Συνέντευξη του Γιάννη Καλαντζόπουλου στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Πότε παίξατε για πρώτη φορά ως ηθοποιός σε κινηματογραφική ταινία;
Το 1956, στο «Κορίτσι με τα παραμύθια» του Αντρέα Λαμπρινού. Με Αλίκη Βουγιουκλάκη, Αλέκο Αλεξανδράκη, Χριστόφορο Νέζερ, Αντρέα Φιλιππίδη κ.ά.
Σας ονόμασαν το παιδί θαύμα. Για ποιο λόγο;
Για εμπορικούς λόγους. Ο ελληνικός κινηματογράφος περνούσε ακόμα την «οικοτεχνική» του φάση, προσπαθούσε όμως να αντιγράψει τα ξένα πρότυπα -αμερικανικά κυρίως- και χρησιμοποιούσε, όπως μπορούσε, τις συνταγές επιτυχίας των μεγάλων βιομηχανιών του θεάματος. Μια απ’ αυτές ήταν και η ανάδειξη «παιδών-θαυμάτων», όπως η Σίρλεϊ Τεμπλ ή ο Τζάκι Κούγκαν που έκανε «Το Χαμίνι» με τον Τσάρλι Τσάπλιν κ.ά. Πρέπει να σας πω ότι από τότε ήδη το καταλάβαινα αυτό –ότι δηλαδή δεν ήμουνα «παιδί – θαύμα», απλώς ένα χαριτωμένο παιδάκι ήμουνα που δεν ντρεπόταν μπροστά στους μεγάλους, όπως τα άλλα παιδάκια.
Σπουδάσατε όμως και στη δραματική σχολή. Σε τι σας βοήθησε;
Όταν ήμουν 12 χρονών κι έπαιζα στον «Γαλιλαίο» του Μπρεχτ με τον Βασίλη Διαμαντόπουλο, με φώναξε μια μέρα στο καμαρίνι του και μου λέει:
-Δε μου λες, τι θέλεις να γίνεις, όταν μεγαλώσεις; Ηθοποιός ή σταρ;
-Δηλαδή; Τον ρώτησα.
-Ο σταρ είναι κατοστάρης. Ο ηθοποιός είναι Μαραθωνοδρόμος. Διάλεξε!
Εκείνη την ημέρα αποφάσισα ότι θέλω να γίνω ηθοποιός και όχι σταρ. Γι’ αυτό πήγα στη Δραματική Σχολή, αν και θα μπορούσα να μην πάω γιατί όλοι οι θιασάρχες με ήξεραν και θα έβρισκα δουλειά και χωρίς το πτυχίο. Και η Σχολή με βοήθησε σημαντικά. Όχι μόνο να «συστηματοποιήσω» τις γνώσεις που είχα κατακτήσει εμπειρικά μέχρι τότε, αλλά και να τις διευρύνω, να μάθω να τις χρησιμοποιώ σωστά, και πάνω απ’ όλα να νιώσω την αξία του να μοχθείς πνευματικά, να κατακτάς με μελέτη και συνεχή άσκηση τα εκφραστικά σου μέσα.
Παίξατε ρόλους δίπλα στα ιερά τέρατα Κατράκη, Χορν, Διαμαντόπουλο, Μυράτ,
Μινωτή, Παξινού. Πώς είναι να παίζει ένας ηθοποιός δίπλα σε κορυφαίους της τέχνης;
Στάθηκα πράγματι πολύ τυχερός. Από τον καθένα τους είχα την ευκαιρία να «κλέψω» κάτι. Όχι μόνο από την δεξιοτεχνία τους πάνω στην Σκηνή, αλλά κυρίως από την προσωπικότητά τους, από τα στοιχεία του χαρακτήρα τους –θετικά και αρνητικά. Συχνά ο κόσμος έχει μια τάση να «ειδωλοποιεί» τους μεγάλους ηθοποιούς και δεν σκέφτεται ότι άνθρωποι είναι κι αυτοί. Ο καθένας τους παλεύει με τους δαίμονές του, με τα πάθη και τις αδυναμίες του, μέσα σ’ ένα πολύ ανταγωνιστικό περιβάλλον, κι όλα αυτά πρέπει συγχρόνως να τα μετουσιώνει σε Τέχνη.
