
«Τα γέλια και τα δάκρυα της πέτρας-Ηπειρώτικες ιστορίες ζυμωμένες με νοσταλγία» Β.ΜαλισιόβαςΕκδόσεις Αλεξάνδρεια 2025 σελ.440
Γράφει : Ο Κώστας Α. Τραχανάς
Ήπειρος άγονος και κακοτράχαλη γη ,τόπος ασκητικός, που δεν μπορούσε να θρέψει την οικογένεια, κατοικημένος από ανθρώπους με γνησιότητα στα αισθήματα , σε ισορροπία με τη φύση, που άντεξαν σκληρές δοκιμασίες σε δύσκολους καιρούς και που ορκίζονται στη φιλία και την ιερότητα του ψωμιού.
Οι δυσχέρειες διαμόρφωσαν τους ανθρώπους της Ηπείρου και τους κατέστησαν καρτερικούς , εργατικούς , ψύχραιμους και εύστροφους στην εύρεση τρόπων να υπερβαίνουν τα χαλεπά και να καταστούν πρότυπα ζωής αξεπέραστα. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν την ικανότητα να αξιοποιούν σοφά τους φυσικούς πόρους της περιοχής. Η ολιγάρκεια, η αυτάρκεια, η εγκράτεια, το μέτρο, η οικονομία και η λιτότητα στα όρια του ασκητισμού , η προνοητικότητα ήταν βιωμένες αξίες και αρετές των πατέρων και προπατόρων μας…
Το βιβλίο αυτό αποτελεί τη συνέχεια του επιτυχημένου έργου του Αρτινού Βασίλη Μαλισιόβα«Κάτσε να σου μολογήσω – Ηπειρώτικες ιστορίες από το παρελθόν που μιλούν στο παρόν» (εκδ. Αλεξάνδρεια, 2020). Το νέο βιβλίο, που περιλαμβάνει, όπως και το προηγούμενο, 25 συγκινητικές θεματικές ενότητες με μαρτυρίες και αφηγήσεις, και αποτυπώνει με μοναδικό τρόπο τη ζωή της ηπειρώτικης επαρχίας του 20ού αιώνα, μέσα από προφορικές αφηγήσεις ηλικιωμένων κατοίκων. Δίνει βήμα λόγου σε αυτούς που έζησαν μια ζωή απίστευτα σκληρή, αλλά που αγωνίστηκαν με απαράμιλλο σθένος και σπάνια αξιοπρέπεια για να βγουν στο φως. Που ζούσαν με απίστευτες στερήσεις , όμως ποτέ δεν μεμψιμοιρούσαν. Που δεν τους ακούσαμε .Που δεν τους αφήσαμε να μοιραστούν μαζί μας το πως αντιμετώπιζαν τις μικρές και μεγάλες προκλήσεις της ζωής. Που , εν τέλει, τους καταδικάσαμε σε αλαλία…
Ο κόσμος που περιγράφει ο ΗπειρώτηςΒασίλης Μαλισιόβας είναι ένας κόσμος που ζυμώθηκε με τη δυσκολία.Στην Ήπειρο ήταν φτώχια μεγάλη τότε. Οι Ηπειρώτες μέρασαν το τίποτά τους…
Είναι ένα ταξίδι στο παρελθόν ,τότε που στα Ηπειρώτικα χωριά ήταν καθημερινό βίωμα η αλληλεγγύη, η αλληλοβοήθεια , ο εθελοντισμός και οι …ΜΚΟ.
