Συνέντευξη του Γιώργου Αρχοντάκη, Προέδρου, του Διοικητικού Συμβουλίου, της Ένωσις Σμυρναίων, στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Συμπληρώνοντας εκατό χρόνια από τη μαύρη επέτειο της καταστροφής θέλουμε να αποτίσουμε φόρο τιμής σε όλους αυτούς που χάθηκαν αλλά και σε αυτούς που ξεριζώθηκαν από τα πάτρια εδάφη.
Ο Γιώργος Αρχοντάκης, γεννήθηκε στη Νίκαια του Πειραιά από γονείς που κατάγονται από την περιφέρεια της Σμύρνης (στο Σιβρισάρι γεννήθηκε ο πατέρας του, στα Θείρα η μητέρα του). Ολοκλήρωσε τις σπουδές του αρχικά στο Φιλολογικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και στη συνέχεια στο Ιστορικό τμήμα της ίδιας Σχολής. Τη διετία 1990 – 1992 παρακολούθησε στο Ιστορικό τμήμα του Πανεπιστημίου Αθηνών μεταπτυχιακές σπουδές με θέμα την Παιδεία στα χρόνια του Ιωάννη Καποδίστρια και στις αρχές της βασιλείας του ΄Οθωνα. Από το Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών απέκτησε το δίπλωμα του Supérieur II (αντίστοιχο με το σημερινό Sorbonne II).Υπηρέτησε ως καθηγητής φιλόλογος επί τρία (3) χρόνια στο Λύκειο Δομοκού Φθιώτιδας και επί τριάντα δύο (32) χρόνια στην Ιωνίδειο Πρότυπο Σχολή Πειραιά, στην οποία τα τελευταία χρόνια της θητείας του διετέλεσε Υποδιευθυντής και Διευθυντής.΄Εχει συγγράψει το δίτομο έργο “Ηροδότου Ιστορίες”, σχολικό βοήθημα για τους μαθητές της Β΄ τάξης του Γυμνασίου (εκδόσεις Ελ. Ρώσση, 2001-2003) και έχει δημοσιεύσει “Λαογραφική Συλλογή εκ της πόλεως Σιβρισαρίου Μ. Ασίας”.

Ερ.: Τι σας ώθησε να εκδώσετε το λεύκωμα «Σμύρνη, Καλλίστη πασών των πόλεων» από τις εκδόσεις Μένανδρος;
Απ: Με τη συμπλήρωση εκατό χρόνων (1922-2022) από την τραγική Καταστροφή του Μικρασιατικού Ελληνισμού, η «Ένωσις Σμυρναίων» με το Λεύκωμά της επιχειρεί να αναδείξει την τεράστια προσφορά των Ελλήνων της Σμύρνης σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, από τα πρώτα βήματα της παρουσίας του ελληνικού στοιχείου στα παράλια της Μικράς Ασίας (από τον 11ο αιώνα π.Χ.) μέχρι και τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού μ.Χ. αιώνα, όταν τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων και οι εγκληματικές επιλογές των Ελλήνων πολιτειακών και πολιτικών παραγόντων οδήγησαν στο Ολοκαύτωμα της Ιωνικής πρωτεύουσας και στην εξόντωση του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Στόχος του Λευκώματός μας είναι να γνωρίσουν οι σύγχρονοι Έλληνες αυτό που αρνούνται (γιατί άραγε;) να προβάλουν οι πνευματικοί και πολιτικοί ταγοί της χώρας μας και το εκπαιδευτικό μας σύστημα, ότι δηλαδή στα μικρασιατικά παράλια δημιουργήθηκε, κάτω από δύσκολες και αντίξοες συνθήκες, ένας μοναδικός πολιτισμός, που είχε τη σφραγίδα του ελληνικού πνεύματος και ανέδειξε τη Σμύρνη ως το σημαντικότερο οικονομικό, πνευματικό και πολιτισμικό κέντρο της Ανατολικής Μεσογείου.

