Συνέντευξη του Κώστα Βούλγαρη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Ο Κώστας Βούλγαρης είναι κριτικός λογοτεχνίας και πεζογράφος. Από το 2002 επιμελείται το ένθετο βιβλίου και ιδεών, τις «Αναγνώσεις» της κυριακάτικης Αυγής. Για είκοσι πέντε χρόνια, ασχολείται συστηματικά και δημοσιεύει κριτικές, δοκίμια και άλλα κείμενα, για τη σύγχρονη ποίηση. Έχει συμμετάσχει σε συνέδρια, ημερίδες, εκδηλώσεις και άλλες δημόσιες συζητήσεις, και έχει επιμεληθεί συλλογικούς τόμους, για τη νεοελληνική ποίηση.
Πώς ξεκινά κάθε φορά το ταξίδι συγγραφής ενός βιβλίου;
Είναι απλώς ένα στιγμιότυπο του μεγάλου ταξιδιού, στην πόλη των ιδεών και των τεχνών. Το κάθε βιβλίο είναι μια πρόσκαιρη στάση, αλλά και μια επανεκκίνηση, του ταξιδιού που συνεχίζεται.
Ποια ήταν η αφορμή για να γραφεί το βιβλίο «Η δικιά μας Ελένη», Εκδοτική Αθηνών;
Το βιβλίο αποτυπώνει την εικοσιπεντάχρονη ενασχόλησή μου με «ψηφίδες και πρόσωπα της σύγχρονης ποίησης», όπως δηλοί ο υπότιτλός του. Κάποια στιγμή έρχεται το πλήρωμα του χρόνου, δηλαδή ο κριτικός λογοτεχνίας αποφασίζει να συνοψίσει και να οργανώσει σε μια ευρύτερη αφήγηση όσα έχει καταθέσει για την ποίηση της εποχής του.
Ο τίτλος, «Η δικιά μας Ελένη», είναι συμβολικός ή δηλώνει κάτι κυριολεκτικά;
Είναι κοινός τόπος, ότι ο στόχος όποιου εμπλέκεται στην περιπέτεια της λογοτεχνίας είναι να συναντήσει την Ελένη. Την Ελένη της Σπάρτης, που κατέστη διαχρονικό και παγκόσμιο σύμβολο. Την Ελένη, ως αίτιο και αποτέλεσμα της συγγραφής, από τότε μέχρι σήμερα, ως μέθεξη ζωής και τέχνης∙ και ακόμα, ως συλλογικό σημείο αναφοράς κάθε εποχής, που αναζητά τη δικιά της Ελένη, απαύγασμα και πρότυπο του ωραίου.
Γιατί εστιάζετε τη μελέτη στον ποιητικό μοντερνισμό, και όχι στη «γενιά του ’30»;
Η αυτοανακηρυχθείσα ως «γενιά του ’30», και μάλιστα ως ταυτόσημη του μοντερνισμού, αποτελεί την προσπάθεια μονοπώλησης μιας ευρύτερης, διεθνούς διαδικασίας στην τέχνη, που είναι ο μοντερνισμός. Πρόκειται για μια προσπάθεια κουτοπόνηρης, αποκλειστικής διεκδίκησης της μοντέρνας ταυτότητας, αγνοώντας επιδεικτικά όσους προηγήθηκαν. Έτσι, φθάσαμε στο παράδοξο φαινόμενο, όλοι οι αναγνώστες, οι φιλόλογοι, οι κριτικοί λογοτεχνίας, σε όλο τον κόσμο, να θεωρούν τον Καβάφη ως έναν κορυφαίο, παγκόσμιο ποιητή του μοντερνισμού, ενώ στα καθ’ ημάς ο Σεφέρης και η παρέα του της «γενιάς του ’30» τον παραχώνουν στην «παράδοση», ώστε οι ίδιοι να δρέψουν τις δάφνες των ανακαινιστών της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρόκειται για μια γελοιότητα, για ένα σκάνδαλο. Δυστυχώς, αυτή η άποψη, δηλαδή η αυτοεικόνα της «γενιάς του ’30», αναπαράγεται απρόσκοπτα μέχρι τις μέρες μας, σε όλες τις βαθμίδες της ελληνικής εκπαίδευσης.
