«Τα παλιόπαιδα τ’ ατίθασα»

Του Βαγγέλη Σακέλλιου
Δικηγόρου

Ανακαλώ στη μνήμη μου τρεις στιγμές. Τρεις σκηνές με διαφορετικούς πρωταγωνιστές, ίδιες σκέψεις, παρόμοια συναισθήματα, χαμένες μέσα στο χρόνο.
Σκηνή πρώτη : Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70 πήρα την πρώτη (και τελευταία) αποβολή μου ως μαθητής Γυμνασίου. Το «αμάρτημα» δεν ήταν της μητρός μου αλλά δικό μου. Με δυο – τρεις φίλους και συμμαθητές τρυπώσαμε στον κινηματογράφο του πατέρα μου στο χωριό για να δούμε τον πολυδιαφημισμένο Αλαίν Ντελόν που έπαιζε με τον Ζαν Γκαμπέν στο «Δύο ξένοι στην ίδια πόλη».

Η ταινία, ως δραματική, κάτι σαν έγκλημα και θρίλερ, είχε χαρακτηριστεί «ακατάλληλη» και εν γνώσει μας την είδαμε λάθρα. Στην έξοδο, ωστόσο, ήταν ο Διευθυντής του Γυμνασίου μας, ένας θεολόγος συντοπίτης. Έστεκε κι έγραφε σένα μικρό μπλοκάκι λέγοντας μας σαρδόνια να πάμε στο σχολείο «με τον κηδεμόνα» μας. Πήγα. Η απόφαση, για όλους μας, ήταν γνωστή και ήταν η ίδια : διήμερη αποβολή, αυτή ήταν η ποινή, η τιμωρία για τα «ακατάλληλα» θεάματα.

Φεύγοντας με τον πατέρα μου κατευθύνθηκα προς το σπίτι, μια απόσταση 400 μέτρων. Ήταν η πιο δύσκολη διαδρομή που έκανα. Ένιωθα ένα βάρος και μια στενοχώρια. Κυρίως όμως ένοιωθα μια ντροπή την οποία η σιωπή του πατέρα μου την έκανε εντονότερη. Ένοιωθα πως η τιμωρία ήταν δίκαιη, το παράπτωμα βεβαιωμένο. Ωστόσο καταλάβαινα πως κάτι άλλο με πείραζε περισσότερο : ήταν η μικρό-αίσθηση της μικρό-αταξίας που υπονόμευε γραπτούς και άγραφους κανόνες ενός μαθητή με «διαγωγή κοσμιωτάτη».

Τον Διευθυντή μου τον είδα κι αργότερα, τελειόφοιτος της Νομικής πια, που με κέρασε καφέ στο «ΜΑΧΙΜ». Του θύμισα την αποβολή και μου είπε : «Βαγγελάκη γιαυτό είναι οι κανονισμοί, για να τηρούνται. Έτσι δεν λέτε κι εσείς οι νομικοί» ;

Σκηνή δεύτερη : Νέος δικηγόρος βρέθηκα στα παλιά Δικαστήρια της Άρτας, στην οδό Μανέγα, στο Δικαστήριο Ανηλίκων. Ο γιός ενός φίλου μου πήρε και οδήγησε παράνομα το μηχανάκι του πατέρα του, ήταν ανήλικος και δεν είχε δίπλωμα. Έμενε σε μεγάλο καμποχώρι που για «κακή» του τύχη είχε αστυνομικό τμήμα και οι φιγούρες του στο κέντρο του χωριού δεν πέρασαν απαρατήρητες. Πριν το Δικαστήριο βρεθήκαμε στο γραφείο μου, είχε σκυμμένο το κεφάλι, ένοιωθε άβολα, κοιτούσε φευγαλέα τον πατέρα του και διαρκώς ξεφυσούσε από το άγχος του, ίσως κι απ’ την απερισκεψία του. Ο πατέρα του ήταν αυστηρός αλλά ήταν – και το έδειχνε – δίπλα του. Ο πιτσιρικάς, τελικά, τέλειωσε το Μετσόβειο Πολυτεχνείο κι όπως μου είπε ο φίλος μου μετά τα μεταπτυχιακά του έμεινε στην Γερμανία, στο Μόναχο, όπου ζει και εργάζεται.