Ερ.: Γιατί ονομάστηκε η Σμύρνη Καλλίστη;
Απ.: Η Σμύρνη, από την αρχαιότητα ήδη, είχε χαρακτηριστεί από τον Παυσανία ως «κόσμος της Ιωνίας» (= στολίδι, κόσμημα της Ιωνίας) και ως «πρώτη της Ασίας κάλλει τε και μεγέθει» (= πρώτη από τις πόλεις της Ασίας στην ομορφιά και στη δύναμη), από τον Φιλόστρατο ως «η καλλίστη των πόλεων οπόσαι υφ’ ηλίω εισίν» (= η πιο όμορφη από όλες τις πόλεις που φωτίζονται από το φως του ήλιου) και από τον Στράβωνα ως «η καλλίστη πασών (των πόλεων)». Οι χαρακτηρισμοί αυτοί τονίζουν τη φυσική ομορφιά και το εύκρατο κλίμα της περιοχής αλλά, ταυτόχρονα, και τη γεωγραφική θέση της, στο μέσο σχεδόν της παραλιακής ζώνης της Μικράς Ασίας, η οποία της επέτρεπε να συνδέει τα οικονομικά κέντρα της Ανατολής με τις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, της πρόσφερε αφθονία αγαθών και πλούτου. Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες ανέδειξαν ακόμη περισσότερο τις φυσικές ομορφιές της και τη στόλισαν με πλήθος εντυπωσιακών δημόσιων κτηρίων, για να ανταμείψουν την αφοσίωσή της στην Κεντρική Εξουσία. Και όταν, από τον 17ο αιώνα και μετά, η πόλη ξαναβρήκε την παλιά δύναμή της, οι Ευρωπαίοι περιηγητές πρόσθεσαν και άλλους χαρακτηρισμούς στο οπλοστάσιό τους και η Σμύρνη χαρακτηρίστηκε ως «μία από τις μεγαλύτερες και ομορφότερες πόλεις του κόσμου» (Τουρνεφόρ, 1702 μ.Χ.), ως «πόλις ομοιάζουσα οάσει πεπολιτισμένη εν μέσω των ερήμων» (= πόλη που μοιάζει με πολιτισμένη όαση ανάμεσα στις ερήμους) Σατωβριάνδος, αρχές 19ου αιώνα, και ως «μικρό Παρίσι της Ανατολής».

Οι αιώνες που ακολούθησαν δικαίωσαν απόλυτα τους επαίνους και τα εγκωμιαστικά σχόλια. Μέσα σε ένα περιβάλλον καταθλιπτικό, στο οποίο βασίλευε η αυταρχική συμπεριφορά του Σουλτάνου και ο θρησκευτικός φανατισμό του ισλάμ, μέσα σε μια Αυτοκρατορία, στην οποία η λογική σκέψη και οι πνευματικές αναζητήσεις θεωρούνταν επικίνδυνοι εχθροί, η Σμύρνη αναδείχτηκε πραγματική όαση «εν τω μέσω της ερήμου». Αξιοποιώντας στο έπακρο τις «Διομολογήσεις», οι Γάλλοι στην αρχή, οι Άγγλοι, οι Ολλανδοί και οι Δανοί στη συνέχεια ανέλαβαν τη διαχείριση του φυσικού πλούτου τού οικονομικά παραπαίοντος Οθωμανικού Κράτους και μετέτρεψαν τη Σμύρνη σε ένα δυναμικό κέντρο εμπορίου, στο οποίο κατέληγαν τα προϊόντα της Ανατολής, ακολουθώντας «τον δρόμο του μεταξιού», και με τα ευρωπαϊκά πλοία μεταφέρονταν στις απαιτητικές ευρωπαϊκές αγορές. Έτσι, η Σμύρνη, με τη δυναμική παρουσία του Ελληνικού στοιχείου, έγινε ο «τόπος συνάντησης των εμπόρων από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα» και η οικονομική δραστηριότητα τής σχεδόν ανεξάρτητης από την Οθωμανική Εξουσία πόλης «δεν καθοριζόταν από τις αποφάσεις της Υψηλής Πύλης στην Κωνσταντινούπολη αλλά από τις αποφάσεις που λαμβάνονταν στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στη Μασσαλία και στο Άμστερνταμ».
