
Συνέντευξη του Δημοσθένη Κούρτοβικ στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Πώς ξεκινά ο προγραμματισμός και σχεδιασμός ενός βιβλίου;
Με σημείο εκκίνησης ένα ερέθισμα, ο συγγραφέας σχηματίζει σε αδρές γραμμές στο μυαλό του μια ιστορία που θα διερευνά αυτό το ερέθισμα και ίσως θα του δίνει προεκτάσεις. Κρατάει έπειτα σημειώσεις για διάφορες λεπτομέρειες που σκέφτηκε να βάλει στην ιστορία. Στη συνέχεια πρέπει να αποφασίσει σε ποιον τόνο, σε πιο κλειδί όπως λένε στη μουσική,θα διηγηθεί την ιστορία του. Αυτό το κομμάτι είναι το πιο δύσκολο, γιατί ανάλογα με τον τόνο η ιστορία θα πάρει τη μια ή την άλλη νοηματική απόχρωση ή και πολλές μαζί. Ακολουθεί η συγγραφή, στη διάρκεια της οποίας έρχονται στον συγγραφέα πρόσθετες ιδέες που, μαζί με τις αρχικές σημειώσεις, γεμίζουν σιγά σιγά τον σκελετό της ιστορίας του, του δίνουν σάρκα και νεύρο. Στη διάρκεια της συγγραφής, που μπορεί να πάρει πολύ χρόνο, γίνεται κάθε τόσοεπεξεργασία όσων έχουν ήδη γραφτεί και στο τέλος έρχεται η συνολική επεξεργασία, που μπορεί να επαναληφθεί πολλές φορές. Μιλάω βέβαια για συγγραφείς που τους απασχολεί σε βάθος αυτό που γράφουν και δεν «ξεπετούν» το ένα βιβλίο μετά το άλλο για λόγους εμπορικούς ή για να μείνουν στον αφρό της δημοσιότητας.
Τι σας ώθησε να γράψετε το μυθιστόρημα «Ο ήχος της σιωπής της», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ;
Ο θάνατος της μητέρας μου πριν από εννιά χρόνια. Η μητέρα μου ήταν μια πολύ ξεχωριστή, από πολλές απόψεις αξιοθαύμαστη γυναίκα.Αλλά είχα μαζί της μια σχέση δύσκολη, γεμάτη εντάσεις και αντιφάσεις, γιατί ο χαρακτήρας μου διέφερε πολύ από τον δικό της.
Ο τίτλος «Ο ήχος της σιωπής της» είναι συμβολικός ή δηλώνει κάτι κυριολεκτικά;
Η μητέρα μου δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου για τον εαυτό της, αλλά υποψιαζόμουν πως φύλαγε πολλά μυστικά της εσωτερικής ζωής της. Αυτά τα μυστικά ξεκίνησα να ανιχνεύω μετά τον θάνατό της και ήταν σαν η σιωπή της να έβγαζε εκ των υστέρων έναν ήχο, σαν να μιλούσε η νεκρή με διάφορα σημάδια.
Το μυθιστόρημα αναφέρεται στη μάνα και σε διάφορες εποχές της ζωής της. Γιατί η μάνα θεωρείται ιερό πρόσωπο;
Μα, είναι αυτή που μας φέρνει στη ζωή, αυτή που μας μεγαλώνει και πολλές φορές μάς ξέρει καλύτερα από όσο ξέρουμε εμείς τον εαυτό μας.
Μου αρέσει το ταξίδι που κάνετε στις συνοικίες της Αθήνας. Γιατί αυτό το ταξίδι εξακολουθεί να μας γοητεύει;
Η Αθήνα της εποχής μου ήταν πολύ διαφορετική από τη σημερινή, όπως και οι άνθρωποί της. Δεν λέω ότι η ζωή ήταν καλύτερη τότε, κάθε άλλο. Χάθηκαν όμως στην πορεία πολλά πράγματα που έδιναν στις γειτονιές της πόλης πιο ανθρώπινο χαρακτήρα, παρά τις σκληρές συνθήκες. Οι άνθρωποι ήταν τότε πιο κοντά ο ένας στον άλλο, σαν μια μεγάλη οικογένεια, με τις έριδες βεβαίως και τις αντιπαλότητες που υπάρχουν σε κάθε τέτοια οικογένεια, αλλά και με την αλληλεγγύη, τη συμπόνια. Αυτό τους έδινε ένα αίσθημα ασφάλειας, που εξισορροπούσε κάπως τις αντίξοες συνθήκες, τη φτώχεια, τη στέρηση. Το αίσθημα αυτό μας λείπει σήμερα.
