Συνέντευξη του Θωμά Σιταρά στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Πώς ξεκίνησε η ιδέα της έκδοσης του βιβλίου «Τα ευτράπελα της διαφήμισης στο πέρασμα των χρόνων», εκδόσεις Μίνωας;

Ασχολούμαι συστηματικά, πάνω από δέκα χρόνια,με την έρευνα της καθημερινής ζωής της Παλιάς Αθήνας (1834-1940). Ξεφυλλίζοντας παλιές εφημερίδες και περιοδικά πρόσεξα από την πρώτη στιγμή το πηγαίο χιούμορ το οποίο χαρακτήριζε τους προγόνους μας. Ένα βιβλιαράκι του Κώστα Μαρτζούκου ¨Η ρεκλάμα εν Ελλάδι¨, που μας μεταφέρει μια διάλεξη που δόθηκε στον ¨Παρνασσό¨ το 1894, μου εστίασε το χιούμορ αυτό στο χώρο της ρεκλάμας ή ειδοποίησης , όπως αναφερόταν εκείνα τα χρόνια. Αυτό ήταν και η πρώτη παρακίνηση. Η δεύτερη ήταν βεβαίως το γεγονός ότι πίσω από την ρεκλάμα, αν ξέρει κανείς να την αναλύει, κρύβεται η αποτύπωση της καθημερινής ζωής, μέσα από τις ανάγκες και τις προσδοκίες του κοινού: η εξέλιξη του βιοτικού επιπέδου κάθε περιόδου. Έχετε επιλέξει αγγελίες, διαφημίσεις, ρεπορτάζ και χρονογραφήματα από την Παλιά Αθήνα της περιόδου 1834-1940. Διαβάζοντας τα κείμενα που παραθέτετε αλλά και τα σκίτσα που τα συνοδεύουν, δίνετε στον αναγνώστη να προσεγγίσει την τότε καθημερινότητα;

Ακριβώς αυτές οι δύο παρακινήσεις που ανέφερα προηγουμένως βρίσκουν την απάντησή τους στο τελευταίο μου βιβλίο. Η λέξη ¨ευτράπελα¨ στον τίτλο, και η υπόσχεση του συγγραφέα για ένα πολύ διασκεδαστικό βιβλίο, τηρούνται ανελλιπώς, ενώ δεν λείπουν πάρα πολλά στιγμιότυπα από την καθημερινή ζωή της πόλης. Η εικονογράφηση του βιβλίου συμπληρώνει αρμονικά την προσπάθεια ο αναγνώστης να βιώσει όσο το δυνατόν περισσότερο την όλη ατμόσφαιρα..

Κατά την δεκαετία του 1920 εμφανίζονται οι πρώτες διαφημιστικές εταιρείες. Αν και αντιγράφουν τις ξένες καταφέρνουν να φτάσουν στα υψηλά τους επίπεδα;
Είχε προηγηθεί μια μεγάλη περίοδος (1834-1920), όπου ο καθένας, , ελλείψει ειδικών, έγραφε την ρεκλάμα του, όπως του κατέβαινε. Ένας θεότρελος συνδυασμός αφέλειας, υπερβολής, αγραμματοσύνης, που καλύπτει πλήρως το ¨ευτράπελο¨ μέρος της διαφήμισης. Με την εμφάνιση των ειδικών εταιρειών τα πράγματα αλλάζουν, και η ελληνική διαφήμιση συναγωνίζεται ευθέως την ξένη. Τα διαφημιστικά μέσα και εργαλεία είναι τα ίδια, τα κείμενα και το δημιουργικό μέρος κινούνται σε καλά επίπεδα, ενώ υστερούμε σημαντικά στο εικαστικό κομμάτι.

Γιατί στις επόμενες δεκαετίες αλλάζουν οι τρόποι διαφήμισης και το βάρος της ρεκλάμας πέφτει στη διατροφή και τα θέματα υγείας;
Τη στιγμή που η διαφήμιση μας αναδεικνύει τις καταναλωτικές ανάγκες της κάθε εποχής, έχουμε καλή εικόνα της ίδιας της εποχής. Ένα παράδειγμα: Μέχρι το 1910 περίπου η ζήτηση ιατρικών υπηρεσιών εστιάζει κυρίως σε παθολόγους – στομαχολόγους και ορθοπεδικούς. Γιατί; Διότι η υγιεινή τροφίμων, ελλείψει πάγου ή ψυγείου, ήταν προβληματική, και διότι η ανυπαρξία ασφαλτόστρωσης των δρόμων δημιουργούσε πολλά ατυχήματα.Μετά το 1910 βλέπουμε και τις άλλες ειδικότητες να παίρνουν τη θέση που τους ανήκει, με προεξέχοντες τους αφροδισιολόγους, αφού μας είναι γνωστή η σεξουαλική απελευθέρωση, που ακολούθησε το συντηρητισμό προηγούμενων εποχών.