Σκηνή Τρίτη : Λίγο μετά την πανδημία γνωστός γνωστού ζήτησε να με δει. Ήρθε στο γραφείο με τον κανακάρη του. Ένας ανήλικος, με μαύρα ρούχα, με κουκούλα στο κεφάλι και με χτυπημένα τατουάζ. Κατηγορούνταν για πράξεις μεγάλης ηθικής και ποινικής απαξίας σε βάρος συμμαθητή του εντός του σχολείου. Όση ώρα τον έβλεπα έπαιζε με το κινητό του, γέλαγε στο άσχετο, προφανώς απ’ τα μηνύματα που λάμβανε, ουδόλως πρόσεχε τι έλεγα ή τι ρωτούσα και ουδεμία στιγμή κοίταξε ή απευθύνθηκε στον πατέρα του που καθόταν απέναντί του.

Δεν ξέρω αν είχε αντιληφθεί την βαρύτητα της πράξης του και την ηθική και κοινωνική απαξία της. Ήταν κυριολεκτικά «αλλού». Όπως «αλλού» πρέπει να ήταν κι ο πατέρας του που δεν έλεγε τίποτα. Το μόνο που ρώτησε ήταν «πόσο θα στοιχίσει το Δικαστήριο».
Αναφέρω τα παραπάνω που έχουν ένα κοινό, αλλά ανόμοιο, παρανομαστή : την αποκλίνουσα συμπεριφορά των ανήλικων μαθητών μέσα στον χρόνο. Απ’ την λάθρα παράσταση να δούμε τον Αλαίν Ντελόν αψηφώντας τους σχολικούς κανονισμούς μέχρι το διαδικτυακό σεξιστικό bullyihg που ισοπεδώνει σώματα και συνειδήσεις στις σχολικές αίθουσες.

Και τα θυμήθηκα τώρα, αμέσως μετά την εξαγγελία των κυβερνητικών μέτρων κατά του σχολικού bullyihg με την αυστηροποίηση των τιμωριών. Τα θυμήθηκα τώρα που οι εξαγγελίες αυτές προκάλεσαν αντιδράσεις, ιδεολογικοποίησαν την ανήλικη παραβατικότητα, επανέφεραν στο προσκήνιο έναν ιδιότυπο δικαιωματισμό των νέων, με στρεβλώσεις και παθογένειες.

Το πρόβλημα, ή μάλλον οι συμπτώσεις αυτού είναι παλιά. Η έξαρση όμως που παρατηρήθηκε είναι καινοφανής, τόσο εντός όσο και εκτός σχολικού περιβάλλοντος : Ανήλικοι επιτίθενται και τραυματίζουν ανήλικους ενίοτε και με ανθρωποκτόνο διάθεση. Ανήλικοι απειλούν και χειροδικούν σε βάρος ανηλίκων συμμαθητών και καθηγητών τους. Ανήλικοι βανδαλίζουν και καταστρέφουν με μανία ο,τι σχετίζεται με το σχολείο (τους) ή γενικά τον δημόσιο χώρο. Ανήλικοι κάνουν bullying διαδυκτιακά και διασύρουν με «πειραγμένες» φωτογραφίες συμμαθητές και συμμαθήτριες τους. Ανήλικοι, δίκην αγέλης, στοχοποιούν τους αδύναμους, τους διαφορετικούς – ακόμα κι αν τους «χωρίζει» το χρώμα της ποδοσφαιρικής τους ομάδας.
Αυτοί οι ανήλικοι, που ενίοτε λειτουργούν και ως συμμορίες, διαθέτουν έναν δικό τους κώδικα επικοινωνίας και συμπεριφοράς.