Ασχοληθήκατε με το παιδικό θέατρο ως ηθοποιός και ως σκηνοθέτης. Πείτε μας λίγα λόγια για αυτήν την περίοδο;
Παίζοντας από πολύ μικρός στο θέατρο για παιδιά, το αγάπησα, γιατί κατάλαβα τη δύναμή του, να μαθαίνει στους αυριανούς ενήλικες τον εαυτό τους, τον κόσμο και τη ζωή με τρόπο ευχάριστο. Έτσι, όταν μεγάλωσα κι έγινα επαγγελματίας ηθοποιός, ένιωσα την ανάγκη να επιστρέψω εκεί απ’ όπου ξεκίνησα. Κατά ευτυχή σύμπτωση, μόλις απολύθηκα από φαντάρος με πήρε στο τηλέφωνο η κόρη του Βασίλη Ρώτα, η ηθοποιός και συγγραφέας Μαρούλα Ρώτα που μαζί με τον μαθητή του πατέρα της, τον Γιώργο Δήμο, είχαν ιδρύσει το 1961 τον πρώτο καθαρά επαγγελματικό θίασο παιδικού θεάτρου, την «Παιδική Αυλαία». Αυτός ο θίασος ανέβαζε έργα με κοινωνικό προσανατολισμό και όχι χαζοχαρούμενα εργάκια με νεράιδες και βασιλόπουλα. Εγώ, ως παιδί, έπαιζα σ’ αυτόν τον θίασο μέχρι που τον σταμάτησε η δικτατορία. Η Μαρούλα Ρώτα λοιπόν και ο Γιώργος Δήμος μου είπαν: «Εμείς μεγαλώσαμε πια, Γιαννάκη. Τώρα πρέπει εσύ να συνεχίσεις το όραμά μας». Το ένιωσα σαν ένα χρέος. Όταν μάλιστα γεννήθηκε η κόρη μου κι έψαχνα να δω πού θα την πηγαίνω, αντιλήφθηκα ότι οι νεράιδες και τα βασιλόπουλα ζούσαν και βασίλευαν και μάλιστα πιο εκμοντερνισμένα, ώστε να αποβλακώνουν πιο αποτελεσματικά τα παιδιά. Αποφάσισα λοιπόν, ότι η δική μου «Παιδική Αυλαία» θα πρέπει ν’ ανεβάζει έργα που να λένε την αλήθεια στα παιδιά. Κι επειδή τέτοια έργα δεν υπήρχαν, έκατσα και τα έγραψα. Δηλαδή όχι ακριβώς «τα έγραψα», άρχισα να διασκευάζω για παιδιά, έργα μεγάλων δημιουργών, του Αριστοφάνη, του Σαίξπηρ, του Λόρκα, του Μπρεχτ, του Μολιέρου… Γιατί από μικρός είχα καταλάβει ότι τα πιο ωραία έργα του παγκόσμιου θεάτρου, στην πραγματικότητα είναι παραμύθια για μεγάλους. Γιατί όχι και για μικρούς;
Γράψατε και θεατρικά έργα. Από πού αντλήσατε αυτή τη δημιουργική δύναμη;
Από την κόρη μου και από το αίσθημα καθήκοντος προς τις επόμενες γενιές, οι οποίες περιμένουν να πάρουν την σκυτάλη που μας έδωσαν εμάς οι προηγούμενες.
