Τατιάνα Αβέρωφ: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη
Η Τατιάνα Αβέρωφ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1954. Σπούδασε Ψυχολογία στην Αθήνα και στο Λονδίνο και εργάστηκε είκοσι χρόνια ως ψυχολόγος. Ήταν εισηγήτρια σε σεμινάρια δημιουργικής γραφής στο ΕΚΕΒΙ, στον Πολυχώρο Μεταίχμιο και σε συνεργασία με άλλους φορείς. Είναι πρόεδρος του κοινωφελούς ιδρύματος Ε. Αβέρωφ-Τοσίτσα και διευθύνει την ομώνυμη Πινακοθήκη στο Μέτσοβο. Έχει εκδώσει δύο βιβλία για την εκπαίδευση: Μαθαίνοντας τα παιδιά να συνεργάζονται (1983) και Συνεργασία στη μάθηση (1990), και τα μυθιστορήματα: Το ξέφωτο (2000), Αύγουστος (2002), Ανοιχτή γραμμή (2005), Θράσος (2009), Δέκα ζωές σε μία (2014), Έγκλημα στον Παράδεισο (2017) και τελευταίο το Silver Alert (2023), που μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.
Ποιο ήταν το έναυσμα για να γραφεί το μυθιστόρημα Silver Alert, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο;
Όταν εκδόθηκε το προηγούμενο βιβλίο μου, το Έγκλημα στον Παράδεισο, ο αρχικός σκοπός μου ήταν να ξεκινήσω τη συνέχεια του Δέκα ζωές σε μία ‒ ένα ιστορικό μυθιστόρημα με ήρωα τον πατέρα μου, στο οποίο όμως είχα καταφέρει να γράψω μόνο για τις πρώτες πέντε ζωές του. Ασχολήθηκα ένα-δυο χρόνια, έγραψα κάμποσες χιλιάδες λέξεις, αλλά δεν ήταν αυτό που ήθελα και το έβαλα στην άκρη. Και ενώ έψαχνα θέμα για το επόμενο βιβλίο μου, μαθαίνω τυχαία για μια υπόθεση αρχαιοκαπηλίας με κλοπές ανεκτίμητων κειμηλίων από ερημικές εκκλησίες στην περιοχή της Ηπείρου. Αυτό ήταν. Η σπίθα, η αρχή του νήματος. Το Silver Alert βασίζεται δηλαδή σε πραγματικά γεγονότα, στα οποία έχουν προστεθεί βέβαια και πολλά ακόμα μυθοπλαστικά στοιχεία.
Ο τίτλος Silver Alert είναι συμβολικός ή δηλώνει κάτι κυριολεκτικά;
Στο Silver Alert ο αστυνόμος Γαλάνης καλείται να εξιχνιάσει τρεις φαινομενικά άσχετες υποθέσεις: α) την εξαφάνιση της συζύγου ενός «επώνυμου» επιχειρηματία, β) μια σειρά ληστειών από ερημικές εκκλησίες με λεία ασημένια κειμήλια και άλλους θησαυρούς, και γ) τον ανεξήγητο φόνο ενός καθηγητή Λυκείου που ήταν συμπαθής σε όλους. Ο τίτλος λοιπόν παραπέμπει στην εξαφάνιση της γυναίκας, αλλά και έμμεσα στα ασημένια κειμήλια που εξαφανίζονται, και ‒κάπως τραβηγμένα‒ στον μυστηριώδη «εξ-αφανισμό» ενός απλού ανθρώπου.