Πολλά απ’ τα θύματα δεν μιλούν. Βιώνουν τον εξευτελισμό τους μέσα στην ντροπή και τον φόβο. Κάποιοι απ’ τους ανήλικους δράστες καταλήγουν στο Δικαστήριο Ανηλίκων. Οι προτροπές και οι επιπλήξεις του Δικαστή ακούγονται (και είναι) σαν χάδι, ιδίως αν ο γονιός δεν σταθμίσει με ενσυναίσθηση την ουσία της παραβατικότητας του κανακάρη του. Το περίεργο δε είναι πως, σύμφωνα με έγκυρες έρευνες του Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών , η παραβατικότητα των ανηλίκων είναι οριζόντια.
Παραβατούν νέοι διαλυμένων και προβληματικών οικογενειών, παραβατούν και νέοι «νοικοκυραίων» , παιδιά που ζουν σε ασφαλή οικογενειακά περιβάλλοντα, που ζουν άνετα, που δεν δυναστεύονται απ’ τους εφιάλτες της φτώχειας και του περιθωρίου.

Κάτι, λοιπόν, φταίει. Κάτι που «εξεγείρει» (!!!) τους ανήλικους και «αποκοιμίζει» τους γονιούς.
Η Πολιτεία, το Υπουργείο Παιδείας, υιοθετεί την γνώριμη συνταγή της νεοφιλελεύθερης σχολής σκέψης, υιοθετεί την αυστηροποίηση των τιμωριών, την αναβάθμιση των ποινών. Εξαγγέλει το μέτρο – τιμωρία της αποβολής και του εξοστρακισμού του κινητού τηλεφώνου από τις σχολικές αίθουσες. Ξορκίζει την ανήλικη παραβατικότητα στο σχολικό περιβάλλον με κατασταλτικά μέτρα, μέτρα δηλαδή που φιλοδοξούν να πατάξουν ή να περιορίσουν μια αντικοινωνική και ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά του ανήλικου μαθητή. Στις προθέσεις του Υπουργείου Παιδείας πρυτανεύει η αρχή της κύρωσης/τιμωρίας ως «αντίδοτο» στο ανέλεγκτο και παράνομο. Επιστρατεύονται μηχανισμοί κολασμού ως μέσον «κάθαρσης» και «εξυγίανσης» σένα άγριο, ζωντανό, ατίθασο σώμα νέων ανθρώπων που τυχαίνει να είναι μαθητές.

Οι αντιδράσεις σαυτή την προοπτική υπήρξαν βίαιες και άμεσες.
Αντέδρασαν μαθητές, γονείς, εκπαιδευτικοί, φορείς και κόμματα της Αριστεράς. Ομνύοντας σέναν ιδιότυπο «δικαιωματισμό» των νέων υποβάθμισαν το ίδιο το φαινόμενο της ανήλικης σχολικής παραβατικότητας χαϊδεύοντας τα αυτιά όσων δυνάμει απειλούνται με τις νέες κυρώσεις. Δαιμονοποιείται η αυστηροποίηση της τιμωρίας, η οποία εντάσσεται στις προσλαμβάνουσες μιας αυταρχικής εκπαίδευσης, και ξορκίζεται κάθε δεύτερη σκέψη ενός οιονεί στοιχειώδους ελέγχου της σχολικής συμπεριφοράς.
Μαυτή την συλλογιστική, που είναι βέβαια γνώριμη, παραγνωρίζεται και αδικείται το πραγματικό θύμα μιας ενδο – σχολικής παραβατικότητας. Με την μη τιμωρία του θύτη τιμωρείται το θύμα για δεύτερη φορά αφού εύλογα σχηματίζεται και εδραιώνεται η πεποίθηση της ατιμωρησίας και της ανοχής, ακόμα και για πράξεις βίαιες, πρωτόγνωρης σκληρότητας, πράξεις βαθιάς ηθικής και ποινικής απαξίας.
Αλήθεια, αν κάποιοι ανήλικοι ξυλοφορτώσουν συμμαθητή τους, αποπειραθούν να βιάσουν μια συμμαθήτρια, κυκλοφορήσουν διαδυκτιακά «πειραγμένες» φωτογραφίες γυμνού περιεχομένου στοχοποιημένων συμμαθητριών τους, καταστρέψουν εποπτικό υλικό του σχολείου τους, ξεφτιλίσουν κάθε αδύναμο ή διαφορετικό λοιδορώντας αυτή την αδυναμία ή την διαφορετικότητα, τότε δώστε μου τα επιχειρήματα, πέρα απ’ αυτά που εγώ θα βρω και θα επιστρατεύσω, για να πάω στο Δικαστήριο Ανηλίκων όταν αυτά τα παιδιά καταγγελθούν, όταν αυτά τα παιδιά μηνυθούν, όταν αυτά τα παιδιά βρεθούν ενώπιον των κυρώσεων για τις πράξεις τους. Και δεν είναι μόνο τα παιδιά.

