
Συνέντευξη του Θωμά Κοροβίνη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Ο Θωμάς Κοροβίνης είναι συγγραφέας, στιχουργός. Στην συνέντευξη αποκαλύπτει τα μυστικά της τέχνης του εξομολογώντας ότι προσπαθεί να διατηρήσει τα επιβιώματα αυτής της ρωμαλέας και πάμπλουτης ελληνικής γλώσσας με τις ιδιομορφίες και τα ιδιώματά της, που χάνεται.
Πώς αρχίζει η προετοιμασία ενός βιβλίου;
Αναλόγως. Αν είναι έρευνα ή μελέτη, απαιτεί προετοιμασία χρονοβόρα, και ψυχοφθόρα, θα έλεγα, μέχρι εξαντλήσεως. Στη λογοτεχνία έχεις την αγωνία σου, θέλει στρώσιμο, και πολλά χέρια στην επεξεργασία αλλά το διασκεδάζεις κιόλας. Δυνατή σύλληψη χρειάζεται, γερά θεμέλια, όχι βιασύνη, και έρωτα θανατηφόρο με το θέμα σου και τους ήρωές σου.
Ποια ήταν η αφορμή για να εκδοθεί το βιβλίο «Σταυροί στο ακροθαλάσσι», εκδόσεις ΑΓΡΑ;
Για χρόνια είχε καλλιεργηθεί μέσα μου και ήρθε η ώρα να ωριμάσει η ιδέα να γράψω ένα βιβλίο με κεντρικό άξονα αναφοράς την ιστορία ζωής του αδικοθανατισμένου θείου μου, μια απότιση φόρου τιμής στην γενεαλογία μου αλλά και στις άγνωστες συνθήκες κοινωνικού ζόφου και ξεκληρίσματος οικογενειών από νάρκες που άφησε πίσω της η γερμανική Κατοχή. Η εκ μητρός γιαγιά μου, Ελπινίκη, μια πολύ δυνατή προσωπικότητα που με σφράγισε, σοφή και δίκαιη, με απίστευτη αντοχή απέναντι στα χτυπήματα της μοίρας της και πλούσια κοινωνική πείρα, από τη γέννησή της στο ΛουλέΜπουργάζ της Ανατολικής Θράκης, την μετεγκατάστασή της εδώ ως προσφυγίνα, μέχρι το τέλος της, είναι η πρωταγωνίστρια και η αφηγήτρια του βιβλίου.
Ο τίτλος «Σταυροί στο ακροθαλάσσι» είναι συμβολικός ή δηλώνει κάτι κυριολεκτικά;
Κυριολεξία απόλυτη, Εκεί, στις άκρες του γιαλού, έστηναν οι συγγενείς ένα ταπεινό μνήμα με ξύλινο ή τσιμεντένιο σταυρό με το ονοματεπώνυμο και την ημερομηνία θανάτου του παλικαριού που τινάχτηκε από εξόρυξη νάρκης με ένα κοτετσόσυρμα τριγύρω. Όλα τα ακρογιάλια της χερσονήσου της Κασσάνδρας ήταν πικροστολισμένα με τέτοια πρόχειρα μνημούρια από απομεινάρια νεανικών κορμιών που είχαν την απερισκεψία να σκαλίζουν νάρκες με σκοπό να εκμεταλλευτούν το μολύβι τους για ψάρεμα.
Γιατί ως υπότιτλο κάτω από τον τίτλο του βιβλίου γράφεται τη λέξη αφήγημα;
Τον χαρακτηρισμό αφήγημα τον δανείζομαι από τον Ιωάννου μα κατ’ ουσίαν κάθε μορφή πεζού συνιστά μια μορφή αφηγήματος. Η νουβέλα είναι αφηγηματικό είδος, όπως και το μυθιστόρημα και το διήγημα άλλωστε. Μα εδώ πρόκειται για μυθιστόρημα σε διαλογική μορφή και παράλληλα για μια πρωτότυπη μαρτυρία.
Πότε συνέβησαν όλα αυτά και πως σας συλλέξατε όλες αυτές τις συζητήσεις;
Όλα συνέβησαν το 1975, συζητήσεις ανάμεσα σε εγγονό και γιαγιά, καθ’ όλη την διάρκεια του έτους, με στόχο να εκμαιεύσω όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία για το φρικτό θανατικό του γιού της, παράλληλα όμως κέρδισα απ’ την αφήγησή της σε πολλά επίπεδα εμπειρίας και γνώσης.
Η γιαγιά Ελπινίκη μοιάζει σαν να είναι ο άνθρωπος που συνδέει το παρελθόν με το παρόν. Θα την χαρακτηρίζατε μια πρεσβεύτρια των θρακιώτικων παραδόσεων;
Χωρίς υπερβολή η Ελπινίκη εκπροσωπεί, επιτομικά θα έλεγα, την χαρακτηροδομή των προσφύγων πρώτης γενεάς, με το απαζάρευτο ήθος, και πρεσβεύει τον παραδοσιακό κόσμο της Ανατολικής Θράκης με περηφάνια.
