Τζουμερκιώτικα Λαογραφικά Λιχνίσματα
Η άκληρη
Γράφει ο Χρήστος Τούμπουρος
Άκληρη, άκαρπη, μαγκούφα, χρουσούζα, μαρμάρω, στέρφα και όποιο άλλο όνομα ήθελε, μπορούσε κάποιος να προσδώσει στην άτεκνη γυναίκα, προερχόμενο από το φυτικό ή το ζωικό βασίλειο! Όλα αυτά αφορούσαν τη γυναίκα! Ας πάρουμε τη λέξη στέρφα.
Η λέξη αυτή αφορά τα πρόβατα που δεν έχουν γάλα. Στέρφα όμως ονομάζεται και η γυναίκα που, «γιοκ γι’ αυτή παιδί», τη στείρα δηλαδή θηλυκιά. «Δεν τεκνοσπόρισε, τρομάρα της!» Συνηθισμένη φράση στα χωριά. Και έσερναν σ’ αυτές τον «ασταμάτητο». «Τι περιμέν’ς απ’ αυτήν. Δεν το ξέρ’ς; Όλες οι μύγες δεν βγάζουν μέλ’. Ήταν το τυχερό του Κώστα…»
Άκληρη είναι αυτή που δεν έχει απογόνους για να την κληρονομήσουν ή αυτή που αποκλείστηκε της κληρονομικής μερίδας ή ακόμη και αυτή που δεν έχει περιουσία, που είναι φτωχή. Τα πάντα αναφέρονται στην ιδιοκτησία, στην κληρονομική διαδοχή.
Έχεις για να σε κληρονομήσουν; Μια χαρά θα πας… Φτωχός/ή είναι εξοβελιστέος από κοινωνική συμμετοχή και αναγνώριση. Στην άκρη… Αντιλήψεις που δεν υπολογίζουν την ανθρώπινη προσωπικότητα και διαιωνίζουν το «μοναδικό» και «αμόλυντο» της κληρονομικής διαδοχής… Έτσι για να περιέρχονται «τα τείχια» σε γνήσιους και φυσικά «αμόλυντους» απογόνους.
Γνωμοδοτούσαν και ποικιλοτρόπως. Συνήθως διατύπωναν με κακεντρέχεια την απαισιοδοξία τους. «Η στείρα θα γεννήσει όταν θα ανεβεί το μουλάρι πάνω στην καρυδιά». Έτσι είχαμε διαφορετικές απόψεις επί του «προβλήματος». Άλλοι έριχναν το φταίξιμο αποκλειστικά στις γυναίκες. «Τι να κάν’ κι αυτός. Έμπλεξε με τη μαρμάρω», κι άλλοι θεωρούσαν ως αιτία της ατεκνίας την «αστησία του!» «Μπα, φαινόταν από μικρός ότι είναι μουλαΐνκο αυτό».
Πες ετούτο, πες και το άλλο ανάγκαζαν τη γυναίκα να αποκοπεί κοινωνικά και ενίοτε να επιδεικνύει μια «κακία» που, αν λάβουμε υπόψη και το πνευματικό επίπεδο, μπορεί και να ήταν δικαιολογημένη. Ειδικότερα απολάμβανε σκληρότητα και αδιαφορία, και σε ακραίες περιπτώσεις φθόνος…. Να διευκρινίσουμε πως αν είχε «έχος», όλους τους στούπωνε το στόμα. Το είπε ο λαός. «Έχεις γρόσια, έχεις και μεγάλη γλώσσα». Για τις άλλες, τις φτωχές, σ’ αυτές έπεφταν «λεκτικοί» κεραυνοί. Πολλοί, είναι αλήθεια, πως κρατούσαν επιφυλακτική στάση απέναντί της. Την συμπαθούσαν, αλλά και την κακοσχόλιζαν από πίσω. Συμπαράσταση φαινομενική…
Κι άρχιζε το πανηγύρι. «Φαινόταν που είναι μαρμάρω. Αχ, τι να πω και τι να ρημάξω. Δεν με άκουσε εμένα ο μούκακας. Παιδί έχω εγώ ή ντιπ ντιλνό… Είχα κοπελάρα εγώ. Να την πάρ’ και να ακούς ποδοβολή στην αυλή! Δέκα παιδιά θα έκανε. Θα γιομ’ζε η αυλή κούτσ’κα. Τώρα, άστα να πάνε». Φυσικά για όλα αυτά «έφταιγε» η γυναίκα. Ο άντρας ήταν «σωστός!» «Το δικό μ’ το παλικάρ’ είναι γκισέμ’, αλλά βρήκε τρύπιο πηγάδ’. Πού να σταθεί ο σπόρος…» Και πάντα αυτή ήταν ύποπτη για το μάτι, που «πω, πω, ξεφωλτακιασμένα είναι τα παιδιά, τα έφαγε το μάτ’ της μαρμάρω», για τυχόν αβασκαμό και για οτιδήποτε κακό ή και παράξενο γινόταν. Και βέβαια άρχιζαν τα γιατροσόφια και τα ψαλσίματα. Για «το πρόβλημα» γνωμοδοτούσαν ή και επιλαμβάνονταν ο παπάς, οι ριχτολόγοι, ακόμα και οι προξενήτρες…
Οι παπάδες είχαν πάντοτε τα διαβάσματα.
«Παύσον την γλώσσαν σου από κακού και χείλη σου του μη λαλήσαι δόλον.»Ευχές, λειτουργίες, «αποδιώξιμο του Σατανά». Τάματα, «αγιονέρια προς πώσιν» για να τεκνοποιήσει η γυναίκα. Μετά ακολουθούσαν οι «ειδικοί» με το χορτάρι της γκαστριάς, το βότανο της σύλληψης και το θαυματουργό μαντζούνι που και «την αληθινή μαρμάρω γκάστρωνε!» Η έσχατη λύση ήταν «το ξεμάτιασμα» και «να λυθούν τα μάγια». Τα μάγια δεν λύνονταν ποτές, αλλά λύνονταν κάτι μοσχοκάτσικα από τον μαντρί, ξεφωλιάζονταν οι κότες, κοτόπουλα, βούτυρα, τραχανάδες, μέλια και σκωμαΐδες «απαλλοτριώνονταν» από τους ειδικούς ριχτολόγους, «θεραπευτές», βοτανολόγους και γνώστες «του κατάλληλου σκαπέματος για την γκαστριά».
Αν, μετά ταύτα ερχόταν με το καλό κανένα κούτσκο, να δεις πως έμοιαζε με τον γείτονα ή τον κουμπάρο. «Ντιπ ίδιο είναι το σκασμένο… Μια κοψιά το κέφάλ’ του γείτονα… Δούλεψε καλά ο άτιμος!»