Τι δείχνει πρόσφατη μελέτη της Greenpeace, «Εξαφανίζεται ο μικρός Έλληνας αγρότης»

Η θα βιομηχανοποιηθούν ή θα αναγκαστούν να εγκαταλείψουν το επάγγελμα. Αυτό το δίλημμα αντιμετωπίζουν ολοένα και περισσότεροι Έλληνες αγρότες. Το αυξημένο κόστος παραγωγής, το νέο καθεστώς στις κοινοτικές επιδοτήσεις και η μείωση των εισοδημάτων τους οδηγούν εκτός επαγγέλματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 2007 τα αγροκτήματα μικρής κλίμακας στη χώρα μας έχουν μειωθεί κατά 37%. Υπό το βάρος του αυξημένου κόστους και της μείωσης του εισοδήματός τους, πολλοί μικροί παραγωγοί αναγκάζονται να πουλήσουν ή να νοικιάσουν τη γη τους, προκειμένου να επιβιώσουν.

Σημαντικός σκόπελος για τους ίδιους, σύμφωνα με όσα ανέφεραν ειδικοί στην «Καθημερινή», είναι ότι η κοινοτική χρηματοδότηση μέσω της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ) κατευθύνεται σε μεγάλο βαθμό στη βιομηχανοποιημένη γεωργία. Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι ενώ οι μικροί παραγωγοί παραμένουν στην Ελλάδα η συντριπτική πλειονότητα, ελέγχουν πλέον μόλις το 41% της γεωργικής γης

Σύμφωνα με όσα σχολίασε στην «Καθημερινή» η Ελενα Δανάλη, υπεύθυνη εκστρατείας για τη βιώσιμη γεωργία στο ελληνικό γραφείο της Greenpeace, «πολλά μικρά αγροκτήματα αγοράζονται από μεγαλύτερους παραγωγούς».

Σημαντική αιτία για αυτό το φαινόμενο, σύμφωνα με την ίδια, είναι ότι «η ΚΑΠ, δηλαδή οι δημόσιες επιδοτήσεις είναι πλέον στρεμματικές. Δεν επιδοτούν την καλλιέργεια. Επομένως, τα χρήματα από την ΚΑΠ λαμβάνονται από μεγάλης κλίμακας βιομηχανικά αγροκτήματα».

Σύμφωνα με την κ. Δανάλη, πρόκειται για «μια τάση εξαφάνισης που πρέπει να ανατραπεί, επειδή τα αγροκτήματα μικρής κλίμακας στην Ελλάδα είναι η ραχοκοκαλιά της ελληνικής γεωργίας». Οι σημαντικότερες επιπτώσεις αυτού του φαινομένου σύμφωνα με την ίδια είναι ότι «πλήττεται ο παραγωγικός και κοινωνικός ιστός. Δεν θέλουμε να περάσει η παραγωγή τροφής στα χέρια λίγων. Το ζήτημα είναι να θρέφεται επαρκώς ο πληθυσμός. Πρόκειται άλλωστε για φαινόμενο που αυξάνει την ανεργία στις αγροτικές περιοχές, τη ρύπανση και την καταστροφή τη φύσης, ενώ υποβαθμίζει την ύπαιθρο».

Σύμφωνα με την κ. Δανάλη, εκτός από τη χρηματοδότηση, «Αφήσαμε τους αγρότες εντελώς εκτεθειμένους στην κλιματική αλλαγή. Πρέπει να τους παρέχουμε την τεχνογνωσία, ώστε να στραφούν σε νέες, πιο ανθεκτικές καλλιέργειες και να ενημερωθούν για το πώς μπορούν να μειώσουν τα έξοδά τους».

Σύμφωνα με την επίμαχη έρευνα της Greenpeace, παρότι συρρικνώθηκαν κατά σχεδόν ένα τρίτο, τα αγροκτήματα μικρής κλίμακας αντιπροσωπεύουν το 88% των ελληνικών αγροκτημάτων. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, η Ε.Ε. φέρεται να έχει χάσει σχεδόν 2 εκατομμύρια αγροκτήματα και 3,8 εκατομμύρια θέσεις εργασίας.

Αναφορικά με τα αγροκτήματα βιομηχανικής κλίμακας στην Ελλάδα, στην έρευνα αναφέρεται πως παραμένουν λίγα (860), αλλά έχουν αυξηθεί κατά 59%. Η οικονομική απόδοση των μικρών ελληνικών αγροκτημάτων ανήλθε το 2021 στο 65%, όμως το 2007 το μερίδιό τους στην οικονομική απόδοση ήταν 87%. Είναι επίσης ενδεικτικό ότι κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, το εισόδημά τους μειώθηκε κατά 29%.

Ενδεικτικό της απορρόφησης των μικρών από μεγαλύτερα αγροκτήματα είναι ότι σύμφωνα με την έρευνα, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, ο αριθμός των απασχολούμενων σε αγροκτήματα μικρής κλίμακας μειώθηκε κατά 53%. Το ίδιο χρονικό διάστημα οι θέσεις εργασίας στα μεσαία και μεγάλα αγροκτήματα διπλασιάστηκαν. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι τα μικρά αγροκτήματα ελέγχουν το 61% των ζώων εκτροφής και το 41% της γεωργικής γης.

Θύματα της ενεργειακής κρίσης
Από την πλευρά του, ο Μόσχος Κορασίδης, γενικός διευθυντής της Εθνικής Ενωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΕΘΕΑΣ), δήλωσε στην «Καθημερινή» ότι «οι μικροί παραγωγοί έγιναν θύματα της ενεργειακής κρίσης, του αυξημένου κόστους και της ΚΑΠ. Επειδή η ΚΑΠ μετέβαλε τον τρόπο που καταβάλλει τις άμεσες ενισχύσεις, δημιούργησε τεράστιο γραφειοκρατικό κόστος, που μείωσε το πραγματικό εισόδημα των αγροτών. Επομένως, όταν μεταβάλλεται το εισόδημά τους, οι μικροί παραγωγοί είτε θα αναζητήσουν αλλού δουλειά είτε θα αποχωρήσουν από την παραγωγή ώστε να μην έχουν ζημιά».

Η κυριότερη μείωση αγροτών στη χώρα μας καταγράφεται σύμφωνα με τον ίδιο «στις ορεινές και νησιωτικές περιοχές, όπου τα προβλήματα είναι μεγαλύτερα λόγω της κλιματικής αλλαγής».

Αναφορικά με το πώς η βιομηχανοποιημένη γεωργία επηρεάζει τα μικρά αγροκτήματα, ο κ. Κορασίδης σχολίασε ότι «η βιομηχανοποιημένη γεωργία δεν μπορεί να πάει ούτε στις ορεινές περιοχές ούτε στα νησιά. Τι θα γίνει με αυτές τις περιοχές; Μπαίνουμε σε μια αναδιανομή της χρήσης της γεωργικής γης, από την οποία τελικά θα χτυπηθούν και τα αγροκτήματα μεσαίας κλίμακας. Το φαινόμενο χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, επειδή από το 2015 κι έπειτα, οι κίνδυνοι της διατροφικής ασφάλειας είναι καθημερινά προ των πυλών».