Ποιες ήταν οι δυσκολίες εκείνης της εποχής;
Μια Ελλάδα της παραμελημένης μετεμφυλιακής επαρχίας, χωρίς συγκοινωνίες, έλλειψη γιατρικών και γιατρών, νοοτροπικά κλειστής, αφημένης περίπου στο έλεος, που απαιτούσε δυναμισμό, μάχη σκληρή της βιοπάλης, παλικαριά από γυναίκες και άντρες για να αντεπεξέλθουνστις συνθήκες. Προπαντός στις αγροτικές κοινωνίες της υπαίθρου. Το σπουδαίο όμως είναι ότι μέσα σ’ εκείνη την ένδεια ζήσαμε ανθρωπινότερα από σήμερα, όχι από ανέσεις αλλά από ενέσεις αγάπης και συμπόνοιας.
Το παιδί της γιαγιάς Ελπινίκης χάθηκε από νάρκη. Γιατί εκείνη η περιοχή ήταν ναρκοθετημένη;
Οι Γερμανοί ναρκοθετούσαν τις ακτές φοβούμενοι την απόβαση των συμμαχικών στρατευμάτων. Δυστυχώς, με την Απελευθέρωση, φαίνεται πως το κράτος δεν πρόλαβε ή δεν φρόντισε να τις εξουδετερώσει έγκαιρα.
Κράτησε ένα ενθύμιο το κομπολόι του. Ποια είναι η αξία των αντικειμένων , είναι ικανά να μας θυμίσουν τους ανθρώπους που χάθηκαν;
Λειτουργούν σαν τα κτερίσματα των αρχαίων τάφων τα εν ζωή λατρεμένα του νεκρού αντικείμενα. Και σήμερα, κάποιοι από μας το τηρούν με τους δικούς τους στα σπίτια και στα μαγαζιά που κρατούσε ο μακαρίτης. Είναι η ιερότητα της μνήμης, η εγκατάλειψη ή το σκόρπισμά τους είναι ύβρις και αγνωμοσύνη.
Μέσα από τις αφηγήσεις της γιαγιάς Ελπινίκης μαθαίνουμε τον πόνο εκείνων των ανθρώπων και το ήθος των Ρωμιών προσφύγων. Τι έχει μείνει σήμερα από όλα αυτά;
Έχει αλλάξει η σχέση του νεοέλληνα με την παράδοσή του, γινόμαστε όλο και πιο αμνήμονες, γι’ αυτό η ταυτότητά μας διαρκώς φυλλοροεί. Χωρίς επιστροφή βέβαια. Σε λίγον καιρό για κάποιους από μας η πατρίδα μας θα είναι terra incognita. Ευτυχώς κάποιοι, λίγοι, από μας κρατάμε ακόμη. Προσωπικά στην λογοτεχνία μου προσπαθώ να διατηρήσω τα επιβιώματα αυτής της ρωμαλέας και πάμπλουτης ελληνικής γλώσσας με τις ιδιομορφίες και τα ιδιώματά της, που χάνεται.
Η παρουσίαση του βιβλίου του θα γίνει στη Μουσική Σκηνή Χαμάμ στα Πετράλωνα την Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου στις 20.00 μ.μ..
……………………………………………………………………………………….
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Θωμάς Κοροβίνης, φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση, έζησε για μια οχταετία στην Κωνσταντινούπολη. Εδώ και χρόνια ερευνά πτυχές του ελληνικού και του τουρκικού λαϊκού πολιτισμού καθώς και τις σχέσεις μεταξύ τους. Συνεργάζεται με διάφορα περιοδικά πολιτιστικού προσανατολισμού. Μερικά από τα βιβλία του : Ο γύρος του θανάτου (Άγρα, 2010), Θεσσαλονίκη 1912-2012. Μέσα στα στενά σου τα σοκάκια, Το αγγελόκρουσμα. Η τελευταία νύχτα του κυρ-Αλέξανδρου (Άγρα, 2012), ’55 (Άγρα, 2012), Τ’αγαπημένα – ποιήματα και πεζά, Τί πάθος ατελείωτο (Άγρα, 2014), Το πρώτο φιλί (Άγρα, 2015), Ο κατάδεσμος (Άγρα, 2016), Σκίρτημα ερωτικόν. Ο Κ.Π. Καβάφης εις την Πόλιν (Άγρα, 2017), Ο θρύλος του ΑσλάνΚαπλάν(Άγρα, 2018), «Ολίγη μπέσα, ωρέ μπράτιμε!» Η τελευταία ώρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου (Άγρα, 2019), Θεσσαλονίκη – Κωνσταντινούπολη – Ανατολή (Άγρα, 2021), Μπέμπης (Άγρα, 2022), ), Ποιήματα και τραγούδια (Άγρα, 2023).
Το 1995 τιμήθηκε με το βραβείο Ιπεκτσί. Για το μυθιστόρημά του Ο γύρος του θανάτου τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2011, ενώ για το ’55 τιμήθηκε με το βραβείο «Νίκος Θέμελης» 2013.