Συνέντευξη του Δημήτρη Κωστόπουλου στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
“…Δεν ξέρω αν τα κατάφερα, περιμένω τις αντιδράσεις
κριτικών και αναγνωστών. Αυτοί αποφασίζουν και
τελικά είτε μας αρέσει είτε όχι, η γνώμη τους μετράει…”
ΕΡ.: Πως ξεκινάει η ιδέα της συγγραφής ενός νέου βιβλίου ;
ΑΠ.: Θα έλεγα ότι το περιγράφει καλύτερα και συμφωνώ μαζί του, ο Νόρμαν Μέιλερ που λίγο πριν πεθάνει είχε πεί σε μια συνέντευξη του: “Κάπου εκεί έξω βρίσκεται ένα μυστηριώδες βουνό που ονομάζεται πραγματικότητα. Εμείς οι μυθιστοριογράφοι πάντα προσπαθούμε να το σκαρφαλώσουμε. Είμαστε ορειβάτες και το ερώτημα είναι με ποιόν τρόπο του επιτίθεσαι”
ΕΡ.: Κατά πόσο το θέμα ενός βιβλίου θα παίξει ρόλο στην επιτυχία του βιβλίου και θα ενδιαφέρει το αναγνωστικό κοινό;
ΑΠ.: Για κάθε θέμα υπάρχει ένα αναγνωστικό κοινό το οποίο ενδιαφέρεται γι αυτό. Η επιτυχία όπως νομίζω ότι εξαρτάται από τον τρόπο που σκαρφαλώνεις αυτό το βουνό. Η τέχνη της αφήγησης που νομοτελειακά οδηγεί και στην απόλαυση της ανάγνωσης. Για να μην ξεχνάμε ότι και η όπερα, το κατεξοχήν μελόδραμα , δεν είναι παρά συνηθισμένες ιστορίες στα όρια του παραμυθιού που η μουσική και οι θείες φωνές την κάνουν διαχρονικά συναρπαστική. Ίσως γι αυτό και περιγράφω την ιστορία μου στο εξώφυλλο ως “μελόδραμα”. Το πιο επικίνδυνο είδος τέχνης και αφήγησης, σχοινοβασία κανονική, λίγο να ξεφύγεις, παραμονεύει ο κίνδυνος να γλιστρήσεις στην φτήνια του ‘μελό’
Πως ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής του μυθιστορήματος “Η Κιμωλία” ;
ΑΠ.: Η κεντρική ιδέα είναι ότι σε ένα μικρό νησί όπως η Λέρος, μπορεί να αποτυπωθεί η ιστορία ενός ολόκληρου αιώνα. Από το 1912 που αρχίζει η περίοδος της Ιταλοκρατίας έως το δύσκολο καλοκαίρι – με το δημοψήφισμα και το προσφυγικό- του 1915. Η μικροϊστορία ως καθρέφτης των μεγάλων αφηγήσεων και γεγονότων. Αλλά και επειδή -όπως είχε γράψει κάποτε ο Τζακ Λόντον -πρέπει να γράφουμε για πράγματα που ξέρουμε καλά, ίσως αυτό το μυθιστόρημα να είναι η λογοτεχνική έκφραση του διδακτορικού μου, που είχε ως θέμα την αλλαγή του χώρου στα Δωδεκάνησα και την Λέρο ειδικότερα, στην περίοδο της Ιταλοκρατίας. Επίσης να επισημάνω το γεγονός, ότι τα τελευταία χρόνια περνάω το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου στη Λέρο.
ΕΡ.: Ο τίτλος είναι συμβολικός ή δηλώνει κάτι κυριολεκτικά;
ΑΠ.: Ένα πρώτο ερέθισμα για τον τίτλο ήταν μια ρήση του Αλμπέρτο Μοράβια στον “Κομφορμίστα” του, με αναφορά στον φασισμό “Τελικά δεν ήταν μπρούντζος αλλά κιμωλία”. Στην δική μου περίπτωση, όπως αποκαλύπτεται από το πρώτο κεφάλαιο, είναι η ιδέα ότι και η ίδια η ανθρώπινη ύπαρξη μοιάζει με μια κιμωλία. Λεία , ευθυτενής και στιλπνή στην αρχή που αφήνει τα ίχνη της, μικρά ή μεγάλα στον μαυροπίνακα της ζωής. Στο τέλος όμως όλα σκόνη. Βέβαια στην ροή της αφήγησης ένας από τους ήρωες, μου προέκυψε εκπαιδευτικός, οπότε και αυτοί που θα συνδυάσουν τον τίτλο με την σχολική κιμωλία δεν θα απογοητευτούν.