Το έργο καλύπτει ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, όπως η αλληλεγγύη, οι δυσκολίες της Κατοχής και του Εμφυλίου, οι παραδόσεις των γιορτών (Χριστούγεννα, Πάσχα), αλλά και καθημερινές πτυχές της ζωής, όπως το όργωμα, η θέρμανση, τα παιδικά παιχνίδια και η σχέση με το φυσικό τοπίο.Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου ξεδιπλώνεται ένας κόσμος γεμάτος αντιθέσεις: η φτώχεια και οι κακουχίες συνυπάρχουν με τη χαρά της κοινότητας, η σκληρότητα της εποχής με τις βαθιά ριζωμένες αξίες, όπως η αλληλεγγύη και η ανθρωπιά. Αναδεικνύονται επίσης η υλική διάσταση της ζωής χωρίς την ενίοτε διαβρωτική επίδραση της τεχνολογίας, η χαρά της αυθεντικότητας και απλότητας που δίνει η επαφή με το φυσικό τοπίο, η σημασία της προφορικής παράδοσης ως κληρονομιάς των σημασιών του παρελθόντος: θέματα και αξίες, στη διάσωση και προβολή των οποίων ο Βασίλης Μαλισιόβας έχει αφιερώσει τη ζωή του. Οι αφηγήσεις αυτές αφορούν μια εποχή που πέρασε οριστικά πλέον στην Ιστορία.
Στο βιβλίο αυτό θα δούμεότι :η ζεστασιά του σπιτιού δεν προέρχεται μόνο από το τζάκι ,αλλά και από την ανθρώπινη αγκαλιά, ο ασβέστης δεν είναι μόνο οικοδομικό υλικό , αλλά και μαγειρική ύλη ή και μέσο καλλωπισμού, στο σχολείο , για να σβήνουν τον πίνακα , αντί για τον δυσεύρετο σπόγγο χρησιμοποιούν ένα λαγοπόδαρο, ο πρακτικός γιατρός επανορθώνει το σπασμένο χέρι καλύπτοντάς το με σαρδέλες, οι τσοπάνηδες ήταν ορθοπεδικοί και η αρκούδα φυσικοθεραπεύτρια,η καμένη κεραμίδα ήταν για να μαλακώσει ο πόνος, υπάρχει η άδολη θρησκευτικότητα αλλά και οι δεισιδαιμονίες, η κοινωνία ήταν βάναυση με όσους δεν ακολουθούσαν τον κώδικα τιμής και ηθικής της, τα καλύτερα καλλυντικά των παλιών ήταν τα νιάτα τους, οι μητέρες έπλεναν τα παιδιά με αλισίβα από στάχτη και πράσινο σαπούνι, οι μεγάλοι μόνο στο κεφάλι πλένονταν, ο καπνός και τα ποτά(τσίπουρο και κρασί) ήταν παρόντα σε κάθε στιγμή της ζωής : στη χαρά της γιορτής, στην παρηγοριά της θλίψης, φτωχός φτωχόν τον συμπονεί, οι παλιοί πήγαιναν μιντάνι (εθελοντική εργασία για ιδιωτικό ή κοινωφελές έργο), η συναλλαγή γινόταν χωρίς χρήματα, ήταν καλό οπωρικό το άγριο σταφύλι η ζαμπέλα, από την ζαμπέλα έβγαινε το τσίπουρο ακόμα και σήμερα, με τη ζαμπέλα πήγαινε η ψυχή παρακάτω, τα παιχνίδια των παιδιών ήταν οι ξεχασμένες από τον πόλεμο και τον εμφύλιο χειροβομβίδες, οι κληματαριές , τα πλατάνια και οι φτέρες ήταν τα δωρεάν κλιματιστικά, με το χουλιάρι(κουτάλι) αυγαταίνει το φαΐ, το ψωμί με ρεβιθάλευρο ήταν άτυχο , άνοστο ψωμί, δεν είχαν ρολόγια , μ΄ αντεικισμό (κατά προσέγγιση ώρας) περπάταγαν , τη νύχτα έβλεπαν τ΄ αστέρια, στο σχολείο ο δάσκαλος χτυπούσε τα παιδιά με