Το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων το 2024 – Αριθμοί που δεν αφηγούνται όλη την αλήθεια

Γράφει ο Γιώργος Πριόβολος*

Η ΕΛΣΤΑΤ έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα τα στοιχεία που αφορούν το διαθέσιμο εισόδημα των ελληνικών νοικοκυριών για το 2024. Παρά τη μικρή αύξηση που καταγράφεται στους αριθμούς, η εικόνα που διαμορφώνεται απέχει αρκετά από την καθημερινή εμπειρία πολλών πολιτών. Το ζητούμενο, λοιπόν, δεν είναι μόνο να διαβάσουμε τους αριθμούς, αλλά να τους ερμηνεύσουμε, να τους κρίνουμε και να τους τοποθετήσουμε στο ευρύτερο κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο.

Το συνολικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε οριακά, με το εισόδημα να φτάνει στα 39,13 δισ. ευρώ το δ’ τρίμηνο του 2024, έναντι 38,6 δισ. το αντίστοιχο τρίμηνο του 2023. Η αύξηση του εισοδήματος αποδίδεται κυρίως στη μικρή βελτίωση των μισθών και στην κάμψη της ανεργίας, τουλάχιστον σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία. Ωστόσο, η ιδιωτική κατανάλωση έφτασε τα 40,72 δισ. ευρώ, υπερβαίνοντας το διαθέσιμο εισόδημα. Αυτό σημαίνει πως τα νοικοκυριά είτε συνεχίζουν να αντλούν από αποταμιεύσεις, είτε καταφεύγουν στον δανεισμό, είτε περιορίζουν βασικά έξοδα.

Η διαφορά ανάμεσα στο διαθέσιμο εισόδημα και την καταναλωτική δαπάνη είναι ενδεικτική της «εικονικής» βελτίωσης. Αν η κατανάλωση αυξάνεται ταχύτερα από το εισόδημα, τότε εύλογα προκύπτει το ερώτημα: Πώς καλύπτεται το κενό;

Στην πράξη, οι πολίτες πληρώνουν ακριβότερα για βασικά αγαθά. Το κόστος στέγασης, τα καύσιμα, η ενέργεια και τα είδη διατροφής έχουν αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία δύο χρόνια. Έτσι, το όποιο «πλεόνασμα» εισοδήματος εξανεμίζεται από την ακρίβεια. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ελλάδα παραμένει από τις χώρες με τη μεγαλύτερη αναλογία δαπανών διαβίωσης προς εισόδημα στην Ε.Ε.

Η εικόνα γίνεται ακόμη πιο ανησυχητική όταν κοιτάξουμε τα στοιχεία για τον πληθυσμό που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού. Παρά τις μικρές βελτιώσεις τα τελευταία χρόνια, το ποσοστό για το 2024 ανέρχεται στο 26,9%. Αυτό σημαίνει ότι πάνω από ένας στους τέσσερις Έλληνες αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες στην κάλυψη βασικών του αναγκών. Πίσω από τα ποσοστά κρύβονται άνθρωποι – ηλικιωμένοι με χαμηλές συντάξεις, άνεργοι που δυσκολεύονται να ενταχθούν στην αγορά εργασίας, εργαζόμενοι με επισφαλείς και κακοπληρωμένες θέσεις.

Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται και στην αποτύπωση της ανεργίας. Το 2024, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η ανεργία διαμορφώθηκε στο 9,5%. Από την άλλη πλευρά, η ΔΥΠΑ καταγράφει σταθερά πάνω από 1 εκατομμύριο εγγεγραμμένους ανέργους. Η σημαντική αυτή απόκλιση δεν είναι απλώς ζήτημα στατιστικής, αλλά έχει ουσιαστικές πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις. Η ΕΛΣΤΑΤ μετρά την «πραγματική» ανεργία βάσει ερευνών εργατικού δυναμικού και αυστηρών ευρωπαϊκών κριτηρίων – όπως ενεργή αναζήτηση εργασίας εντός 4 εβδομάδων. Αντίθετα, η ΔΥΠΑ καταγράφει όσους εγγράφονται στα μητρώα της, ανεξαρτήτως αν αναζητούν εργασία ή όχι, ή αν πληρούν άλλα κριτήρια.

Το αποτέλεσμα είναι να έχουμε μια «θεσμική» διχογνωμία που υπονομεύει την κατανόηση της πραγματικής εικόνας της αγοράς εργασίας. Κυρίως, όμως, δημιουργεί σύγχυση για το ποιο είναι το αληθινό μέγεθος του προβλήματος και δυσχεραίνει τον σχεδιασμό αποτελεσματικών πολιτικών απασχόλησης. Πολλοί πολίτες που δεν εντάσσονται στα στατιστικά της ΕΛΣΤΑΤ παραμένουν σε μια «γκρίζα ζώνη», χωρίς στήριξη ή προοπτική.

Η οικονομική ανάκαμψη στην οποία αναφέρονται οι τίτλοι των ανακοινώσεων, δεν είναι αρκετή. Οι κοινωνικές ανισότητες παραμένουν έντονες, ενώ η ανασφάλεια για το μέλλον εντείνεται. Οι πολίτες μπορεί να έχουν στατιστικά υψηλότερα εισοδήματα, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως ζουν καλύτερα. Αντιθέτως, πολλοί νιώθουν ότι παρά τις προσπάθειές τους, το επίπεδο ζωής παραμένει στάσιμο ή και επιδεινώνεται.

Συμπερασματικά, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ προσφέρουν ένα πλαίσιο για ανάλυση, αλλά δεν αφηγούνται όλη την αλήθεια. Χρειάζεται να συνοδεύονται από ποιοτική έρευνα, κοινωνική παρατήρηση και διαρκή λογοδοσία. Διότι στο τέλος, εκείνο που μετρά περισσότερο δεν είναι μόνο το τι λένε οι αριθμοί, αλλά το πώς το βιώνει ο κόσμος.

*Ο Γιώργος Πριόβολος είναι οικονομολόγος – διδάκτωρ Κοινωνικών επιστημών