Στο βιβλίο σας, αλλά και στα προηγούμενα, η Αθήνα κυριαρχεί. Ποια είναι η ανταπόκριση αυτών των βιβλίων στους Αθηναίους;

Η εποχή της Παλιάς Αθήνας έχει τη δική της ελκυστικότητα. Δημιουργία, κοινωνική συνοχή, πρόοδος και προκοπή είναι σίγουρα χαρακτηριστικά που αφθονούσαν εκείνες τις παλιές εποχές, σε σύγκριση με το σήμερα. Δεν είναι επομένως η νοσταλγία το μοναδικό κίνητρο για να ασχοληθεί κανείς με τα ¨παλιά¨. Η εικόνα της Παλιάς Αθήνας είναι και κατά κάποιο τρόπο, τουλάχιστον για εκείνα τα χρόνια, η εικόνα όλης της Ελλάδος. Κάτω από αυτό το πρίσμα, τα βιβλία μου βρίσκουν ενδιαφέρον, απευθύνονται και κυκλοφορούν σε όλη την Ελλάδα, και διαβάζονται ακόμη και από την νεολαία!

Ξεναγήθηκα στην ιστοσελίδα σας www.paliaathina.com. Πού βρήκατε όλο αυτό το υλικό; Από πότε ξεκινά αυτή η συγκέντρωση αυτού του σημαντικού υλικού;

Από το 2008 άρχισα να ¨σκαλίζω¨ εφημερίδες και περιοδικά και να παρουσιάζω τα ευρήματα στο διαδικτυακό αυτό μοναδικό ¨Μουσείο για την Παλιά Αθήνα . Με σύστημα και επιμονή ¨πήρα¨ όσα περισσότερα μπορούσα από τη Βιβλιοθήκη της Βουλής, τη Δημοτική Βιβλιοθήκη του Δήμου Αθηναίων και το ΕΛΙΑ. Μια μικρή ομάδα, που πάντα μνημονεύω με ευχαριστίες στα βιβλία μου, με βοήθησε και με υποστηρίζει μέχρι σήμερα.

Γνωρίζω ότι έχετε υλικό που το έχετε ανακαλύψει από αρχεία , εφημερίδες και περιοδικά. Πόσες ώρες την ημέρα εργάζεστε για την συγκέντρωση και αξιολόγησή του;

Οκτάωρο το λιγότερο. Αυτό που με στηρίζει αφάνταστα είναι η μεθοδολογία και η οργάνωση εργασίας, που τόσο καλά έμαθα κατά την πολυετή παραμονή μου στη Γερμανία
8)Μέσα από το βιβλίο δεν μοιάζει σαν να κλείνετε το μάτι στους περαστικούς ταξιδιώτες αυτής της πόλης και να τους κάνετε να ονειρεύονται και να θυμούνται παλιές διηγήσεις;
Από τα μηνύματα που παίρνω συνήθως από το FB: Σιταράς Θωμάς, θα μπορούσα να παρουσιάσω πολλαπλές απαντήσεις στο ερώτημά σας. Περιορίζομαι σε πρόσφατη ανάρτηση νεαρής μου αναγνώστριας: ¨Όταν διαβάζω τον αγαπημένο Αθηναιογράφο Σιταρά Θωμά συμβαίνουν δύο τινά. Πρώτον, πάντα υπάρχει κάποια πληροφορία για την ζωή των παλιών Αθηναίων που πραγματικά με εκπλήσσει, και δεύτερον, μεταφέρομαι αυτόματα στην εποχή του παππού μου και της γιαγιάς μου¨.
…………………………………………………………………………………………
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Θωµάς Σιταράς γεννήθηκε το 1943 στην Αθήνα από γονείς Κωνσταντινουπολίτες. Αριστούχος απόφοιτος της Λεοντείου Σχολής, σπούδασε, ως υπότροφος του Βαυαρικού Υπουργείου Παιδείας, Οικονοµικά και Δηµοσιογραφία στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Ακολούθησαν μεταπτυχιακές σπουδές στο μάρκετινγκ στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Εργάστηκε στη Γερµανία, στην εταιρεία Ηλεκτρονικών Υπολογιστών «Honeywell». Στην Ελλάδα, εργάστηκε σαν ∆ιευθυντής Μάρκετινγκ στον βιοµηχανικόόµιλο «Α. Πετζετάκις» και σε άλλες µικρότερες επιχειρήσεις. Πέραν της συγγραφής επιστημονικών βιβλίων της ειδικότητάς του, ασχολήθηκε συστηματικά με την αθηναιογραφία. Έχει συγγράψει έξη βιβλία για την Παλιά Αθήνα, ενώ διαχειρίζεται τον ιστότοπο www.paliaathina.com – ένα διαδικτυακό μουσείο για την Αθήνα της περιόδου 1834-1940.