Είναι και οι γονείς, είναι και οι δάσκαλοι τους. Είμαστε όλοι εμείς που εθελοτυφλούμε και έχουμε αποτύχει στους πολλαπλούς ρόλους μας. Αποτύχαμε σαν γονείς, φίλοι και παιδαγωγοί των παιδιών μας. Αποτύχαμε σαν εμπνευστές προσδοκιών. Αποτύχαμε στο να μάθουμε σαυτά τα παιδιά το αφήγημα της ζωής που δεν είναι απαραίτητο να είναι το αφήγημα της δικής μας ζωής.

Δεν μπορέσαμε – ή δεν θελήσαμε – να εξηγήσουμε απτά, σχεδόν χειροποίητα, τι μπορεί να σημαίνει η «ατομική ευθύνη», του καθενός και της καθεμιάς μας, ως υπεύθυνη στάση ζωής κι αφεθήκαμε να κρυφτούμε σένα ψευδώνυμο «εμείς» προσπερνώντας ένα ανεύρετο «εγώ», ένα «εγώ» ωστόσο που κάποιες φορές είναι τόσο υπερτροφικό, τόσο κτηνώδες, τόσο απάνθρωπο και βίαιο.
Δεν γνωρίζω εάν οι κυβερνητικές εξαγγελίες, εξαγγελίες που εργαλειοποιούν απ’ την ανάποδη την σχολική βία, θα είναι αποτελεσματικές. Συνήθως τα μέτρα καταστολής δεν έχουν ορίζοντα.
Κι αυτό γιατί ανατέμνοντας την σχολική, την νεανική βία, αρκούμαστε σε απλές διαπιστώσεις, σε κάποιες εκφάνσεις της βίας και της θυματοποίησης.

Το ζήτημα, ωστόσο, είναι να ανακαλύψουμε εκ νέου τους εφήβους ενισχύοντας τις προσλαμβάνουσες μιας δημιουργικής συλλογικότητας, ενισχύοντας και εμπεδώνοντας την άποψη ότι ο σεβασμός του άλλου, του όποιου άλλου, είναι όρος απαράβατος, ανήκει στον γενετικό και αξιολογικό κώδικά μας.

Μπορεί όλα τα παραπάνω να θυμίζουν κήρυγμα Ευαγγελιστή στις μεσοδυτικές πολιτείες της Αμερικής. Δεν είναι στις προθέσεις μου. Απεχθάνομαι το ίδιο ένα ανούσιο «κυνήγι μαγισσών» όσο κι ένα ανέξοδο «χάιδεμα αυτιών».
Υπερασπίζομαι όμως σθεναρά, σαν πατέρας και σαν αριστερός, την άποψη ότι η βία των ανηλίκων έχει αιτίες. Αυτές πρέπει να πολεμήσω. Οι τιμωρίες των παιδιών είναι το επακόλουθο. Αυτό το επακόλουθο, αν κάτι δεν αλλάξει προς το καλύτερο «οίκοθεν», μοιραία θα πρέπει να γραφτεί αλλιώς. Έξω αλλά και μέσα στις αίθουσες των Δικαστηρίων.

ΥΓ. Ξαναδιαβάζοντας τον Νίκο Τσιφόρο, «Τα παλιόπαιδα τ’ ατίθασα», κάπως μελαγχολείς. Μελαγχολείς και αναρωτιέσαι : Πόσο «παλιόπαιδα» και πόσο «ατίθασα» άραγε ;