Συνέντευξη του Στέφανου Τραχανά στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

 

Η συνέντευξη του Στέφανου Τραχανά δόθηκε στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη με αφορμή την έκδοση του νέου του βιβλίου Ο ΚΥΚΛΟΣ, Επιστήμη και δημοκρατία σε ανήσυχους καιρούς. Στο σημερινό μας φύλλο δημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από αυτή τη συνέντευξη την Ηχώ της Άρτας.

Ο Στέφανος Τραχανάς διδάσκει, μεταξύ άλλων, κβαντική φυσική και διαφορικές
εξισώσεις στο τμήμα Φυσικής του Πανεπιστημίου Κρήτης, από το 1983 έως σήμερα.
Από το 1986 και μετά, είναι μέλος του επιστημονικού προσωπικού του Ιδρύματος
Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ), και η διδασκαλία του στο τμήμα Φυσικής
προσφέρεται δωρεάν.

Είναι συγγραφέας έντεκα πανεπιστημιακών συγγραμμάτων στα παραπάνω πεδία
καθώς και των βιβλίων Το φάντασμα της όπερας: Η επιστήμη στον πολιτισμό μας, Το
αμάρτημα της Εύας: Φυσική κάτω από τ’ άστρα και δημιουργική μάθηση και Ο Κύκλος:
Επιστήμη και Δημοκρατία σε ανήσυχους καιρούς, τα οποία απευθύνονται στο ευρύτερο
κοινό.

Πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής του βιβλίου Ο ΚΥΚΛΟΣ, Επιστήμη και δημοκρατία σε ανήσυχους καιρούς (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2024);

Αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι «Ο ΚΥΚΛΟΣ» δεν ήταν ένα βιβλίο «εκ προμελέτης». Η βασική του ιδέα προέκυψε καθώς έγραφα ένα εκλαϊκευτικό βιβλίο για την κβαντική επανάσταση και θέλησα να δω πώς υποδέχτηκε ο πολιτισμός μας μια επιστημονική θεωρία που όχι μόνο ερμήνευσε τον κόσμο μας –από τον πυρηνικό μικρόκοσμο έως τις εσχατιές του κοσμικού χώρου και χρόνου– αλλά και τον άλλαξε, μέσω της τεχνολογίας, όσο τίποτε άλλο στην ανθρώπινη ιστορία μέχρι τώρα. Και ακολουθώντας το νήμα αυτού του ερωτήματος βρέθηκα στην κοιτίδα αυτής της επανάστασης, που ήταν η μεσοπολεμική Γερμανία, για να αντικρίσω εκεί ό,τι πιο σκοτεινό είχα συναντήσει μέχρι τότε στον χώρο των φιλοσοφικών ιδεών: τη βαθιά εχθρότητα προς το ίδιο το πνεύμα της επιστήμης –δηλαδή τη στήριξή της στην παρατήρηση και το πείραμα ως τη μοναδική πηγή έγκυρης γνώσης για τον φυσικό κόσμο– εκ μέρους φιλοναζί στοχαστών και φιλοσόφων όπως οι Σπένγκλερ και Χάιντεγκερ. Για τους οποίους η επιστήμη –ακόμα και τα Μαθηματικά– είναι απλώς μια πολιτισμική κατασκευή του δυτικού ανθρώπου, χωρίς καμιά αξίωση μεγαλύτερης εγκυρότητας από άλλες πολιτισμικές κατασκευές (π.χ. θρησκεία) ή από παλαιότερες «επιστημονικές» θεωρίες, όπως π.χ. η αλχημεία! Με έμπρακτη εφαρμογή αυτών των «ιδεών», το διαβόητο κίνημα περί εβραϊκής φυσικής –έτσι αποκαλούσαν την κβαντομηχανική και τη θεωρία της σχετικότητας οι φιλοναζί φυσικοί και όχι μόνο– η οποία θα έπρεπε να αντικατασταθεί επειγόντως από τη γνήσια γερμανική φυσική ή τη φυσική των Αρίων. Τα υπόλοιπα ήρθαν μόνα τους. Άφησα ανολοκλήρωτο το αρχικό βιβλίο –τη μάνα, όπως μου αρέσει να το ονομάζω– και παραδόθηκα στον Κύκλο.

Ο τίτλος «Ο ΚΥΚΛΟΣ, Επιστήμη και δημοκρατία σε ανήσυχους καιρούς» είναι συμβολικός ή δηλώνει κάτι κυριολεκτικά;

