Το ΚΑΠΗ

Η Ξένη συνήθως τ’ απογεύματα έπαιρνε τον καφέ της με τα γεροντάκια. Εκεί έβρισκε χώρο κι αυτιά πρόθυμα να την ακούν να εκθειάζει την πατρίδα της, τ’ Αλάτσατα, ένα χωριό κοντά στη Σμύρνη. Να τους μιλά για μια ευτυχία που είχε για πάντα χαθεί. Με το πέρασμα του καιρού έμοιαζε σαν παραμύθι, της Κοκκινοσκουφίτσας κυρίως, που όμως τελικά την έφαγε ο Γκρίζος Λύκος κι ό, τι απέμεινε απ’ την όλη ιστορία είναι ο τάφος της γιαγιάς. Κάπου στης Ανατολής τα μέρη, περιμένει ακόμα τη νεκρανάστασή της απ’ τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά, του άλλου παραμυθιού. Τελευταία το ΚΑΠΥ είχε εμπλουτιστεί κι απ’ τον Αμερικάνο. Έτσι είχαν βαφτίσει τον μετανάστη χρόνια στην Αμερική. Ψηλός, ξανθωπός, περισσότερο για Γερμανό τον έκανες παρά για Έλληνα. Το μόνο που τον διαφοροποιούσε απ’ την ψυχρή φυλή των βορείων ήταν το αστείρευτο χαμόγελό του. Μ’ αυτό φορεμένο στο πρόσωπο και τα χρυσά δαχτυλίδια στα χέρια του έκανε την εμφάνισή του πρωί-απόγευμα ως κάτι το ξεχωριστό. Ψιθυριζόταν πως κάποιου Γερμανού σπόρος ήταν επί κατοχής και πως τον είχε αφήσει σουβενίρ στη μάνα του κι εκείνη, για να γλυτώσει την κατακραυγή, πήρε των ομματιών και το νόθο της για την ξενιτιά. Αν τους πρόσφυγες του ’22 τους έλεγαν τουρκόσπορους, κάποιους σαν κι αυτούς τους είπαν γερμανόσπορους. Αυτά κάνουν οι κατοχές… Ο ίδιος πάντως δεν άργησε ν’ ανοίξει τα χαρτιά του. Ένας κι αυτός απ’ τους τόσους που χωμένοι στ’ αμπάρια των καραβιών, ταξιδεύοντας, μπορεί και μήνα, κάτω από άθλιες συνθήκες, κυνηγούσαν το όνειρο στη Γη της Επαγγελίας: να βγάλουν λεφτά, να πάψουν να πεινούν και να μορφωθούν, αν όχι οι ίδιοι, τουλάχιστον τα παιδιά τους, να ξεχωρίσουν απ’ τα ζωντανά του βουνού και του κάμπου. Έτσι κι έγινε. Παιδιά κι αγγόνια μείναν εκεί.

Εκείνος όμως, σαν πέθανε η γυναίκα του, επέστρεψε στην πατρίδα, αυτή να του κλείσει τα μάτια πάνω στο ευλογημένο του χωριό. Ως τότε στο ΚΑΠΥ, παρέα με τα γεροντάκια. Γερό σκαρί! Κουβαλούσε σοφία ζωής, σαν του πολυταξιδεμένου Οδυσσέα. Παρά τα χρονάκια του, κοντεύοντας τα ενενήντα, είχε όρεξη ακόμα και για σύντροφο, να μη νιώθει μοναξιά στο σπίτι, όταν γυρνούσε. Ανοιχτοχέρης κι ανοιχτόκαρδος – τα δύο μαζί πάνε – κέρδισε τις συμπάθειες ανδρών και γυναικών, ανάμεσα απ’ τις οποίες ξεχώρισε την Ουρανίτσα. Εκεί που το ’χε πιστέψει πως μόνη, όπως ήρθε στη ζωή, έτσι και θα ’φευγε, ο έρωτας της χτύπησε την πόρτα. Κι όπως δίνει φτερά στην ψυχή, για να πετάξει, κι ας μην μπορεί το σώμα, το ειδύλλιο έγινε αιτία να ξυπνήσουν τα γηρατειά, σαν από χειμερία νάρκη. Έσπασε ευχάριστα τη ρουτίνα τους, παρακολουθώντας μ’ ενδιαφέρον το καινοφανές για τα ήθη της εποχής ειδύλλιο. Κι αφού πέρασε από σαράντα κύματα, όπως κάθε καινούργιο, τελικά όχι μόνο το αποδέχτηκαν, αλλά τα στέφανα άλλαξαν κάποιοι του «ομίλου» και των δύο φύλων. Στο ΚΑΠΥ οι αρραβώνες, ο γάμος και το γλέντι. Όχι και τρικούβερτο! αλλά γλέντι. Πολύ το διασκέδασαν.

Ο γαμπρός έβαλε βαθιά το χέρι στην τσέπη για τον σταθμό της ζωής του, τον προτελευταίο, πριν τον τερματικό. Ποιο κέντρο Προστασίας Υπερηλίκων γνώρισε ποτέ τέτοιες δόξες; Κι αυτό χάρη στον Αμερικάνο. Απομεινάρι, θα ’λεγες της αμερικάνικης βοήθειας στη χώρα μας απ’ τον Εμφύλιο και μετά. Στο πλάι του αξιώθηκε και η Ουρανίτσα τέτοιου μεγαλείου! Μέχρι τότε τα μόνα που θυμόταν ήταν το κατιτί απ’ τα δώρα της ΟΥΝΡΑΣ στη ψωροκώσταινα. Δυο χρόνια έζησαν μαζί ευτυχισμένα. Πρώτος έφυγε εκείνος μέσα απ’ την αγκαλιά της κι ύστερα, με συντροφιά την ανάμνησή του, εκείνη. Τα Ψυχοσάββατα τα ωραιότερα κόλλυβα ήταν τα δικά της. Περίμεναν στην ουρά στην έξοδο της εκκλησιάς. Ό, τι περίσσευε το πρόσφερε στα πουλιά του νεκροταφείου. Χοροπηδώντας πάνω στο μνήμα του, με το τιτίβισμά τους της φαινόταν πως ήταν εκείνου η φωνή, το φχαριστώ του, που κρατούσε τη μνήμη του ζωντανή.

Στο ΚΑΠΥ ο καθένας γνώριζε λίγο πολύ του αλλουνού την ιστορία. Παροπλισμένα καράβια, δεμένα σε κάποιο μουράγιο, συνεχίζουν τα ταξίδια τους με όχημα τις αναμνήσεις. Ο Αμερικάνος και η Ουρανίτσα, ετοιμάζοντας βαλίτσες για το τελευταίο ταξίδι, δε φαίνονταν να φοβούνται τον θάνατο. Ήξεραν πως δε θα ζήσουν αιώνια κι ένιωθαν ευγνώμονες για τα δύο τελευταία χρόνια ευτυχίας που τους χάρισε η ζωή.

****(Απόσπασμα από το υπό έκδοση μυθιστόρημά της Χαράς Παπαβασιλείου- Κουμουλλή)