Οι τρεις τόμοι έχουν τον τίτλο: «Θέατρο για παιδιά και …έξυπνους μεγάλους»,
εκδόσεις Φίλντισι. Αν και ζούμε σε δύσκολους καιρούς η εκδότρια εξέδωσε τρεις τόμους με τα έργα σας. Πώς νιώθετε για αυτό το γεγονός;
Αισθάνομαι πραγματικά ευγνώμων προς τη Σίσυ Καπλάνη των εκδόσεων «Φίλντισι». Όντως οι καιροί είναι δύσκολοι, γιατί τα τελευταία χρόνια το βιβλίο δέχεται κι αυτό την επίθεση της γενικότερης απο-πνευματοποίησης που επικρατεί. Στην εποχή της ταχύτητας, της εικόνας και του κέρδους πάση θυσία, κάποιοι εκδότες είναι πραγματικά ήρωες.
Αυτοί οι τόμοι μπορούν να βοηθήσουν νέους θιάσους αλλά και σχολεία να ανεβάσουν και να παίξουν τα έργα σας;
Ακριβώς. Αυτοί οι τρεις τόμοι, μαζί με τον 4ο που θα ακολουθήσει, πιστεύω πως είναι χρήσιμα εργαλεία για όσους αγαπούν το θέατρο, τα παιδιά, και το θέατρο για παιδιά. Γιατί εκτός από τα κείμενα των έργων, περιλαμβάνουν φωτογραφικό υλικό από παραστάσεις αλλά και οδηγίες ανεβάσματος στο σχολείο ή στην ερασιτεχνική ομάδα. Οδηγίες σκηνοθετικές, σκηνογραφικές, ενδυματολογικές κλπ. Να επισημάνω εδώ, ότι όλες αυτές οι διασκευές είναι πάντα δωρεάν στη διάθεση των «μερακλήδων» εκπαιδευτικών που θέλουν να τις ανεβάσουν με τους μαθητές τους. Και όλων των ερασιτεχνικών θιάσων που κάνουν θέατρο από αγάπη και όχι σε εμπορική βάση.
Ποια είναι η κατάσταση σήμερα στο παιδικό θέατρο. Εξακολουθούν να το παρακολουθούν τα παιδιά;
Τα παιδιά είναι πάντα πρόθυμα να δουν θέατρο. Την απόφαση όμως ποιο θέατρο θα δουν την παίρνουν όχι τα ίδια αλλά οι γονείς και οι δάσκαλοι. Έτσι, τα τελευταία χρόνια έχει στηθεί ένας πανίσχυρος μηχανισμός επηρεασμού γονιών και δασκάλων, που ξεκινάει από την διαφήμιση και το σταρ-σύστεμ και φτάνει δυστυχώς μέχρι την μίζα. Όλο και πληθαίνουν οι κερδοσκόποι και οι ασυνείδητοι που αντιμετωπίζουν τα παιδιά σαν εύκολη «πελατεία». Οι μισοί απ’ αυτούς τα έχουν φλομώσει στο φανταχτερό και χαζοχαρούμενο «υπερθέαμα» της κακογουστιάς. Οι άλλοι μισοί, σε μια υψηλής αισθητικής τάχα «φόρμα», αδιαφορώντας όμως πλήρως για το περιεχόμενο, την ουσία -δεν θα φοβηθώ να πω: τις αξίες και τα ιδανικά που αυτό το είδος θεάτρου οφείλει να διοχετεύει στο Κοινό του, μέσω βεβαίως της υψηλής αισθητικής, της ψυχαγωγίας και της απόλαυσης. Χρειάζεται προσοχή λοιπόν. Όπως προσέχουμε τι τρώει το παιδί μας και αποφεύγουμε τις ανθυγιεινές τροφές, έτσι πρέπει να προσέχουμε και την τροφή της ψυχής των παιδιών μας.
Τι θα προτείνατε στα παιδιά και στους νέους που τους αγαπούν το θέατρο;
Να το αγαπούν ακόμα πιο βαθιά, ακόμα πιο ουσιαστικά. Γι’ αυτό που είναι κι όχι γι’ αυτό που φαίνεται.