Γράφει η Κατερίνα Σχισμένου
Τι κι αν ένας ιός άλλαξε τη ροήκαι το βηματισμό ένός ολόκληρου πλανήτη; Τι κι αν η οικονομία έχει πλέον άλλους νόμους και κανόνες με τη διαφορά πως ο ισχυρός θα επιβιώσει και πάλι. Τι και αν εγκλήματα συνεχίζουν να συμβαίνουν στην ανθρωπότητα, πόλεμοι, διώξεις, σφαγές…Τι και αν οι οικογένειές μας ανακάλυψαν το πόσο δύσκολα συμβιώνουν όλοι μαζί μιας και δεν το είχαν μάθει ποτέ. Τι και αν ανακαλύψαμε εκ νέου την ατομικότητα και μοναδικότητα του ατομισμού μας και του προσωπικού μας κόσμου όπου «μένουμε ασφαλείς» μόνο με τον εαυτό μας και με κανέναν άλλο, μιας και ο δίπλα μας είναι ο δυνητικός φορέας του οτιδήποτε.
Περπατάμε μοναχικά σε άδειους δρόμους με έντονους φωτισμούς αλλά πολύ σκοτάδι. Γιατί το σκοτάδι βρίσκεται παντού. Παρουσιάζεται ένα κράτος πρόνοιας με βαθύτατο ανθρωπισμό που συντρέχει κάθε ευπαθή ομάδα και φτωχό αλλά τελικά είμαστε όλοι ευπαθείς και φτωχοί. Πάντοτε είμασταν χωρίς αγάπη και ατομιστές απλώς ίσως τώρα το δικαιώνει η εποχή. Είμαστε οι μικροί μας εαυτοί που δεν θέλουμε τον άλλο, που πρέπει να υπακούσουμε σε κανόνες κι νόμους πολλές φορές όχι και τόσο εκλογικευμένους με αγκαλιά τον τρόμο. Περπατάμε άλλη ώρα; Μπορεί να κοστίσει και τη ζωή μας όπως συνέβη και δίπλα μας. Πορευόμαστε αλλιώς; ΄Αλλη θα είναι και η πορεία μας, με άλλους ρυθμούς θα ονειρευόμαστε το απόλυτο τίποτα.
Οικογένειες και κοινωνίες κλειστές, άνθρωποι κλειστοί και φοβισμένοι, η μοναξιά ως επιβραβεύσιμη καταξίωση μοναδικής επιλογής της επιβίωσης. Κι όμως μια κοινωνία , ένας πολιτισμός έχει ανάγκη από τον άλλον , τον πλησίον μας. Πού βρίσκεται τελικά ο πλησίον μας; Διαβάζω πως σε πολλές μεγαλουπόλεις αναπτύσσεται ένα νέο είδος δημόσιας αρχιτεκτονικής όπου μπαίνουν εμπόδια για να μην πλησιάζουν και κάθονται όχι μόνο οι άστεγοι αλλά και οι πολίτες γενικώς. Τελικά τι ζητάμε και τι χτίζουμε; Πού βρίσκεται ο άνθρωπος μέσα μας και έξω μας; Τα Χριστούγεννα της πανδημίας με μας πρώτους ασθενείς.
«Ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον»…