Το έθιμο του μπακαλιάρου

Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος

Η Μεγάλη Σαρακοστή είναι η πιο σημαντική περίοδος νηστείας στο εκκλησιαστικό ημερολόγιο. «Δι’ αυτής» προετοιμάζονται οι Χριστιανοί για τη μεγαλύτερη γιορτή του εκκλησιαστικού ημερολογίου, το Πάσχα. Η ονομασία «Μεγάλη Σαρακοστή» προήλθε από το γεγονός ότι διαρκεί -πάνω κάτω- πενήντα μέρες. Ξεκινά την Καθαρή Δευτέρα και ολοκληρώνεται το Μεγάλο Σάββατο. Τη νηστεία αυτή τη «φύλαγαν» απαξάπαντες στο χωριό. Μοναδική εξαίρεση «ο ασθενής και ο οδοιπόρος». Καθιερώθηκε τον 4ο μ.Χ. αιώνα και προβλέπει ξηροφαγία (κατά τα μοναχικά πρότυπα). Οι πιστοί οφείλουν να τρώνε μία μόνο φορά την ημέρα και μάλιστα μετά τις 3 το μεσημέρι.
Εξαίρεση, παρέκκλιση δηλαδή επιτρέπεται μόνο τρεις φορές. («Η νηστεία καταλύεται, διαφοροποιείται δηλαδή, τρεις φορές»). Η πρώτη αφορά την 25η Μαρτίου, ημέρα της εορτής του Ευαγγελισμού της Παναγίας. Η δεύτερη την Κυριακή των Βαΐων. Την Μεγάλη Πέμπτη μπορεί να γίνει «κατάλυση» του λαδιού, ημέρα αφιερωμένη στον Μυστικό Δείπνο. Η ημέρα της εορτής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου είναι «θεομητορική εορτή», ιδιαίτερα σημαντική και έτσι «καταλύονται το ψάρι, το έλαιο και ο οίνος». Ο μπακαλιάρος έφτασε στο ελληνικό τραπέζι περίπου τον 15ο αιώνα και καθιερώθηκε άμεσα ως το εθιμικό φαγητό της 25ης Μαρτίου.

Η εξήγηση, γιατί και πώς καθιερώθηκε ανάγεται σε καθαρά οικονομικούς και πρακτικούς λόγους. Η 25η Μαρτίου είναι μια χαρμόσυνη εορτή μέσα στην περίοδο του πένθους της Σαρακοστής και αφού επιτρέπονταν το λάδι, το ψάρι και το κρασί αμέσως ανέκυψε πρόβλημα προμήθειας ψαρικών. Οι κάτοικοι φυσικά της ενδοχώρας αδυνατούσαν για οικονομικούς και πρακτικούς λόγους να προμηθευτούν φρέσκα ψάρια. Ψυγεία δεν υπήρχαν. Τη λύση έδωσε ο μπακαλιάρος. Αν και δεν αλιεύεται σε ελληνικές θάλασσες (απαντάται κυρίως σε ακτές του βορειοανατολικού Ατλαντικού), ωστόσο το γεγονός ότι γίνεται παστός είναι φθηνός και ευκολοσυντήρητος. Βρέθηκε, λοιπόν η λύση η οποία απέκτησε τη μορφή του εθίμου που το τηρούμε μέχρι σήμερα απαρέγκλιτα.
Ο μπακαλιάρος συνοδεύεται πάντα με την σκορδαλιά. Και τα δύο ταιριάζουν απόλυτα τουλάχιστον γευστικά. Βέβαια η μυρουδιά που αφήνει το σκόρδα είναι πολύ έντονη… Βρέθηκαν πολλές «λύσεις», αλλά όπως φαίνεται μάλλον «η μυρουδιά από τη σκορδαλιά δε φεύγει με τίποτε». Φυλλαράκια μαϊντανού, φύλλα φασκόμηλου, στο χωριό χρησιμοποιούσαμε – μασουλούσαμε δάφνη. Τα αποτελέσματα δεν είναι καθολικά-«επαναστατικά». Επομένως ας απολαύσουμε γαστρονομικά τον μπακαλιάρο μαζί -βεβαίως, βεβαίως- με τη σκορδαλιά κι ας αφήσουμε τη μυρουδιά να φύγει φυσιολογικά. Όποτε φύγει…

Πάντως με τον μπακαλιάρο δεν τα πάω καλά. Ήταν τότε που παιδιά είχαμε-τίποτε δεν είχαμε, είχαμε όμως έντονη την έννοια και τη γεύση της απόλαυσης. «Χ’στού – Λαμπρή κρέας και τις άλλες μέρες τραχανά». Ήταν το μόνιμο και καθολικό μενού για όλο το χωριό. Εξαιρέσεις πολύ, μα πολύ λίγες. Λίγες και γι’ αυτό τις απολαμβάναμε και περιμέναμε… Περιμέναμε, χωρίς να βιαζόμαστε και βέβαια αναγκαστικά διατηρώντας την ηρεμία μας. Θα ‘ρθουν τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά, ακόμα και το Πάσχα για να φάμε τα κουλούρια, η γιορτή του πατέρα για κανένα γλυκάκι, ή του Ευαγγελισμού για τον μπακαλιάρο… «Κι έχ’ ο Θεός».
Είναι αλήθεια πως χόρτα έχω να φάω πολλά χρόνια γιατί «φύτρωσαν στην κοιλιά μου, εκεί στο χωριό» και επίσης μπακαλιάρο, «δεν τρώω με τίποτε». Έχει η υπόθεση την ιστορία της. Ο μπακαλιάρος ήταν «είδισμα πολυτελείας». Εκεί που τον τηγάνιζε η μάνα μου και τον είχε περιλούσει με κουρκούτι εγώ βρήκα την ευκαιρία και άρπαξα ένα κομμάτι κουρκουτιασμένο και τηγανισμένο, σαν τηγανίτα φαινόταν, και πήγα στον κήπο να το φάω. Παραλίγο να με φάει… Ούτε που είχα καταλάβει πως είχε κόκαλα. Με αγκίδωσε ένα. Πνίγηκα. Η γιαγιά φώναζε, η μάνα χτυπιόταν και ο παππούς έλυσε το πρόβλημα. Με ξετσιαούλιασε. Έβαλε το δάκτυλό του μέχρι τον καρδυλάγγο και έβγαλε το κόκαλο. Σώθηκα. Γι’ αυτό έκτοτε η μάνα μου δεν με απείλησε «θα σου στρίψω τον καρδυλάγγο». Είχε μεγάλη ποικιλία απειλών… Εκεί θα στεκόταν;