Ποιος είναι ως προσωπικότητα ο αστυνόμος Περικλής Γαλάνης, ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος;
Τον αστυνόμο Περικλή Γαλάνη τον γνωρίσαμε στο προηγούμενο βιβλίο μου, το Έγκλημα στον Παράδεισο, που ήταν και η πρώτη μου απόπειρα να ασχοληθώ με την αστυνομική λογοτεχνία. Ο Γαλάνης ήταν ένας από τους πολλούς χαρακτήρες που αγάπησα και που ξαναζωντανεύω με χαρά σε τούτο το βιβλίο. Πρόκειται για έναν έντιμο, δυναμικό και μάλλον μονόχνοτο αστυνομικό, που ρίχνεται με πάθος στη δουλειά του προκειμένου να αποφύγει προσωπικές σκέψεις και συναισθήματα που ίσως ξυπνούσαν παιδικά τραύματα επιμελώς καταχωνιασμένα. Κάτω όμως από το αυστηρό προσωπείο, διαθέτει και πολλές αρετές ως χαρακτήρας που βγαίνουν σιγά σιγά στην επιφάνεια ‒αναγκαστικά‒, γιατί έχει εισβάλει στη ζωή του η γιατρός Μαρία Λάζου.
Η πλοκή διαδραματίζεται στην Ήπειρο. Για ποιο λόγο έγινε αυτή η επιλογή;
Ο τόπος καταγωγής μου είναι η πηγή που τροφοδοτεί τη γραφή μου όχι μόνο σε τούτο το βιβλίο αλλά, εμμέσως, σε όλα νομίζω. Όταν αποφάσισα να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου και στο αστυνομικό μυθιστόρημα, διάλεξα αυτομάτως να το τοποθετήσω σε ένα περιβάλλον οικείο, μακριά από τη μεγάλη πόλη. Διαισθάνθηκα πως αυτό θα με βοηθούσε να διαχειριστώ καλύτερα την αστυνομική πλοκή, αλλά και να μιλήσω για τα κακώς κείμενα της μικρής κοινότητας και της ανθρώπινης φύσης με χιούμορ και τρυφερότητα.
Μια όμορφη σύζυγος, η Κασσάνδρα, εξαφανίζεται. Μήπως η ομορφιά της είναι και ένας από τους λόγους της εξαφάνισης;
Όλα είναι ανοιχτά. Δεν μπορώ να πω περισσότερα, γιατί θα κινδυνέψω να αποκαλύψω πράγματα που φανερώνονται σιγά σιγά ως το τέλος του βιβλίου.
Ο Γαλάνης αναλαμβάνει την υπόθεση. Ποια είναι η μέθοδός του και ποια βήματα θα κάνει αρχικά για να ανακαλύψει τους ενόχους;
Ο Γαλάνης είναι κανονικά ένας μεθοδικός και επίμονος ντετέκτιβ. Μελετάει σε βάθος όλα τα δεδομένα, φτιάχνει λίστες, σχεδιαγράμματα με ερωτηματικά, υπόπτους, θέματα προς διερεύνηση, μοιράζει αρμοδιότητες, εμπνέει, οργανώνει, τρέχει, ώσπου στο τέλος λύνει φυσικά την υπόθεση. Αυτή τη φορά όμως, σε αντίθεση με το Έγκλημα στον Παράδεισο, έχει αναλάβει ταυτόχρονα τρεις διαφορετικές υποθέσεις. Η πίεση που δέχεται από τους ανώτερούς του, αλλά και η γκρίνια της αγαπημένης του Μαρίας, τον έχουν αποσυντονίσει με αποτέλεσμα να μας αποκαλύπτει και μια άλλη πλευρά του χαρακτήρα του.
Παράλληλα, ανεκτίμητοι βυζαντινοί θησαυροί κάνουν φτερά. Γιατί οι εκκλησίες αποτελούν στόχο των διαρρηκτών;
Όπου υπάρχει ζήτηση, υπάρχει και προσφορά… Είναι πολλοί οι συλλέκτες που ενδιαφέρονται να αποκτήσουν βυζαντινές εικόνες ή άλλα πολύτιμα αντικείμενα εκκλησιαστικής τέχνης, τα οποία πωλούνται σε υψηλές τιμές στη μαύρη αγορά ή στις μεγάλες γκαλερί του εξωτερικού ‒ αφού «νομιμοποιηθούν» με διάφορες γνωματεύσεις και σφραγίδες. Και, φυσικά, πέρα από τις ληστείες εκκλησιών, που σχετίζονται με οργανωμένα κυκλώματα αρχαιοκαπηλίας, υπάρχουν πάντα και οι μικροδιαρρήκτες, που έχουν στόχο τα χρήματα από το παγκάρι ή το ασήμι από τα τάματα και τις εικόνες.
