Γράφει η Κατερίνα Σχισμένου
Το 1868 γεννιέται ο Κώστας Κρυστάλλης στο Συρράκο της δυτικής Πίνδου. Μητέρα του η Γιαννούλα, κόρη του τσέλιγκα Γάκη Ψαλίδα και πατέρας του ο κάποτε εύπορος έμπορος και τοπικός ευεργέτης Δημήτριος Κρυστάλλης. Παππούς του ποιητή ήταν ο Κωσταντής Κρυστάλλης, ο δε προπάππος του Δήμος απαγχονίστηκε στα 1821, μετά τη συμμετοχή του στον ξεσηκωμό της περιοχής που υποκίνησαν ο Κωλέτης και ο Τουρτούρης.Το 1880 πεθαίνει η μητέρα του. Ο πατέρας του, αφού παντρεύεται για δεύτερη φορά, εγκαθίσταται οριστικά στα Γιάννενα. Ο δωδεκάχρονος Κώστας αρχίζει τη φοίτησή του στη Ζωσιμαία Σχολή. Ποτέ δεν θα ξεπεράσει το θάνατο της μητέρας του που δυστυχώς του κληροδότησε μαζί και στον δεύτερο αδερφό του Γούλα την ασθένεια που θα τον στείλει σε λίγα χρόνια κι αυτόν στό Άδη.
Πάντοτε,σε κάθε του έργο ο Κρυστάλλης θα συνομιλεί με τη νεκρή του μητέρα γιατί δεν χόρτασε ποτέ την παρουσία της, το χάδι της και την θαλπωρή μιας οικογένειας, μόνιμα κυνηγημένος από αισθήματα και ιδέες χωρίς ελπίδα, χωρίς πατρίδα.
… Ω Χάρε! Χάρε άσπλαχνε! Που στους θαν’ατους χαίρεις. Σκληρέ! Γνωρίζεις πού χτυπάς; Γνωρίζεις πουθε παίρνεις; Θα μας φωνάξει στην αφιέρωση των Σκιών του Άδου για την μακαρία σκιά της μητρός του Ιωάννας Κρουστάλλη- Ιωάννινα 1881.
Το 1882 δημοσιεύονται ποιήματά του στο θρησκευτικό περιοδικό της Αθήνας «Ανάπλασις». Επιδίδεται στη μελέτη της τοπικής ιστορίας στις διακοπές του στα βουνά, συλλέγει θρύλους, ιστορίες και στοιχεία της χωριάτικης ζωής. Η περίοδος αυτή της προετοιμασίας και οι γυμνασιακές του σπουδές, διακόπτονται βίαια τον Δεκέμβριο του 1888, όταν αντίτυπα του «Αι σκιαί του Άδου», που έχουν λαθραία εισαχθεί στην Ήπειρο, τραβούν, πιθανόν ύστερα από παρέμβαση της φιλορουμανικής προπαγάνδας, την προσοχή της Τουρκικής διοίκησης των Ιωαννίνων. Ο ποιητής, καταζητούμενος από τις αρχές, δραπετεύει στο ελεύθερο Βασίλειο.
Καταδικάζεται το 1883 ερήμην από το τουρκικό στρατοδικείο σε 25 χρόνια εξορίας «εις Βαγδάτιον». Αρχές Ιανουαρίου, εγκαθίσταται στην Αθήνα. Κοιμάται πάνω σε έναν πάγκο ενός Ηπειρώτη που του δίνει προσωρινά καταφύγιο και αναγκάζεται να εγκαταλείψει τα όνειρα για υποτροφία και συνέχιση των σπουδών.
Με τη βοήθεια του Σπ. Λάμπρου προσλαμβάνεται στο τυπογραφείο του Αλέξ. Παπαγεωργίου. Τον Απρίλιο αναγγέλλει την έκδοση μιας ποιητικής συλλογής με τίτλο «Χελιδόνες», η οποία όμως δεν πραγματοποιείται…Κι εμένα της πατρίδος μου η άγρια χειμωνιά/ απ΄τη φωλιά μου μ’έδιωξε, τα χελιδόνια μοιάζω,/κι όσα τραγούδια θλιβερά στην ξανητειά μου βγάζω/ τραγούδια των χελιδονιών ομοιά ζουνε κι εκείνα. / Μα σαν και στην πατρίδα μου βγούνε χορτάρια, κρίνα,/ θε να γυρίσω και εγώ στην έρμη μου γωνιά….
Τυπώνει το 1890 στο τυπογραφείο, όπου εργάζεται, ένα πατριωτικό ποίημα: «Κων/νου Δ. Κρυστάλλη, Ηπειρώτου πρόσφυγος,- Ο καλόγηρος της Κλεισούρας του Μεσολογγίου, Επύλλιον», το οποίο αφιερώνει στον φίλο του Μιχαήλ Μητσάκη. Την άνοιξη της ίδιας χρονιάς υποβάλλει στον Β’ Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό, τη συλλογή «Αγροτικά», η οποία αποσπά τον «έπαινο».
Το 1891 Τυπώνει στο τυπογραφείο Αλεξάνδρου Παπαγεωργίου τα «Αγροτικά». Στην εφημερίδα του Κορομηλά δημοσιεύεται μεγάλο άρθρο του Μιχ. Μητσάκη, όπου με διάθεση προκλητική προς το ποιητικό κατεστημένο και ενθουσιώδη προς την αξιοποίηση των δημοτικών προτύπων, παρουσιάζεται στο κοινό ο νέος ποιητής και η ιστορία του. Μιας και ήδη έχει δεχθεί σφοδρή κριτική για την ποίησή του από το πνευματικό κατεστημένο της Αθήνας. Τα ποίηματά του , Αι Σκιαί του Άδου και ο Καλόγηρος της Κλεισούρας του Μεσολογγίου (αρχές του 1890), είχαν επικό χαρακτήρα, με επίδραση από τον Βαλαωρίτη.
