«Σ’ εσάς που με ακούτε» (για τα παιδιά που χάθηκαν στα Τέμπη)

Του Βαγγέλη Σακέλλιου
Δικηγόρου

«… το ξέρω καλά τι βάρος είναι τα ποιήματα
τι κίνδυνος το λατομείο των λέξεων
πάνω σου να καταρρεύσει
ο,τι κουβαλάω από εκεί γίνεται αμέσως σκόνη
κι εγώ μπορώ μόνο να προσευχηθώ στη σκόνη,
δεν ξέρω πώς να την περιγράψω,
εσείς όμως ξέρετε και το θυμάστε…»
Δανάη Σιώζου, Επιστολές

Το μακρινό 2002 η εξαιρετική Πέννυ Παναγιωτοπούλου μας χάρισε ένα μικρό διαμάντι, μια ελεγεία για την οδυνηρή απουσία, μια απουσία που αρνείσαι πεισματικά να δεις κατάματα. Ο τίτλος της ταινίας της μελαγχολικός, σχεδόν σπαραξικάρδιος : «Δύσκολοι αποχαιρετισμοί: Ο Μπαμπάς μου», φιλμ που χάρισε στον δεκάχρονο πρωταγωνιστή του την βράβευση και την διάκριση του στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο. Ήταν η ιστορία ενός μικρού παιδιού που ξαφνικά χάνει τον πατέρα του. Αρνείται να το δεχτεί. Φυλάει την μνήμη του σαν νάναι ζωντανός, τον νιώθει δίπλα του και υποδύεται τον έτερο εαυτό. Αντιποιείται τον ρόλο του σε μια α-συνέχεια του χρόνου, εκεί, στα ριζά της θλίψης.

Απωθεί την απώλεια μεταβολίζοντας τον πόνο σε ένα ευφρόσυνο φαντασιακό σύμπαν που συλλαβίζει ψιθυριστά. Η απώλεια ουδέποτε θα μετοικήσει εντός του . «Ομιλεί» χωρίς να ακούγεται.

Τον ίδιο περίπου καιρό, το 2003, στο μαγικό «Θέατρο της Οδού Κυκλάδων» ο Λευτέρης Βογιατζής, η Μαρία Πρωτόπαππα, ο Νίκος Κουρής, η Ρένη Πιττακή μίλησαν χωρίς υπαινιγμούς. «Μίλησαν» σένα φανταστικό κοινό που, στο Βερολίνο χωρίς το Τείχος του, ανυπομονούσε νακούσει. Κι ήταν ο θεατρικός λόγος της Λούλας Αναγνωστάκη, λόγος καθάριος και φωτεινός, που σάρκαζε και προκαλούσε το κοινό (του).

Σ’ ένα αμήχανο Βερολίνο, μετά την πτώση του Τείχους και το τέλος της Ιστορίας, Έλληνες και Γερμανοί ομνύουν στην επανάσταση , την επελεύνουσα παγκοσμιοποίηση, την ορμή της άγουρης νιότης, την βία, τους μετανάστες. Ο Χάνς και η Μαρία, ο Άγης και η Σοφία, ο Νίκος, ο Τζίνο, η Έλσα, ο Ιβάν με φόντο ένα μικροαστικό διαμέρισμα ανασυνθέτουν ψηφίδες μιας εφήμερης ζωής ενός κόσμου που χάνεται, ενός κόσμου που ανατέλει, ψηλαφούν στα εσώψυχα μιας ανθρώπινης λεηλασίας με πρόσχημα ή άλλοθι την «κόκκινη Ρόζα» που το άψυχο σώμα της το βρήκαν στο κανάλι Λάνβεχρ κοντά στη γέφυρα του Λιχτενστάιν στο Βερολίνο στους χρόνους της αδύναμης επανάστασης.
Ψηλαφούν όμως και τα τραύματα μιας διαδρομής, με διαψευσμένους έρωτες, ένοχα μυστικά, με την απόρριψη του διαφορετικού, περιπλάνηση στον σκοτεινό κόσμο των ουσιών, με την αποκαθήλωση ενός διωγμένου και αποκαθηλωμένου πατέρα, με μια μητέρα δυνάστη και κυνική μπρος στην ανημπόρια της.

Η Λούλα Αναγνωστάκη, στο προτελευταίο θεατρικό της έργο, σφαδάζει από πόνο, γίνεται μάρτυς και κήρυκας θρυμματίζοντας τις βεβαιότητες που η βιωτή ξέρασε αμέριμνα όταν ο κόσμος γυρνούσε ανάποδα.