Τι έχει αλλάξει από εκείνη την εποχή;
To είπα μόλις πριν. Έχει χαθεί αυτό το δέσιμο των ανθρώπων μεταξύ τους. Επίσης έχει χαθεί η ελπίδα. Εκείνα τα χρόνια οι άνθρωποι πάλευαν για να επιβιώσουν, όπως είπες, αλλά είχαν εμπιστοσύνη στο μέλλον, πίστευαν ότι η ζωή των ίδιων και της χώρας τους θα γινόταν καλύτερη χάρη στους αγώνες τους, τους ατομικούς όσο και τους συλλογικούς.
Εντύπωση μου έκανε ο ήρωας του βιβλίου που του άρεσε το διάβασμα και αγόραζε βιβλία. Από που έπαιρνε αυτή την δύναμη σε μια κοινωνία που δεν διάβαζε ούτε εφημερίδα;
Στη δική μου οικογένεια διάβαζαν πάντα. Μεγάλωσα ανάμεσα σε βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά.
Η μάνα του βιβλίου είναι μια γυναίκα πλασμένη με αξιοπρέπεια, σεβασμό, αγάπη και γνωρίζει να κρατά αποστάσεις.
Από που έπαιρνε αυτή η γενιά αυτά τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και είχε κοινωνική μόρφωση;
Δεν μπορώ να απαντήσω γενικά, γιατί η μητέρα μου ήταν, όπως είπα, μια ξεχωριστή γυναίκα, που διέφερε πολύ από την πλειονότητα των γυναικών της εποχής της στην Ελλάδα. Η ζωή της είχε δραματικές μεταπτώσεις, γνώρισε μεγαλεία, αλλά και μεγάλη φτώχεια, ήταν μορφωμένη και ταλαντούχα, αλλά, λόγω των περιστάσεων, δεν είχε την ευκαιρία να «επενδύσει» τα προσόντα της σε κάποιο επάγγελμα αντάξιό της. Χήρεψε πολύ νέα, αλλά παρότι ήταν πανέμορφη και οι άνδρες τη ζητούσαν δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ. Είχε πολύ δυνατό χαρακτήρα, έκανε πάντα το δικό της και έμαθε στα παιδιά της να κάνουν και τα ίδια αυτό που θεωρούν σωστό, κι ας έχουν απέναντί τους όλο τον κόσμο. Αλλά, παρόλο που ζούσε ανάμεσα σε ταπεινούς ανθρώπους, δεν τους περιφρονούσε, δεν τους κρατούσε σε απόσταση, ήταν καταδεκτική και γενναιόδωρη, γι’ αυτό ενέπνεε σε όσους τη γνώριζαν σεβασμό και θαυμασμό. Αλλά, όπως είπα, κρατούσε για τον εαυτό της τα συναισθήματά της και δεν μπορούσες να καταλάβεις τι γινόταν στα βάθη της ψυχής της. Κάτι φαινόταν όμως να αποζητάει, και αυτό το κάτι θέλησα να ξεκλειδώσω με το μυθιστόρημά μου.
Κατά πόσο τα βιώματα και οι εμπειρίες βοηθούν ένα συγγραφέα να γράψει ένα βιβλίο;
Δεν γνωρίζω καμία περίπτωση συγγραφέα που δεν άντλησε από τα βιώματα και τις εμπειρίες του. Ούτε είναι δυνατόν να γίνει κάτι τέτοιο, ακόμα και για συγγραφείς που υπηρετούν τη λογοτεχνία του φαντασιακού. Το ζήτημα είναι πώς τα επεξεργάζεται ο συγγραφέας, πόσο βάθος τους δίνει και αν τα συνδέει με ανησυχίες που αφορούν και άλλους ανθρώπους.