Το ηλιοτρόπιο της χαράς

Ένα πρωί του Αυγούστου του 1995, τέσσερις φίλοι που είχαν ξεμείνει στην Αθήνα έβαλαν το εξής στοίχημα: μέσα στο επόμενο εικοσιτετράωρο θα συναντούσε ο καθένας τους από μια γυναίκα, θα την προσέγγιζε, θα τη γοήτευε και θα κατέληγε μαζί της στο κρεββάτι. Απαράβατος όρος του παιχνιδιού να μην πρόκειται για γνωστή ή για φίλη τους, πόσο δε μάλλον για παλιά τους σχέση. Ούτε βεβαίως για επαγγελματία του σεξ. Να μην την έχουν ξαναδεί ποτέ στη ζωή τους. Κατέβασαν τους φραπέδες τους κι έσπευσαν να κυνηγήσουν την τύχη τους. Την επομένη ξανάσμιξαν στο ίδιο σημείο. Στη θρυλική καφετέρια του Λέντζου, στο Παγκράτι. Χαμογελούσαν και οι τέσσερις θριαμβευτικά. Τα είχαν όλοι καταφέρει.

“Σιγά το ανδραγάθημα!” θα καγχάσει ένα παιδί της ψηφιακής εποχής. Τότε όμως το διαδίκτυο βρισκόταν σε βρεφικό στάδιο. Δεν υπήρχαν εφαρμογές γνωριμιών ούτε καν μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Οι άνθρωποι φλέρταραν στα μπαρ, στα κλαμπ, σε κοινωνικές εκδηλώσεις, ενίοτε και σε λεωφορεία, τρόλεϊ, καταστήματα, ακόμα και στον δρόμο. Αντάλλασσαν βλέμματα, πνευματώδεις ατάκες -κατά το πνεύμα του ο καθένας-, αριθμούς τηλεφώνων. Πήγαιναν σινεμά, για φαγητό, για μπύρες έστω στην πλατεία. Τα αγόρια προσπαθούσαν να φανούν ενδιαφέροντα, ελκυστικά. (…)

Τριάντα σχεδόν χρόνια αργότερα, το κλίμα έχει αλλάξει άρδην. Προς το χειρότερο. Υπάρχουν προφανώς και σήμερα φίλοι και φιλενάδες που αρπάζουν ή και δημιουργούν ευκαιρίες, που γράφουν την προσωπική τους ιστορία σε τσάρκες, σε κρεβάτια, σε τραπέζια… Οι καιροί μας ωστόσο είναι αλλεργικοί σε ό,τι ελαφρύ και παιχνιδιάρικο. Σε ό,τι φαλτσάρει προς μια καινοφανή σοβαροφάνεια. Προς ένα καταθλιπτικό σαβουάρ βιβρ.
Τα πρόσωπα έχουν καταντήσει περσόνες. Πλάθει ο καθένας την εικόνα του στα σόσιαλ μίντια -με φίλτρα και με αμπελοφιλοσοφίες- κι αισθάνεται υποχρεωμένος να την υπηρετεί πιστά. Καταγράφει μανιωδώς την καθημερινότητά του. Φωτογραφίζει υστερικά σχεδόν τον εαυτό του και τους γύρω του. Ικετεύει για αποδοχή, για επιβράβευση όχι εκείνον που έχει απέναντί του αλλά έναν πολτό “ακολούθων”, διαδικτυακών φίλων. (…)

Η μάζα των ανθρώπων κακοπαίζει ρόλους δευτεροκλασάτου δράματος. Άλλος τον βαθυστόχαστο, άλλη τη φεμινίστρια, άλλος τον πατριώτη ή τον αντιεξουσιαστή… Παθιάζονται, σκυλοκαβγαδίζουν τη μία για τον Καραγάτση, την άλλη για την ερμαφρόδιτη αθλήτρια. Παραβγαίνουν σε ευαισθησία, σε ενσυναίσθηση. “Από μικρή έχω φάει τρομερό μπούλινγκ για το σώμα μου!” γράφει μια κυρία και βρίσκει αμέσως εκατοντάδες συμπαραστάτες. Σάμπως να μην είναι γνωστό ότι οι εύσαρκες γυναίκες είχαν ανέκαθεν το κοινό τους, απολάμβαναν ιδιαίτερο σουξέ. Στο γήπεδο του έρωτα κανείς δεν πήγαινε ποτέ κουβαλώντας μεζούρα. Και κανείς δεν έμενε ποτέ μόνος του, εκτός κι αν κατά βάθος το επεδίωκε. Το να αυτοθυματοποιείσαι, από την άλλη, κάποτε θεωρούνταν αναξιοπρεπές. Σήμερα αποτελεί συνταγή επιτυχίας.

Μια νέα σεμνοτυφία τείνει να κυριαρχήσει. Όχι σεξουαλική. Αισθηματική. Ολοένα και λιγότεροι ρισκάρουν να δείξουν τις πληγές και τα τρωτά τους μέρη κάτω από την πόζα που τους σκεπάζει, για να παραφράσω τον Καβάφη. Να εκτεθούν ουσιαστικά. Να ρισκάρουν την απόρριψη. Να πέφτουν, να ξανασηκώνονται δίχως να καταδέχονται παρηγορητικά χτυπήματα στην πλάτη. Χωρίς να ενοχοποιούν για τα παθήματά τους την πατριαρχία ή τον καπιταλισμό.
Οι τέσσερις φίλοι, που σαν τα αδέσποτα γατιά ξαμολήθηκαν στην Αθήνα τον Αύγουστο του 1995, θα φάνταζαν σήμερα στην καλύτερη περίπτωση λιγούρηδες, στη χειρότερη σεξιστές. Φλέρτ και χαβαλές; Κοριτσίστικες τσαχπινιές, αγορίστικες σκανταλιές; Ο θεός της πολιτικής ορθότητας να μας φυλάει!
Έχει ο καιρός γυρίσματα. Ο άνθρωπος, εκ γενετής, είναι ένα ηλιοτρόπιο της χαράς. Στη συννεφιά κλείνει, στο χιόνι παγώνει. Ποτέ όμως δεν μαραίνεται. Με την πρώτη ευκαιρία ξανανθίζει.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΩΜΕΝΙΔΗΣ, 05 Αυγ. 24 /Capital.gr