Ο «Φραγκομαχαλάς» της Σμύρνης εξελίχθηκε στην καλύτερη συνοικία της πόλης, στην πιο ιδιόρρυθμη και ενδιαφέρουσα συνοικία σε όλο το Λεβάντε. Και η «Ευρωπαϊκή Οδός» αναδείχθηκε ο επισημότερος δρόμος της Σμύρνης, της Σμύρνης των Ελλήνων και των Φράγκων -όχι των Τούρκων. Έτσι, οι Ευρωπαίοι απολάμβαναν τη ζωή στην πόλη και στα κατάφυτα προάστιά της, που δεν θύμιζαν τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά ένα κοσμοπολίτικο ευρωπαϊκό αστικό κέντρο με τις Ορθόδοξες και τις Καθολικές Εκκλησίες, τα ευαγή ιδρύματα, τα εντυπωσιακά ξενοδοχεία και τα club, δηλαδή τις λέσχες, στις οποίες ιδιαίτερη αίσθηση έκαναν οι κοσμικές εκδηλώσεις.

Ερ.: Τι σημαίνει για εσάς η πόλη της Σμύρνης;
Απ.: Πρώτιστα η Σμύρνη είναι για μας η γενέτειρα των παππούδων και των πατέρων μας. Είναι η πόλη που, μέσα στους κόλπους μιας βαθύτατα ισλαμικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, παρέμεινε επί αιώνες η «Γκιαούρ Ιζμίρ», η «Σμύρνη των Απίστων», καθώς, από τις 350.000 των κατοίκων της στα τέλη του 19ου αιώνα, οι 200.000 ήταν Έλληνες, οι 80.000 Τούρκοι και οι υπόλοιποι Αρμένιοι, Εβραίοι και Φραγκολεβαντίνοι. Είναι η πόλη στην οποία το ελληνικό στοιχείο έδωσε τη μάχη του, για να κρατήσει όρθια την εθνική του συνείδηση, αφού από τις αρχές του 19ου αιώνα, του αιώνα των μεγάλων εθνικισμών, οι εθνικιστικές αντιθέσεις ήταν ιδιαίτερα έντονες. Και τα κατάφερε περίφημα. Η ελληνική γλώσσα ήταν κυρίαρχη και με αυτήν επικοινωνούσαν ακόμη και οι Τούρκοι κάτοικοί της. Τα ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα αναδείχθηκαν καθοριστικοί παράγοντες για την κυριαρχία του ελληνικού πνεύματος, ενώ οι ελληνικές εκκλησίες γαλούχησαν στους κόλπους τους την ορθόδοξη πίστη και ύψωσαν στο καμπαναριό τους τον Σταυρό πιο ψηλά και από αυτήν ακόμη την ερυθρά ημισέληνο των τουρκικών τζαμιών. Είναι η πόλη που ανέδειξε τα γράμματα και τις τέχνες και στην οποία κυκλοφόρησαν συνολικά εκατόν τριάντα (130) περίπου εφημερίδες από το 1821 μέχρι το 1922, μέσα σε ένα περιβάλλον ανελεύθερο, το οποίο είχε ως κύριο όπλο του τη λογοκρισία και την απαγόρευση της κυκλοφορίας τους. Είναι η πόλη που καλλιέργησε τον αθλητισμό ως παράγοντα ανάπτυξης του σώματος και του πνεύματος και ως στοιχείο άμιλλας και κοινωνικής και εθνικής ανάτασης.

