι δικοί του στο Κατηχητικό, όπου είχαν έναν ομαδάρχη που τους μύησε, με τελείως ανορθόδοξο τρόπο, στην κλασική μουσική. Τέλος, η Θεσσαλονίκη στα 1970 ήταν η πόλη του κινηματογράφου. Ο Κώστας, για να διασκεδάσει τη μοναξιά του, πηγαίνει κάθε βράδυ στο σινεμά. « Ήταν το υποκατάστατο της παρέας που δεν είχε ή κάποιας ερωτικής συντρόφου που πολύ θα ήθελε να έχει». Ο Κώστας, λοιπόν,συχνάζει σε εκθέσεις ζωγραφικής και αγοράζει δεκάδες δίσκους μουσικής. Εντέλει, η ενασχόληση με την Τέχνη είναι αυτό που τον κρατά σε ισορροπία. Η Τέχνη και ο έρωτάς του για τη Χυμευτή.
Το τέλος της νουβέλας θα έλεγα ότι ξαφνιάζει ευχάριστα τον αναγνώστη.
Το τέλος που διάλεξα είναι συνεπές με το πνεύμα του κειμένου, που αποδίδεται κι από ένα μότο στις πρώτες σελίδες του βιβλίου (παραφρασμένο απόσπασμα από σημείωμα του Γκούσταφ Μάλερ για τη 2η Συμφωνία του):
Δεν υπάρχει κρίση μετά θάνατον, δεν υπάρχει τιμωρία και ανταμοιβή. Μόνο ένα συναίσθημα συντριπτικής αγάπης που θα φωτίσει την ύπαρξή μας.