την λούρα, την βίτσα, τον χάρακα και την τσουκνίδα,τα παιδιά περπατούσαν ώρες ατελείωτες με κρύο ,χιόνι, βροχή, ήλιο, για να φτάσουν στο σχολείο, στα σπίτια δεν εύρισκες ούτε μία καρέκλα ,κάθονταν όλοι καταή σταυροπόδι, το Πάσχα του παλιού καιρού: αγώνας για μερικά αυγά , λίγο κρέας, τα γουμίδια ήταν η σημερινή μαγειρίτσα, η βδέλλα και οι βεντούζες ήταν τα αιμοβόρα φάρμακα δια πάσαν νόσο, οι κοπριές χρησίμευαν για πασάλεμμα τοίχων, το τζάκι, το μαγκάλι, η γάστρα και το αγκάλιασμα ήταν τα θερμαντικά σώματα της παλιάς εποχής, όλοι είχαν ψύλλους, κοριούς , ψείρες από την απλυσιά, μεταφορικά μέσα ήταν τα πόδια ,τα ζώα και τα κάρα, τα ημερομήνια, τα πουλιά , τα ζώα και τα έντομα ήταν οι βοηθοί των πρακτικών μετεωρολόγων, μια βαριά κατάρα ήταν : να μην ακούσεις κούκο την άνοιξη, το νερό νεράκι ,έλεγαν οι πρόγονοί μας, βαρέλα ξύλινη για νερό είχε το κάθε νοικοκυριό, το όργωμα ήταν δουλειά σκληρή ,μεγάλη πολυτέλεια ήταν το οινόπνευμα και για γενόσημο χρησιμοποιούσαν το τσίπουρο, κάνανε τσίπουρα από κούμαρα, τα ρούχα ήταν φτιαγμένα από τσουβάλια, κουρτίνες, αλεξίπτωτα, δεν φορούσαν εσώρουχα, παπούτσια λίγοι είχαν,τα περισσότερα παιδιά ήταν ξυπόλυτα, τα παλιά τα χρόνια είχαν για προσφάι το κρασί, η φιλοξενία του παλιού καιρού : στρωματσάδα, κοριοί και καλή καρδιά,…
Ο Βασίλης Μαλισιόβας «κατέβασε» τη λογοτεχνική γλώσσα στη λιτότητα της προφορικής ομιλίας ,της λαϊκής διαλέκτου, της απέριττης έκφρασης ,ώστε να αναδείξει τον ατόφιο λόγο των απλών αγράμματων ανθρώπων, οι οποίοι ωστόσο κρύβουν τόση θυμοσοφία και ποιητικότητα όση δεν φαντάζεται κανείς.
Ο προφορικός λόγος είναι εκφραστικός, δυναμικός, ευρηματικός και μουσικός, ενώ σε στιγμές ιδιαίτερα φορτισμένες οι αυθόρμητες επινοήσεις έχουν τόση εκφραστικότητα, που μοιάζουν σχεδόν ποιητικές. Εκατοντάδες σελίδες ,δεκάδες ώρες συζήτησης , με πολλές ιστορίες υπερήλικων Ηπειρωτών.Ο προφορικός παραδόσεις και ιστορίες είναι ένας τρόπος να ακουστεί ο πόνος των ανθρώπων και μάλιστα άμεσα. Λέξεις από τον βυθό της μνήμης , λέξεις ξεχασμένες , λέξεις από το παρελθόν,όπως ακριβώς και τα τραύματα, επιστρέφουν με επιμονή.Λέξεις τόσο εύηχες και παραστατικές ,λες και υφαίνουν , η μία δίπλα στην άλλη, έναν λόγο χειροποίητο…
Το βιβλίο αποτελεί μια σημαντική συμβολή στην καταγραφή του πολιτισμού της ελληνικής υπαίθρου και απευθύνεται σε όσους επιθυμούν να γνωρίσουν την αυθεντική ζωή της Ηπείρου μέσα από τις ζωντανές φωνές των ανθρώπων της. Ένα μοναδικό οδοιπορικό μνήμης και παράδοσης. Εκτός από τη σαγήνη της ιστορίας ,την ακρίβεια στην περιγραφή ,την αφηγηματική ωριμότητα και την οικονομία του έργου, λειτουργεί ως μαρτυρία για τον 20ο αιώνα στην Ήπειρο.