Η Αναγνωστάκη ανέστησε αντιήρωες σε ταραγμένους καιρούς, γύρισε το βλέμμα της χωρίς να βγάλει τα μαύρα γυαλιά και εξουθενωμένη από την ήττα της αντέλεξε παρήγορα, σχεδόν ηδονικά, μεθυστικά : «Σ’ εσάς που με ακούτε».

Κι όσοι «ακούν» μπορεί να βρίσκονται στις μεγάλες πορείες, ανάμεσα στα ξεδιπλωμένα λάβαρα, δίπλα στα πλακάτ και τους αφανισμένους της ζωής, μπορεί να βρίσκονται διωγμένοι, κυνηγημένοι, ύποπτοι. Ξένοι σε αλλότριο τόπο, ηττημένοι και ημιθανείς.

Όπως ηττημένοι και ημιθανείς βρίσκονται και άπαντες στην σάλα αυτού του Βερολινέζικου σπιτιού περιμένοντας, με φόβο ή ανυπομονησία αδιάφορο, νακούσουν ή να πουν αλήθειες που καίνε, αλήθειες που τρομάζουν. Μικρές και μεγάλες Οδύσσειες στο περιθώριο της ζωής και του επέκεινα όταν οι διαψεύσεις κατακρημνίζουν το αφήγημα μιας ζωής, ψηφίδες πολύχρωμες ενός μετέωρου εαυτού που φοβάται αλλά και ελπίζει.

«Σ’ εσάς που με ακούτε» αντικρίζουμε, μέναν παράξενο τρόπο, όλους εμάς διασκορπισμένους στην πλατεία, σε άναρχες θέσεις, σαν έναν «ήχο των όπλων» λίγο πριν – λίγο μετά «την παρέλαση».
Και η Αναγνωστάκη εκεί, στο γνωστό θεωρείο, άλλοτε προβοκάτορας κι άλλοτε ξωτικό, να γνέφει μυστήρια, να σε μυεί σε ο,τι λογαριάζουμε για ζωή, στο πάθος και στα πάθη.

Η ενδοχώρα του καθενός και της καθεμιάς μας είναι καιόμενη βάτος. Μια υπόμνηση και μια χειρονομία αβέβαιη, μια λυτρωτική αποστροφή στην επικράτεια του ζόφου, ένα νεύμα χαράς που η σαγήνη του πάθους ξελόγιασε και ξεστράτισε.

Γιαυτό και σε αυτό το αόρατο και φανταστικό πλήθος χωρούν πολλοί. Επιλήσμονες ακροατές και ξέγνοιαστες πόρνες. Παιδιά «του κατηχητικού» και «άγρια» παιδιά των Εξαρχείων, πιστοί καθολικοί, αβέβαιοι ορθόδοξοι και άθεοι πότες. Επίδοξοι συγγραφείς, σαν τον χαμένο τον Άγη, και «βαποράκια» της μιας δόσης. Ομοφυλόφιλα παιδιά έρμαια στα χέρια των πατεράδων. Φιλήσυχοι καθηγητές που απολαμβάνουν την σύνταξή τους. Ονειροπόλοι επαναστάτες που πυρπολούν το είναι τους κάτω από κόκκινα λάβαρα. Νοικοκυραίοι της συνοικίας και άνεργοι της ναυπηγοκατασκευαστικής. Ένα πλήθος επώνυμων και ανώνυμων, κάποιοι καταραμένοι και ανέστιοι, κάποιοι βέβαιοι και σίγουροι.

Ένα πλήθος ετερόκλητο που πάλλεται και κλυδωνίζεται, αργοσβήνει στις αντιθέσεις του. Ένα πλήθος του θυμικού, που φαντασιώνεται μετά τον λήθαργο, βρυχάται την παρουσία του. Αυτό το πλήθος δεν βρίσκεται εν κενώ. Οι συντεταγμένες του, αν και ανόμοιες, είναι γνώριμες. Επωάσθηκαν βασανιστικά στις χώρες του παράδοξου, στην χώρα του εαυτού. Χαράχτηκαν βίαια, ερήμην μας. Είναι οι οιμωγές, οι επιτάφιοι θρήνοι. Τυφλά τραύματα και διαψεύσεις. Πολλές, απανωτές διαψεύσεις. Είναι , όμως , κι ένα αβέβαιο, ασθενικό νεύμα. Κατάφαση ζωής ανάμεσα σε ερείπια, ένα δοξαστικό «εκέκραξα», είτε από πίστη είτε από φόβο.