Είναι η πόλη που ανέδειξε πλήθος προσωπικοτήτων, οι οποίες διακρίθηκαν στον τομέα τους, όχι μόνο στα στενά δικά της πλαίσια, και οι οποίες έγιναν ηγέτες του ελληνικού στοιχείου και το οδήγησαν στα λαμπρά πνευματικά, πολιτικά, πολιτιστικά και οικονομικά κατορθώματά του. Είναι η πόλη-σύμβολο του Μικρασιατικού Ελληνισμού, που προκάλεσε το μίσος των ισχυρών της γης για την καθοριστική πρωταγωνιστική παρουσία της στους κόλπους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γιατί αποτελούσε τεράστιο εμπόδιο στις δικές τους επεκτατικές βλέψεις. Είναι, τελικά, η πόλη-ορόσημο, που έπρεπε να ισοπεδωθεί και να εξαφανιστεί, για να προχωρήσουν εκείνοι «ανενόχλητοι» στην πραγματοποίηση των σχεδίων τους. Αλλά και κατεστραμμένη η Σμύρνη εκδικήθηκε τη βαρβαρότητά τους, γιατί η ανάμνησή της συνεχίζει να τους «προσφέρει» το όνειδος και τη χλεύη για τις απαίσιες και απάνθρωπες επιλογές τους.
Για μας, τους απογόνους εκείνων που κατόρθωσαν να διασωθούν από τη μανία των βαρβάρων και να φθάσουν ζωντανοί στη μητέρα Πατρίδα, η Σμύρνη εξακολουθεί να ζει και να αποτελεί σημείο αναφοράς για τη νεότερη Ιστορία μας. Γιατί οι Σμυρνιοί μαζί με τους άλλους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης, παρά τα τεράστια προβλήματα που αντιμετώπισαν για την επιβίωσή τους στο χειμαζόμενο τότε Ελληνικό Κράτος, πρόσφεραν, με όλες τους τις δυνάμεις, τις γνώσεις τους, την εργατικότητά τους, την εμπειρία τους αλλά και την αγάπη τους για τη ζωή και έδωσαν νέα ώθηση και νέα δυναμική στη μικρή Ελλάδα σε όλους τους τομείς των δραστηριοτήτων τους. Αλλά, σε πείσμα αυτών που την κατέστρεψαν, και στη σύγχρονη Σμύρνη, στην πόλη των πέντε περίπου εκατομμυρίων (5.000.000) κατοίκων, η ελληνική παρουσία δεν έχει χαθεί. Τα σημάδια της παραμένουν τόσο στην ίδια την πόλη όσο και στα πυκνοκατοικημένα πια περίχωρά της. Τα ελληνικά σπίτια με τα χαρακτηριστικά αρχιτεκτονικά στοιχεία τους, που δεν καταστράφηκαν από τη φωτιά, όσα επιβλητικά δημόσια κτίσματα στάθηκαν όρθια, οι συνοικίες που δεν παραδόθηκαν στις φλόγες εξακολουθούν και σήμερα να θυμίζουν στους μεταγενέστερους πως κάποτε, στο όχι πολύ μακρινό παρελθόν, έζησε και μεγαλούργησε εκεί, επί τρεις και πλέον χιλιάδες χρόνια, ένας διαφορετικός λαός, που, έχοντας ως κύριο γνώρισμά του τον σεβασμό στον Άνθρωπο, δημιούργησε έναν σπουδαίο και ανεπανάληπτο πολιτισμό, τον οποίο δεν μπόρεσαν να εξαφανίσουν τα πάθη, τα μίση, οι σφαγές και η πυρκαγιά.