Και ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, η διεισδυτική συγγραφική ματιά απεικονίζει τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής επαρχίας. Αλήθεια, έχει βελτιωθεί η εικόνα της επαρχίας σε σχέση με παλαιότερες εποχές;
Η ελληνική επαρχία δεν είναι παρά μια μικρογραφία της Ελλάδας, με τη διαφορά πως όλα είναι πιο έντονα, πιο μεγεθυσμένα, λιγότερο απρόσωπα. Οι τοπικές αρχές, η αστυνομία, η υγεία δεν είναι απρόσωποι θεσμοί, έχουν όνομα και επώνυμο. Όλοι ξέρουν όλους, εξ ου και τα κουτσομπολιά οργιάζουν. Αυτό με γοητεύει ως συγγραφέα, γιατί μου δίνει την ευκαιρία να εστιάσω στα παράδοξα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και να εμπνευστώ από τους χαρακτήρες μου. Αλλά για να έρθω και στην ερώτησή σας, θα έλεγα πως ναι, φυσικά και έχει αλλάξει με τα χρόνια η εικόνα της ελληνικής επαρχίας. Υπάρχει λιγότερη απομόνωση, η τηλεόραση, το ίντερνετ, οι οδικοί άξονες, οι αυξανόμενες υποδομές ‒ μια γειτονιά είναι πια η Ελλάδα, από πολλές απόψεις. Παράλληλα, υπάρχουν αναπόφευκτα και οι δυσκολίες πάντα του μικρού τόπου, όπως τις ξέρουμε.
Απόλαυσα το χιούμορ, τη δράση και το σασπένς του βιβλίου σας, που δείχνουν να σας βγαίνουν αβίαστα.
Το χιούμορ μού βγαίνει φυσικά, είναι ο τρόπος που βλέπω τα πράγματα, ο τρόπος που σχολιάζω και εξορκίζω τα κακώς κείμενα. Το δε σασπένς, με την ευρεία έννοια, δηλαδή να καταφέρνεις να κρατάς ζωντανό το ενδιαφέρον του αναγνώστη, είναι κάτι που πάντα με απασχολεί και το προσπαθώ σε όλα μου τα μυθιστορήματα, όχι μόνο στα αστυνομικά.
Γιατί οι αναγνώστες αγαπούν τα αστυνομικά μυθιστορήματα;
Νομίζω γιατί τους συναρπάζει το μυστήριο και συμμετέχουν στην προσπάθεια διαλεύκανσής του, μπαίνοντας ίσως και σ’ ένα παιχνίδι με τον συγγραφέα για να αποδείξουν ότι δεν μπορεί να τους κοροϊδέψει. Επίσης, το έγκλημα, η παραβατικότητα γενικά είναι κάτι που κινεί το ενδιαφέρον μας, μας κάνει να απορούμε, να αναρωτιόμαστε, να ψάχνουμε τα γιατί και τα πώς μπορεί να οδηγηθεί κανείς στο έγκλημα.
Όσα διαβάζουμε στα αστυνομικά μυθιστορήματα έχουν σχέση με όσα γίνονται πραγματικά στην κοινωνία μας;
Φυσικά και έχουν σχέση. Όλο και πιο πολύ, μέρα με τη μέρα, τα γεγονότα μάς αποδεικνύουν ότι, ναι, αυτά συμβαίνουν και στη μικρή, δική μας Ελλαδίτσα.
Τι θα προτείνατε στους νέους συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων;
Να προσέχουν τη γλώσσα, να την παιδεύουν, να την πονάνε, εξίσου ή ακόμα πιο πολύ κι απ’ την πλοκή. Όση δράση και αν έχει, ένα κακογραμμένο αστυνομικό είναι αφόρητο.