Και τα δύο, θα έλεγα: Ο ΚΥΚΛΟΣ καταρχάς παραπέμπει ευθέως στον περίφημο Κύκλο της Βιέννης. Μια ομάδα προικισμένων ανθρώπων –μαθηματικών, φυσικών και φιλοσόφων– με επίκεντρο το Πανεπιστήμιο της Βιέννης και με ισχυρό σοσιαλιστικό προσανατολισμό οι περισσότεροι απ’ αυτούς. Εμπνεόμενοι από την επιστημονική επανάσταση των ημερών τους (πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα) αλλά και τις επαναστατικές αναζητήσεις στα θεμέλια των μαθηματικών, οι φιλόσοφοι του Κύκλου της Βιέννης έβλεπαν τους εαυτούς τους ως συνεχιστές των φιλοσόφων του Διαφωτισμού, τόσο ως προς τον γενικότερο παιδευτικό ρόλο της επιστήμης ως απελευθερωτικής δύναμης του ανθρώπου όσο και ως προς τη θέση της ως φιλοσοφικό θεμέλιο μιας δημοκρατικής πολιτείας χωρίς ουράνια άγκιστρα. Ως φιλοσοφικό θεμέλιο του κοσμικού κράτους. Στον Κύκλο της Βιέννης και τη σχέση του με άλλα πρωτοποριακά κινήματα της εποχής του –από το Μπάουχαους έως το κίνημα της μοντέρνας τέχνης– είναι αφιερωμένο ένα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου. Γραμμένο όχι χωρίς μελαγχολική διάθεση, αν σκεφτούμε ποια ήταν τότε η θέση της Ευρώπης στον κόσμο και πώς η ίδια πυροβόλησε τα πόδια της, όταν το άνθος του επιστημονικού και πνευματικού δυναμικού της –με τους ανθρώπους του Κύκλου της Βιέννης ανάμεσά τους– έφυγε διωκόμενο στις ΗΠΑ, όπου και οικοδόμησε τη μεταπολεμική επιστημονική και πνευματική ηγεμονία αυτής της χώρας. Η τραγική εμπειρία των ανθρώπων του Κύκλου –η ηγετική μορφή του, ο ΜόριτςΣλικ, δολοφονήθηκε το 1936 στα σκαλιά της κεντρικής εισόδου του πανεπιστημίου– ενέπνευσε και το εξώφυλλο του βιβλίου. Με έναν φωτεινό κύκλο να συμβολίζει ότι εκπροσωπούσαν οι άνθρωποι αυτοί και το μαύρο φόντο γύρω του, το ναζιστικό σκοτάδι που τους έπνιγε από παντού. Μια συμβολική υπενθύμιση και για μας, ότι τα χειρότερα δεν είναι πάντα πίσω μας.

Για ποιον λόγο υπάρχει εχθρότητα απέναντι στην επιστήμη εκ μέρους ορισμένων φιλοσοφικών σχολών;

Στην πραγματικότητα, οι εχθρικές προς την επιστήμη φιλοσοφικές σχολές είναι ουσιαστικά μία: Ο πολιτισμικός σχετικισμός, δηλαδή η άρνηση του αντικειμενικού χαρακτήρα της επιστημονικής γνώσης. Όπως είπαμε και πριν, η επιστήμη είναι κι αυτή –έτσι λένε οι εκπρόσωποι της σχολής– μια κοινωνική και πολιτισμική κατασκευή, όπως είναι η θρησκεία, οι πολιτικές ιδεολογίες, η αστρολογία, οι λαϊκές δοξασίες κ.λπ., και η μαρτυρία της παρατήρησης και του πειράματος δεν έχει καμιά σημασία! Σύμφωνα με τους φιλοσόφους της σχολής, ο Αριστοτέλης –ο οποίος έλεγε ότι τα πιο βαριά σώματα πέφτουν πιο γρήγορα στο έδαφος (και μάλιστα τόσο πιο γρήγορα, όσο πιο βαριά είναι)– είναι εξίσου σωστός με τον Γαλιλαίο, ο οποίος έλεγε ότι όλα τα βαριά σώματα πέφτουν ταυτόχρονα στο έδαφος. Κι αν έχετε την… αυθάδεια να κάνετε το πείραμα μόνοι σας, μην διανοηθείτε να δείτε αυτό που είδατε. Ότι η μεγάλη πέτρα και η μικρή πέτρα (ή τα κλειδιά σας και ένα κέρμα), που μόλις αφήσατε να πέσουν εκεί μπροστά σας, έφτασαν ταυτόχρονα στο έδαφος! Και να τολμήσετε έτσι να συμπεράνετε ότι ο Αριστοτέλης είχε άδικο και ο Γαλιλαίος είχε δίκιο. Να τολμήσετε δηλαδή να εμπιστευθείτε αυτό που βλέπετε με τα μάτια σας και όχι τα ιερά βιβλία. Κι αν θεωρείτε ότι υπερβάλλουμε, να τι λέει ο ίδιος ο Χάιντεγκερ γι’ αυτό το θέμα:

«Επομένως δεν έχει κανένα νόημα να αποφαινόμαστε ότι η σύγχρονη επιστήμη είναι πιο ακριβής από εκείνη της αρχαιότητας. Ούτε μπορούμε να πούμε ότι το γαλιλαιικό δόγμα [sic] των σωμάτων που πέφτουν ελεύθερα είναι αληθές και η αριστοτελική διδασκαλία είναι λάθος».

Ενώ τα ίδια ακριβώς υποστηρίζουν και οι μεταπολεμικοί συνεχιστές του Χαϊντεγκεριανού σχετικισμού, με πρώτο και καλύτερο τον Πωλ Φεγεράμπεντ –καθηγητή φιλοσοφίας στο Μπέρκλεϋ– ο οποίος όχι μόνο δεν θεωρεί τον Γαλιλαίο καλύτερο από τον Αριστοτέλη, αλλά δεν διστάζει ακόμα και να υπερασπιστεί την Καθολική Εκκλησία για τη δίκη και καταδίκη του Γαλιλαίου το 1633 αλλά και να την κατηγορήσει για ανεπίτρεπτο καιροσκοπισμό όταν, το 1990, είχε αρχίσει να συζητιέται στα ανώτερα κλιμάκιά της η αποκατάσταση του μεγάλου… αμαρτωλού. Γράφει λοιπόν ο Φεγεράμπεντ για το ζήτημα αυτό:

«Η ετυμηγορία της [της Καθολικής Εκκλησίας] εναντίον του Γαλιλαίου ήταν ορθολογική και δίκαιη και η αναθεώρησή της μπορεί να νομιμοποιηθεί μόνο με κίνητρα πολιτικού καιροσκοπισμού».
Το τι είδους καθεστώτα ονειρεύονται οι εκφραστές ιδεών όπως οι παραπάνω δεν χρειάζεται βαθιά σκέψη για να το αντιληφθεί κανείς. Πάντως ο συντάκτης του παρόντος δεν θα ήθελε να ζει σε οποιοδήποτε από αυτά.