
Συνέντευξη των Δημήτρη –Παυλίνας-Λάμπρου Κωνσταντάρα στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Ήταν δύσκολο να γνωρίσεις τον ηθοποιό Λάμπρο Κωνσταντάρα και να μην γοητευτείς . Επεδίωκε πάντα την «αριστεία» και πάντα το ότι συγχωρούσε τα μικρά, πρώτα, λάθη…
Πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής του βιβλίου «Λάμπρος Κωνσταντάρας, Έζησε όπως ήθελε», εκδόσεις Δίχτυ;
Το πρώτο βιβλίο γράφτηκε από τον Δημήτρη Κωνσταντάρα το 1996-97 και εκδόθηκε με τεράστια επιτυχία από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Έκανε περίπου δεκαπέντε εκδόσεις, παρουσιάστηκε σε 36 πόλεις στην Ελλάδα και την Κύπρο αλλά γύρω στο 2006 θεωρήθηκε ότι είχε κάνει τον κύκλο του και δεν ξανα-εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Ωστόσο δεν σταμάτησε να έχει ζήτηση. Ο συγγραφέας αποφάσισε να το ξαναγράψει σε νέα μορφή και ο εκδότης Κωνσταντίνος Πάλλης των Εκδόσεων «Δίχτυ» ανέλαβε το εγχείρημα αφού διάβασε 100 σελίδες μιας νέα οπτικής του θέματος από τον Δημήτρη Κωνσταντάρα. Ο οποίος ,ύστερα από πρωτοβουλία του γιού του Λάμπρου, πρότεινε να αναλάβει η «οικογένεια» το βιβλίο. Και να το «ξαναφτιάξει». Έτσι κι αλλιώς και οι τρεις άμεσοι απόγονοι του Λάμπρου Κωνσταντάρα ασχολούνται με σχετικές με τις Εκδόσεις εργασίες.
Γιατί αν και έχουν περάσει δεκαετίες από την αποδημία του δημοφιλούς ηθοποιού είναι αγαπητός και τον λατρεύουν οι Έλληνες;
Για να είμαστε σωστοί και δίκαιοι, υπάρχουν και άλλοι αγαπημένοι ηθοποιοί που η δημοφιλία τους και η αγάπη του κόσμου έχουν διατηρηθεί. Άλλωστε έχουν γίνει βιβλία και για άλλους σημαντικούς και αγαπημένους ηθοποιούς. Η περίπτωση του Λάμπρου Κωνσταντάρα, φάνηκε από την αρχή λίγο διαφορετική. Λίγο… πιο εύπεπτη στην προώθηση του «μύθου» που κουβαλάει. Αλλά τελικά δεν ήταν. Η ζωή του ήταν έντονη, πολυποίκιλη, ταραχώδης όσο κι αν δεν φαινόταν. Και το δεύτερο βιβλίο, αν και μικρότερο σε σελίδες, αποκαλύπτει πτυχές που το πρώτο δεν κάλυψε.
Τι σημαίνει να είσαι απόγονος μια διάσημης προσωπικότητας;
Τιμή ,χαρά, δημοσιότητα αλλά παράλληλα ευθύνη και βάρος. Δεν είναι καθόλου εύκολο να λέγεσαι Κωνσταντάρας, Ιδίως «Λάμπρος Κωνσταντάρας». Κατά κάποιον περίεργο τρόπο, κρίνεσαι αυστηρότερα και γίνεσαι δυσκολότερα αποδεκτός από το κοινωνικό σύνολο. Πολύ δυσκολότερα εάν δραστηριοποιείσαι σε επαγγελματικούς χώρους παρόμοιους ή κοντινούς. Για παράδειγμα: Πόσους γιατρούς, μηχανικούς, οδηγούς ταξί γνωρίζετε με αυτό το όνομα;. Είναι αρκετά σπάνιο. Γιατί; Έλα ντε!