Ερ.: Ποιος είναι οι λόγοι που πέρα από το εμπόριο αναπτύχθηκαν τα γράμματα και γενικότερα η παιδεία στη Σμύρνη;
Απ.: Η παιδεία αποτέλεσε έναν από τους κυριότερους παράγοντες, για τους οποίους οι Έλληνες της Σμύρνης έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Δύο ήταν οι ουσιαστικότεροι λόγοι. Μέσα σε έναν κόσμο αμάθειας και άγνοιας το φως των γραμμάτων ήταν το μόνο που θα μπορούσε να προσφέρει στο ελληνικό στοιχείο τη διάκριση και τη διαφορά. Ο δεύτερος λόγος ήταν κυρίως εθνικός, αφού οι γνώσεις και η πνευματική καλλιέργεια θα πρόσφεραν στους Έλληνες τα όπλα, για να αμυνθούν απέναντι στην προσπάθεια των ευρωπαίων κυρίως οικονομικών παραγόντων να διεισδύσουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και να προωθήσουν τη γλώσσα τους, τη θρησκεία τους και την κουλτούρα τους. Έτσι, από τις αρχές του 18ου αιώνα οι Έλληνες της Σμύρνης δημιούργησαν τα δικά τους σχολεία, για να κυριαρχήσουν στη συνέχεια και να αναδείξουν τα εκπαιδευτήριά τους ως τα σημαντικότερα όχι μόνο στη Σμύρνη αλλά και σε ολόκληρη την Εγγύς και τη Μέση Ανατολή. Το σχολείο που μέχρι την Καταστροφή διατήρησε το κύρος του και τη φήμη του ήταν η Ευαγγελική Σχολή, που συνδέθηκε με την παράδοση και τις αξίες του Ελληνισμού. Δίπλα της λειτούργησαν πλήθος ακόμη κοινοτικών και ιδιωτικών σχολείων. Αναφορά επιβάλλεται να γίνει στο Φιλολογικό Γυμνάσιο, στο οποίο λαμπροί πνευματικοί άνθρωποι προσπάθησαν να μεταφέρουν τα μηνύματα του Ευρωπαϊκού και του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και να προωθήσουν, έστω και για μικρό χρονικό διάστημα, τα μαθήματα που πρόβαλλαν τις σύγχρονες για την εποχή κατακτήσεις της Γνώσης. Ιδιαίτερη μνεία πάντως οφείλεται και στα δύο σημαντικότερα Παρθεναγωγεία της Σμύρνης, στο κοινοτικό «Κεντρικό Παρθεναγωγείο της Αγίας Φωτεινής» και στο ιδιωτικό «Ομήρειο Παρθεναγωγείο», τα οποία πρόσφεραν τη γνώση στον γυναικείο πληθυσμό της Σμύρνης και ανέδειξαν λαμπρές παιδαγωγούς, που, με το ήθος και το κύρος τους, σημάδεψαν την εκπαιδευτική ζωή των Σμυρναίων.

Ερ.: Πέρα όμως από τις σχολές σημαντική υπήρξε και η ίδρυση του Πανεπιστημίου Σμύρνης. Μπορείτε να μας πείτε λίγα λόγια για το Πανεπιστήμιο;

Απ.: Μετά από εισήγηση του Κωνσταντίνου Καραθεοδωρή, ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος αποφάσισε το 1919 να δημιουργήσει στη Σμύρνη το δεύτερο Ελληνικό Πανεπιστήμιο (το πρώτο λειτουργούσε ήδη στην Αθήνα από το 1837). Έγιναν όλες οι ενέργειες, ώστε να λειτουργήσει κατά τρόπον άψογο το Πανεπιστήμιο της Σμύρνης από τον Σεπτέμβριο του 1922 με πολλές Σχολές και τμήματα Σχολών, που εξέφραζαν τις εκπαιδευτικές αντιλήψεις της εποχής και τις πολύπλευρες ανάγκες των κατοίκων της. Δυστυχώς, το Πανεπιστήμιο δεν λειτούργησε ποτέ, αφού τον Σεπτέμβριο του 1922 την καθορισμένη έναρξη των μαθημάτων πρόλαβε η φωτιά και, η επίσης προγραμματισμένη, Καταστροφή.