Αυτό το πλήθος γίνεται κοινό. «Κοινό» που αφουγκράζεται, «ακούει», κανοναρχεί. Είναι πολλά τα ρυάκια, πολλές οι γενιές, πολλές οι φωνές που ακούγονται πολύχρωμα με νταούλια και βιολιά. Χοάνη συνειδήσεων, ένα μακελειό ελπίδων, σωμάτων, ιδεών στη μέγγενη του αβέβαιου.

Κι όμως αυτό το πλήθος, αυτό το κοινό έχουν σφυγμό, μυρίζουν ζωή. Μεταβολίζουν αργόσυρτα την βουβή οργή, την διάψευση, την παραίτηση σε προσδοκία. Μεταβολίζουν, όχι ανυποψίαστα πια, το Reguiem σε Συμφωνία της Χαράς. Μοιράζουν το αντίδωρο ξορκίζοντας το κακό, ομνύοντας στο θάμβος του ανεπάντεχου.
Αυτό το πλήθος έτοιμο να εκραγεί, κι εμείς εφήμεροι ταξιδιώτες στον κρατήρα ενός άγνωστου ηφαιστείου έτοιμοι να παραδοθούμε στη λάβα του.

Η Αναγνωστάκη μετάπλασε την αδυναμία σε δύναμη, τον φόβο σε ελπίδα, το έρεβος σε φως, σε προσδοκία.
Μετάγγισε ζωή, όχι απαντήσεις, στον χώρο της α-συνέχειας, εκεί στην επικράτεια της λησμονιάς, σαν απομάγευση του εφήμερου.

Το δικό της «πλήθος» είναι το δικό μας πλήθος, τα φαντασιακό κοινό είναι το δικό μας «κοινό», ένα κοινό ανεξίθρησκο αλλά με πίστη.

Το βερολινέζικο σπίτι, σαν όλα τα σπίτια του κόσμου, αιχμάλωτο από φιλελεύθερους, παλαιοκομμουνιστές, ακτιβιστές, βαποράκια και ομοφυλόφιλους καθηλωμένους σε αναπηρικά καροτσάκια. Το πλήθος, έξω, άγριο, σαν έτοιμο από καιρό. Οι μονόλογοι της Σοφίας, του Άγη, της Έλσας, του Τζίνο είναι οι εξομολογήσεις του εαυτού, τσακισμένοι αλλά καθαροί. Είναι οι εξομολογήσεις της πιο βαθιά νύχτας γιαυτό σπαρακτικοί, κόβουν σαν το λεπίδι.

Όπως τώρα, όταν ο Τζίνο αυτοσυστήνεται στο μεγάλο – και μικρότερο – κοινό : «Αδέλφια μου! Γειά σας! Είμαστε εδώ απόψε στο σπίτι του Χάνς και της Μαρίας, του Άγη και της Σοφίας. Εδώ στο μεγάλο και τρανό Βερολίνο! Τώρα δεν μ’ ακούτε. Αύριο όμως θα κατέβω στη συγκέντρωση και θα σας μιλήσω. Γειά σας! Άνθρωποι από παντού. Ο παππούς μου πολέμησε στη Βέρμαχτ κι άφησε τα κοκαλάκια του στα ρώσικα δάση. Κι ο πατέρας μου είκοσι πέντε χρονών σκοτώθηκε σ’ εργατικό ατύχημα έξω από το Σικάγο. Είμαι ο Τζίνο από τη Νάπολη! Ήρθα να συμπαρασταθώ – η ανθρωπότητα είναι μαζί μας. Δεν θα αφήσουμε τους ισχυρούς να μας κάνουν ο, τι θέλουν. Θα βάλουμε τους δικούς μας όρους. No pasaran ! No pasaran ! No pasaran !»

Και η μουσική όλο και να δυναμώνει.
Οι χειρονομίες έμειναν ξέπνοες , ημιτελείς. Θυμωμένες χαρακιές που χάνονται θολά σέναν κόκκινο ουρανό. Και δεν ξέρεις αν είναι η δύση στον Βόσπορο ή η θάλασσα της Τυρρηνικής.

ΥΓ . Η παράσταση «Σ’ εσάς που με ακούτε» της Λούλας Αναγνωστάκη, ένα βαθύτατα πολιτικό έργο, σε σκηνοθεσία του Χρ. Θεοδωρίδη, συνεχίζεται στο «Αμφιθέατρο – Σπύρος Ευαγγελάτος» στην Πλάκα, στο δρομάκι της Αγγελικής Χατζημιχάλη.