Ποιος ήταν ο άνθρωπος Λάμπρος Κωνσταντάρας;
Ήταν δύσκολο να τον γνωρίσεις και να μην γοητευτείς από αυτόν. Αλλά όσο εύκολο ήταν να σε αποδεχτεί, το ίδιο εύκολα μπορούσε να σε απορρίψει. Ήταν δύσκολος και απαιτητικός. Επεδίωκε πάντα την «αριστεία» και πάντα . το ότι συγχωρούσε τα μικρά, πρώτα, λάθη, η επανάληψη των ίδιων λαθών τού φαινόταν απαράδεκτη. Ήταν φωνακλάς και καβγατζής αλλά καλόκαρδος
Είχε σπουδαίο ρεπερτόριο στην καριέρα του. Ποιες ταινίες για τη δική σας οικογένεια ήταν οι καλύτερες;
Δεν είναι δύσκολο να τις επιλέξεις. Σαφώς η «Αλίκη στο Ναυτικό» που με άξονα την Βουγιουκλάκη τον εκτόξευσε στην κορυφή των «μπαμπάδων» του Ελληνικού σινεμά απ΄όπου ουδέποτε έφυγε. Το ίδιο και το «Τζένη-Τζένη με την Καρέζη. Καλές ταινίες, πάρα πολλά …εισιτήρια, πολύ καλός Λάμπρος ( χωρίς τις …υπερβολές της ωριμότητάς του), με τα λαμπρότερα αστέρια της εποχής, την Αλίκη και την Τζένη. ‘Ώσπου ήρθε το «Υπάρχει και Φιλότιμο» για να τον καθιερώσει στην κορυφή αφού ήταν και «προσωπική του» ταινία. Μια ακόμα ταινία ολοκλήρωσε τον «μύθο του Κωνσταντάρα» : Ο … «Στρίγκλος που έγινε αρνάκι».. Είχε μεσολαβήσει η «Χαρτοπαίχτρα», το «Κάτι κουρασμένα παλληκάρια», ο «Τρελός που τάχει 400». Και μια παρατήρηση: Όσο γυρίζονταν και παίζονταν αυτές οι ταινίες, κυρίως βασισμένες σε θεατρικές του επιτυχίες, ο Κωνσταντάρας θριάμβευε στο θέατρο στο πλευρό της Κατερίνας, της Κυβέλης, της Μανωλίδου και αργότερα της Αρώνη, της Λαμπέτη, της Κοντού. Έπαιξε σε 191 θεατρικές παραστάσεις, 78 ταινίες και ΜΙΑ τηλεοπτική σειρά. Το «Εκείνες κι εγώ» που όταν παιζόταν, στην κυριολεξία «νέκρωνε» η Ελλάδα.
Απλός, χαμογελαστός, σαρκαστικός τεράστιος! Πώς είχε όλα αυτά τα χαρίσματα και τον έκαναν να διαφέρει και να διακριθεί;
Η απλότητά του, συνδυασμένη με την ειλικρίνεια και την απεικόνιση του σύγχρονου για την εποχή Έλληνα τον έκαναν στην αρχή αγαπητό, στη συνέχεια ισχυρή αφορμή για γέλιο και τέλος γεννούσε το ερώτημα του θεατή: «Ρε συ, μήπως κι εγώ είμαι σαν κι αυτόν;». Το τρομερό στην περίπτωσή του ήταν ότι δεν έβλεπε σχεδόν καθόλου ξένο κινηματογράφο αλλά ούτε ελληνικές θεατρικές παραστάσεις ώστε να βρει άλλα πρότυπα να ακολουθήσει. Ήταν γνήσιος 100%.Αυτό δεν ήταν ΠΑΝΤΑ καλό βέβαια. Αλλά αυτός ήταν ο Κωνσταντάρας. Τσακωνόταν στο γήπεδο, τσακωνόταν στο δρόμο, τσακωνόταν παντού και μετά… σχεδόν αμέσως… το ξεχνούσε.
Όλοι έχουμε δει πολλές ταινίες του. Τι μας κάνει να κολλάμε στην τηλεόραση και να θέλουμε πάλι να τις ξαναδούμε;
‘Ήταν ξεχωριστός. Μπορεί να μην εξέφραζε πάντα αυτό που πιστεύαμε ή θέλαμε να εκφράσει αλλά ακόμα και έτσι, όντας άκρως ειλικρι98νής μας έκανε να αναρωτηθούμε στο τέλος τι ακριβώς θέλουμε όταν βλέπουμε μια ελληνική ταινία ή ένα ελληνικό θεατρικό έργο.
Πώς κατάφεραν οι παλιές κινηματογραφικές ταινίες να αγαπηθούν και να παίζονται δεκαετίες από γενιά σε γενιά;
Είμαστε εγωπαθείς (αρκετά), εγωιστές (πολύ) αλλά και ρομαντικός λαός (πολύ) οι Έλληνες. Αντιπαθούμε τον εαυτό μας για πράγματα που δεν κάναμε- ενώ μπορούσαμε- στο παρελθόν, θέλουμε όμως να τα θυμόμαστε.
Βιογραφικο
Ο Δημήτρης Κωνσταντάρας , γεννήθηκε στην Αθήνα .Τελείωσε Αμερικανικό Λύκειο στις ΗΠΑ. Ασχολήθηκε ενεργά με τον αθλητισμό και σπούδασε Αγγλική και Ελληνική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εργάστηκε – και συνεχίζει να αρθρογραφεί- επί 40 χρόνια σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς. Ασχολήθηκε με την πολιτική το 2002 και εξελέγη 4 φορές ( Υπερνομαρχία , Βουλή και Δημοτικό Συμβούλιο Αθηνών) . Έχει τιμηθεί με το Βραβείο Ειρήνης ΑμπντίΙπεκτσί . Με τη σύζυγό του Βίκυ Βουρλάκη, έχουν δυο παιδιά, την Παυλίνα και το Λάμπρο. Έχει γράψει 8 μυθιστορήματα, την μονογραφία « Λάμπρος Κωνσταντάρας- Μέσα απ΄τα δικά μου μάτια», τα «Γράμματα στον Παράδεισο», το θεατρικό «Βουλευτή να σε πει η μάνα σου», την ερευνητική μελέτη «Ημερολόγια» , τη μελέτη « Πολεμικές Αποζημιώσεις και Κατοχικό Δάνειο» και πολλά ιστορικά αναγνώσματα .