Αντιθέτως, με τις δύο ποιητικές συλλογές του που δημοσιεύτηκαν τα επόμενα χρόνια, εντάχθηκε στο πνευματικό κλίμα της Νέας Αθηναϊκής σχολής, του ρομαντισμού,του λαικού πολιτισμού, της δημοτικής γλώσσας…..
Φεύγει από το τυπογραφείο με κλονισμένη πλέον υγεία και αρχίζει να εργάζεται, ύστερα από απεγνωσμένη επιστολή του προς τον Ιωάννη Δαμβέργη, στο περιοδικό «Εβδομάς». Στο ίδιο περιοδικό δημοσιεύει, στο πλαίσιο της σειράς «Ηπειρωτικαί Αναμνήσεις», ιστορική και εθνογραφική παρουσίαση των βλαχοφώνων περιοχών της Πίνδου με γενικό τίτλο: «οι Βλάχοι της Πίνδου» και ειδικούς τίτλους κατά κεφάλαια. Ασχολήθηκε επίσης με τη συλλογή ιστορικού και λαογραφικού υλικού: ήθη και έθιμα, δημοτικά τραγούδια, παραδόσεις.
Ο Γάμος της στάνης όπου περιγράφει τα γαμήλια έθιμα στα τσελιγγάτα Ηπειρωτικής περιοχής με παράθεση σχετικών τραγουδιών, ή το διήγημά του Το πανηγύρι της Καστρίτσας, το οποίο περιέχει εκτενείς ενδυματολογικές πληροφορίες ή πάλι, με πιο ειδικές εργασίες του, όπως, Οι Βλάχοι της Πίνδου, Γραμμενοχώρια, Τρεις Δρακολίμναι επί των κορυφών της Πίνδου. Πού πας περδικομάτα μου κοντά το μεσημέρι/που σε λερώνει ο κουρνιαχτός και σε μαυρίζει ο ήλιος;..
Ο Κρυστάλλης εγκαταλείπει τη θέση του στο περιοδικό και αρχίζει να εργάζεται για τρεισήμισι δραχμές την ημέρα στην εταιρεία των Σιδηροδρόμων Πειραιώς – Αθηνών – Πελοποννήσου. Η υγεία του επιδεινώνεται.
Το 1892 Συμπράττει στη σύνταξη και την έκδοση της εφημερίδας «Φωνή της Ηπείρου» του Γ. Γάγαρη.
Εκδίδει σε τόμο το 1893 τη συλλογή «Ο τραγουδιστής του χωριού και της στάνης». Εξουθενωμένος από την αδιάκοπη και σκληρή δουλειά, παίρνει άδεια και επισκέπτεται την ελεύθερη Ήπειρο, καθώς και την Αρκαδία. Τον Ιανουάριο 1894 κυκλοφορεί ο τόμος «Πεζογραφήματα», τα τελευταία τυπογραφικά των οποίων ο συγγραφέας διόρθωσε στο κρεβάτι. Στις 30 Ιανουαρίου ο Γρηγόριος Ξενόπουλος γράφει εγκωμιαστική κριτική στο Άστυ.
Στις 2 Μαρτίου, βαριά άρρωστος, φτάνει στην Κέρκυρα. Χωρίς ελπίδα ανάρρωσης, περνά στην Άρτα. Πεθαίνει στο σπίτι της αδελφής του Μαρίας στις 22 Απριλίου. Παρακαλῶ σε, σταυραητέ, γιὰ χαμηλώσου ὀλίγο
καὶ δῶσ᾿ μου τὲς φτεροῦγες σου καὶ πάρε με μαζί σου,
πάρε με ἀπάνου στὰ βουνά, τὶ θὰ μὲ φάῃ ὁ κάμπος!
Μετά τον θάνατό του, τιμήθηκε όσο λίγοι ποιητές, γιατί ο Κ. Κρυστάλλης δεν μίλησε μόνο στην ψυχή του λαού .Παρά τις αρνητικές κριτικές που έλαβε αρχικά στο Άστυ από το πνευματικό κατεστημένο που κάθε εποχή όπως άλλωστε και τη δική μας φροντίζουν να κλαδεύουν τα νέα κλαδιά από το να φυτεύουν νέα δένδρα. Κι αλίμονο όποιος τους αμφισβητήσει μιας και πρωτίστως προασβάλλει συμφέροντα, όχι πνευματιά μιας και το πνεύμα είναι ελεύθερο, έτσι κι αλλιώς αλλά οικονομικών ανταγωνισμών και προβολής της ματαιοδοξίας.Μίλησε στο είναι μας, στην καδριά μας, στο πνεύμα μας, στην πατρίδα που μας λέιπει στη φύση μας…..
Ο Κρυστάλλης παρά τα 26 έτη μόλις χρόνια έζησε και ζεί. Ζεί εδώ στην Πίνδο, όχι σε μνημόσυνα αλλά σε γιορτές όπως κι ο ίδιος επιθυμούσε- Θάψτε με δίχως κλαύματα και διχως μοιρολόγια/ Τουφέκια να μου ρίχνετε, τραγούδια να μου λέτε. ….