Ποιος είναι ο λόγος που ο μοντερνισμός «ως αέναη ακολουθία ρήξεων», πραγματώνεται στο έργο του Νικολάου Κάλας και του Νίκου Εγγονόπουλου;
Στα χρόνια της δεκαετίας του 1930 εμφανίζονται και αυτοί οι δύο, αλλά ο μοντερνισμός τους είναι πολύ πιο προωθημένος και πιο πλούσιος από εκείνον της τριάδας Σεφέρη-Ελύτη-Εμπειρίκου. Ο Κάλας και ο Εγγονόπουλος εγκολπώθηκαν τα πιο ριζοσπαστικά, επαναστατικά αιτούμενα του μοντερνισμού, που ήθελε να αλλάξει τον κόσμο και τη ζωή, μέσα από μια αέναη ακολουθία ρήξεων. Αντίθετα, η αντίπαλη τριάδα αποτέλεσε τη συντηρητική εκδοχή του μοντερνισμού. Γιατί αυτό μας προσφέρει η σημαντική τέχνη, και συγκεκριμένα η ποίηση: έναν διαφορετικό τρόπο, μια διαφορετική οπτική, να δούμε τον κόσμο και να ζήσουμε τη ζωή μας. Αλλιώς, αν αναπαράγει απλώς τους δεδομένους τρόπους, είναι αδιάφορη.
Τι είναι αυτό που κάνει να ξεχωρίζει η ποίηση των Σεφέρη και Βάρναλη;
Ο Σεφέρης ήταν ένας εξαιρετικά οργανωμένος στη σκέψη του και στη μέθοδό του ποιητής. Κατάφερε να φτιάξει μια γλωσσική, αισθητική και ιδεολογική πρόταση, που αποτέλεσε την επίσημη, κρατική αλλά και καθεστωτική αφήγηση. Η δημοτική του είναι σήμερα η επίσημη γλώσσα της εκπαίδευσης και του κράτους. Το ιστορικό του σχήμα της ελληνικότητας, που βασίζεται στον Μακρυγιάννη, είναι το σχήμα της κυρίαρχης ιστορικής αντίληψης. Με λίγα λόγια, έδωσε, στην εξουσία κάθε μορφής, τον τρόπο να διαχειριστεί ανώδυνα τη μεγάλη τομή, καμπή και ήττα που συνιστά το 1922, όπου καταρρέει ολόκληρο το μέχρι τότε νεοελληνικό αφήγημα, δηλαδή η Μεγάλη Ιδέα. Ο Βάρναλης, όπως και ο Καρυωτάκης, και πιο δίπλα ο Καβάφης, ορίζονται με διαφορετικό τρόπο απέναντι σε αυτή την τεράστια τομή του 1922.Εισάγουν την ποίηση, και δι’ αυτής την νεοελληνική κοινωνία, οριστικά στην αστική εποχή, δηλαδή στις αντιθέσεις και τα διλήμματά της. Γι’ αυτό άλλωστε είναι όντως μοντέρνοι, μερικές δεκαετίες πριν από τον Σεφέρη και την παρέα του.
Υπάρχει και η κατηγορία των καταραμένων ποιητών. Πέρα από τον Καρυωτάκη ποιοι άλλοι Έλληνες ανήκουν σε αυτή την κατηγορία;
Όσοι πήραν την ποίηση στα σοβαρά. Όχι ως ψυχωφελή ενασχόληση, που προσφέρει μάλιστα και κάποια κοινωνική αναγνώριση, αλλά ως περιπέτεια, μέχρι τις έσχατες συνέπειές της, στην πόλη των ιδεών και των τεχνών.