ΕΡ.: Στις 18 Απριλίου 1938 ένας ψαράς επιτίθεται και τραυματίζει τον υπολοχαγό Σαλβατόρε Μπονάνο. Τι κρύβεται πίσω από αυτό το γεγονός;
Πάντα σε ένα μυθιστόρημα χρειάζεται μια καλή ιστορία για τις ανάγκες της αφήγησης. Η πρωτοτυπία ίσως στην “Κιμωλία” είναι ότι αυτός ο ανεξήγητος φόνος που θα καταστρέψει αλλά και θα αλλάξει ζωές, θα παραμείνει ανεξήγητος για τους πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας. Όμως επειδή κατά την γνώμη μου αντίθετα από την ζωή , στην μυθοπλασία πρέπει να βγάζεις νόημα, την απάντηση θα την πάρουν μόνο οι αναγνώστες του βιβλίου. Φυσικά θα μου επιτρέψετε να μην αποκαλύψω το τέλος.
ΕΡ.: Η ιστορία του μυθιστορήματος μας ταξιδεύει στο νησί Λέρος. Δυο πόλεμοι ένας Εμφύλιος, το Ψυχιατρείο και τώρα οι πρόσφυγες. Πως καταφέρατε με δεξιοτεχνία να απεικονίσετε την ιστορία ενός δύσκολου αιώνα;
ΑΠ.: Καταρχήν δεν ξέρω αν τα κατάφερα, περιμένω τις αντιδράσεις κριτικών και αναγνωστών. Αυτοί αποφασίζουν και τελικά είτε μας αρέσει είτε όχι, η γνώμη τους μετράει.
ΕΡ.: Στο μυθιστόρημα γράφετε για την ζωή που φεύγει ακολουθώντας την ροή του χρόνου. οι δύσκολες συνθήκες στη ζωή αναπτύσσουν αλληλεγγύη για τους συνανθρώπους μας;
ΑΠ.: Ως απάντηση, θα σας παραπέμψω σε ένα μικρό απόσπασμα από το ίδιο το μυθιστόρημα “ Γιατί ο άνθρωπος είναι πολλοί. Ο ίδιος άνθρωπος δερνει, δέρνεται και περιθάλπει. Έτρεχε με νερά και ρούχα να βοηθήσει η κυρά Μαρία η γειτόνισσα του Σωτήρη και ο άντρας της χρέωνε τις διαδρομές στο ταξί του με το κεφάλι. Καινούργια τιμολόγια, πέντε ευρώ για φόρτιση κινητού.” Το φαρμάκι που γίνεται φάρμακο και πάλι το ακριβώς αντίθετο. Η ανθρώπινη κατάσταση όπως πραγματικά είναι, νομίζω ότι χαρακτηρίζει όλα τα βιβλία μου, δοκίμια και μυθοπλασίες.
ΕΡ.: Έχετε κάνει μια διαδρομή δεκαετιών στη συγγραφή. Είσαστε ικανοποιημένος από αυτήν την πορεία στα ελληνικά Γράμματα;
ΑΠ.: Αν συμπεριλάβουμε και τα πολυάριθμα κείμενα σε εφημερίδες και περιοδικά και αν καταφέρω τελικά να ολοκληρώσω με επιτυχία μια τριλογία, πρώτο μέρος της οποίας είναι “Η Κιμωλία”, τότε ίσως να έχω αφήσει και εγώ ένα μικρό ίχνος σε αυτό που περιγράφεται ως Ελληνικά Γράμματα.
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Δημήτρης Κωστόπουλος γεννήθηκε στο Περιστέρι και εργάστηκε ως καθηγητής στην Μ Ε. Άλλα βιβλία του είναι η ποιητική συλλογή “Τα Δίπροκα” εκδ. “Δίπτυχο” 1991, “Βαλκάνια: Η Οικογεωγραφία της Οργής” εκδ. “Στοχαστής” 1994, “Ο Νταβέλης στο Σικάγο: το Γουέστερν της Ανάπτυξης” εκδ. “Ευώνυμος” 2005 και η συλλογή διηγημάτων “Ο Φονέας και ο φονιάς” εκδ. “Κέδρος” 2015. Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδ.“Αλεξάνδρεια” το μυθιστόρημα του “Η Κιμωλία” .