Τα περιμένουμε τα Χριστούγεννα. Ελπίζομεν...

Γράφει ο Χρήστος Τούμπουρος

Είναι επόμενο να αναζητά ο Έλληνας την ελπίδα δια της Γεννήσεως του Σωτήρος. Σε τούτον τον τόπο, τον ελληνικό, από τους πιο κακοτράχαλους και ανηφορικούς, περπάτησαν μέσα από γιδόστρατες πολλά ελληνικά πόδια απαπούτσωτα. Στουμπήθηκαν, τρυπήθηκαν, μάτωσαν, αλλά δεν μολύνθηκαν, δεν λύγισαν, δεν κάμφθηκαν! Στυλώθηκαν!
Τα περιμένουμε και για κάτι άλλο. Γι’ αυτό που αναφέρει ο Τάσος Λειβαδίτης στη «Γέννηση». (1983): «Ένα άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα. Χτύπησα την πόρτα και μπήκα. Μου ‘δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό. “Είδες – μου λέει – γεννήθηκε η ευσπλαχνία”. Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ. Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες και δε θα ‘χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό.»… (Ανήκει στην ενότητα ποιημάτων «Ο αδελφός Ιησούς».)
Τη λέξη ευσπλαχνία την είπαμε, τη φωνάξαμε, συναισθανθήκαμε τη δυστυχία του άλλου και δείξαμε και διάθεση να βοηθήσουμε. Τα Χριστούγεννα μας τη θυμίζουν τη λέξη…

Τη λέξη κι όχι το νόημα της λέξης. Γιατί η ευσπλαχνία δεν είναι για τον άνθρωπο. «Θηρίο τον λένε τον άνθρωπο. Κολοκύθια. Ποιο θηρίο, μωρέ; Έχει το θεριό μαχαίρια; Φκιάνει σκοτώστρες και τουφεκάει; Θηρίο… Βρισιά για τα θεριά!» (Μενέλαος Λουντέμης από το « Καληνύχτα ζωή). Γιατί η ευσπλαχνία δεν μετριέται με πόσα πτώματα προσφύγων θα εκβράσει η θάλασσα στη Μυτιλήνη και τη Κω ούτε πόσα πεινασμένα παιδάκια θα ταΐσουν οι γιαγιούλες στη Μυτιλήνη, για να τις βγάλουμε φωτογραφία και να τις μοστράρουμε στο, καθολικώς απαθές και απόλυτα ένοχο, ευρωπαϊκό γκουβέρνο. Οι γιαγιούλες έδειξαν ανθρωπισμό, οι άλλοι κτηνωδία.
Θα μας επισκεφτούν και φέτος τα Χριστούγεννα. Λέω για «τους τεθλιμμένους», που θα αυτοανακηρυχθούν προστάτες των άπορων και κατατρεγμένων, των προσφύγων και των «διαβολοσπαρμένων». Πολλά θα πούνε, δε θα πούνε την αλήθεια. Δεν θα την πούνε και τώρα, όπως και τότε δεν την είπαν.

Βουίζουνε τα φλόγιστρα του πετρελαίου. Ο Θωμάς/σφίγγει στα γόνατά του μια πατάτα/και καθαρίζει ήσυχα ήσυχα. Τ’ άλλο του χέρι είναι κομμένο. /Κοιτάμε με την άκρη του ματιού το σκοπό που μπαίνει/μ’ ένα φύσημα παγωμένου αέρα. Το σαγάνι του/θα τρέμει πίσω απ’ το χακί κασκόλ./Σηκώνεις το γιακά της χλαίνης σου. Χιονίζει./Μια πλάκα φωνογράφου στο Διοικητήριο. Πιο μακριά/η σιωπή. Καλή νύχτα, καλά Χριστούγεννα./Συλλογιέσαι τ’ άστρα πίσω απ’ την καταχνιά/σκέφτεσαι πως αύριο μπορεί να σε σκοτώσουν./Μα απόψε αυτή η φωνή είναι μια τσέπη μάλλινη/χώσε τα χέρια σου./– Καληνύχτα, Θωμά, καλά Χριστούγεννα./Κ’ η καρδιά σου φωτίζεται σαν χριστουγεννιάτικο τζάμι.
Τάσος Λειβαδίτης «Παραμονή Χριστουγέννων» Μακρόνησος 1950
Τα περιμένουν τα Χριστούγεννα. Λέω για τα γκεσέμια που πουλάν πατριωτιλίκι στον ταλαιπωρημένο, πεινασμένο, κατακρεουργημένο ψυχικά πρόσφυγα. Τον περιμένουν τον πρόσφυγα για να πουλήσουν νταηλίκι, εκβιασμό και αιματολογική καθαρότητα, δηλαδή απανθρωπιά, μίσος και φασισμό. Λες και το τέρας του φασισμού δεν το ένιωσε για τα καλά στο πετσί της η ανθρωπότητα, λες και η Ελλάδα δε γεύτηκε το φασισμό. Σημάδι και σηματωρός τα μαρτυρικά χωριά της Ηπείρου. Τόπος ιερός, εδώ όπου σταυρώθηκε η Ελλάδα. Εδώ, όπου σκάφτηκαν τάφοι και στους τάφους δε χωρούσαν οι λεβέντες, καθώς δεν χωρά στα σπλάχνα τόσος πόνος. Εδώ, όπου κραυγές σταυρωμένες σε μια αιωνιότητα διατυμπανούν μ’ ένα αδιόρατο, αλλά νικηφόρο χαμόγελο στα χείλη, αυτή την ακατάνυκτη αξιοπρέπεια: Για να διατηρηθεί το σιγαλό, βιολετί, καρδιοχτύπι του ηλιοβασιλέματος και να κρατήσει τη ζωή ακέραιη, άσπιλη και αμόλυντη. Νικηφόρα και περήφανη.

Κι από πάνω θα ξεκαμπίσουν οι «τεθλιμμένες μοιρολογίστρες» θα κλαίνε και θα συμπονάνε για το δράμα των κατατρεγμένων και «ανέστιων», για τα παιδάκια στα φανάρια, θα προλάβουν να θρηνολογήσουν …
Για τα υπόλοιπα, «φροντίζουν οι σύμμαχοί μας».
Τα περιμένουμε τα Χριστούγεννα…. Καλώς να έρθουν.
Αν τα συνοδεύει και η ανθρωπιά, καλύτερα ακόμη!!!