Μην ξεχνάμε και την λογοκρισία. Γιατί λογόκριναν την ποίηση;
Με εξαίρεση τις «ανώμαλες» πολιτικά περιόδους, όπου η ποίηση των αριστερών λογοκρίνεται, σε όλη την υπόλοιπη διαδρομή του νεοελληνικού βίου η ποίηση και εν γένει η λογοτεχνία δεν λογοκρίνεται λόγω του «περιεχομένου» της. Υπάρχει όμως η αισθητική λογοκρισία, που ασκείται από τους εκάστοτε κανοναρχούντες στη λογοτεχνική συντεχνία. Κάθε τι ρηξικέλευθο απωθείται στο περιθώριο. Έτσι έγινε με τον Σολωμό, το ίδιο με τον Καβάφη και τον Καρυωτάκη, επί ολόκληρες δεκαετίες. Γιατί η συνολική δομή της νεοελληνικής κοινωνικής κουλτούρας είναι συντηρητική. Το αντίθετο συνέβη π.χ. στην Γαλλία, για δυο αιώνες, όπου το ζητούμενο ήταν κάθε τι το πρωτοποριακό. Ως αποτέλεσμα, η Γαλλία είναι, και κυρίως ήταν μέχρι πρόσφατα, μια εντελώς διαφορετική χώρα από την Ελλάδα.Ποιος γνωρίζει σήμερα τους σύγχρονους ποιητές και ποιήτριές μας; Έχουμε μείνει στα δύο Νόμπελ, λες και σταμάτησε ο χρόνος. Παρ’ ότι υπάρχουν εξίσου σημαντικοί, ή και σημαντικότεροι νεότεροι.
Μπορεί μια μελέτη να καλύψει σημαντικά κενά και να βοηθήσει την εικόνα της νεοελληνικής ποίησης;
Μπορεί βέβαια, αλλά μέχρι ένα όριο. Πέραν αυτού, εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα της νεοελληνικής κοινωνίας, να θέσει υπό αναρώτηση τις βεβαιότητές της, να αλλάξει τα γούστα της, την ίδια αυτοεικόνα της, όπως τη διαμορφώνει μέσα από την ποίηση και εν γένει την τέχνη.
Τη σημερινή εποχή που οι ενήλικες βλέπουν τηλεόραση και ασχολούνται με το διαδίκτυο έχουν ελεύθερο χρόνο για να διαβάσουν ένα καλό βιβλίο;
Και στις προηγούμενες εποχές δεν ήταν εύκολη, ούτε αυτονόητη η πρόσβαση σε ένα βιβλίο. Δεν είναι μόνο θέμα ελεύθερου χρόνου αλλά και ρυθμών και συνθηκών ζωής, ακόμα και οικονομικής δυνατότητας. Εγώ μεγάλωσα στην Αρκαδία, σε ένα αγροτικό σπίτι. Ναι, υπήρχε κάποια πρόσβαση σε βιβλία, που μαθητές τα αγοράζαμε μεταχειρισμένα από το τοπικό πρακτορείο εφημερίδων, και τα ανταλλάσσαμε μεταξύ μας. Τότε διάβασα για πρώτη φορά Νίτσε, Σοπενάουερ, Καρυωτάκη, ακόμα και Καβάφη, σε έκδοση ΒΙΠΕΡ…Πάντα λίγοι διαβάζουν βιβλία. Εξαρτάται από τα ερωτήματα που έχουν, για τη ζωή. Αν τα ερωτήματά τους είναι σημαντικά, βρίσκουν και διαβάζουν τα «καλά», δηλαδή τα σημαντικά βιβλία.
Τι θα θέλατε να προτείνατε στους αναγνώστες που θα διαβάσουν τη συνέντευξή σας;
Διαβάζοντας κάποιος βιβλία, ακόμα και συνεντεύξεις συγγραφέων, δεν γίνεται «καλύτερος άνθρωπος», όπως λένε. Ενδεχομένως, γίνεται λίγο πιο «υποψιασμένος».