Κλειδαμπαρωμένα σήμερα τα σπίτια μας .Σφαλισμένες οι καρδιές μας…
Ο Γάλλος διανοητής ΕντγκάρΜορέν λέει: «Η πρόοδος μπορεί να προέλθει από την επιστροφή στις ρίζες, όχι από τη λήθη της αρχής…»
Πρόθεση του Βασίλη Μαλισιόβα δεν είναι να αναβιώσουμε την παράδοση στην παλιά της μορφή.
Δεν γυρίζουν πίσω οι καιροί.
Εκείνο που με κάθε θυσία θα πρέπει να φροντίσουμε είναι το χρέος μας να τη διαφυλάξουμε αλώβητη για τις γενιές που έρχονται, ώστε κάθε φορά που θα χάνουν το δρόμο τους μέσα στη δίνη των καιρών που διαφαίνονται, να αντλούν από το θησαυρό της στοιχεία γνήσια και άφθαρτα για να χαράξουν την δική τους πολιτισμική πορεία.
Για να μη χαθούμε σαν έθνος και σα φυλή ακουμπάμε στην παράδοση γιατί είναι ένα δέντρο με βαθιές ρίζες και καθιερωμένες αξίες.
Το διαφυλάττεις την ιστορική μνήμη είναι πολιτική πράξη.
Ένα σπουδαίο βιβλίο απολαυστικό στο ξεφύλλισμα , μαγευτικό στο διάβασμα. Είναι ένα βιβλίο αγάπης, νοσταλγίας, κάποιου πόνου.LacrymaeRetum. Να κλαίςγι΄αυτά που χάνονται ανεπίστρεπτα και ταυτόχρονα να είσαι υπέρ της αλλαγής, που τα καταδικάζει στην εξαφάνιση!!
Σελίδες γεμάτες ευγένεια , με νοσταλγικούς τόνους ,με ειλικρίνεια και αλήθεια.
Πρόκειται για Αριστούργημα.
Ο Βασίλης Μαλισιόβας γεννήθηκε το 1970 στη Μαρκινιάδα Άρτας. Σπούδασε κλασική φιλολογία και κοινωνική θεολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ως ερευνητής έχει συνεργαστεί –μεταξύ άλλων– με το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης (ΜΕΛΤ) και το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο (ΕΛΙΑ). Ως διορθωτή-επιμελητή κειμένων τον έχουν εμπιστευθεί πολλές εφημερίδες και περιοδικά (Η Καθημερινή, Ο Κόσμος του Επενδυτή, Πεμπτουσία κ.ά.), καθώς και εκδοτικοί οίκοι [Αλεξάνδρεια, ΕΑΠ, Κέντρο Λεξικολογίας (λεξικά Γ. Μπαμπινιώτη), Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος, Λιβάνης, Παπαδήμας, Μεταίχμιο, Άγκυρα, Παπαζήσης κ.ά.]. Επίσης έχει συγγράψει το βιβλίο Κάτσε να σου μολογήσω – Ηπειρώτικες ιστορίες από το παρελθόν που μιλούν στο παρόν, όπως επίσης και το βιβλίο Περί ευχών – Τι και γιατί ευχόμαστε σε κάθε περίσταση (σε συνεργασία με τον Π. Δημητρακόπουλο / εκδ. Άγκυρα). Επί σειρά ετών καταγράφει τα ιδιώματα της ιδιαίτερης πατρίδας του, αξιοποιώντας τα στη σύνταξη Ηπειρώτικου Λεξικού. Εργάζεται ως επιμελητής εκδόσεων.