ΤΟ ΜΑΝΝΑ

Γράφει η Χαρά Παπαβασιλείου

Έτσι κίνησε ο Δημοσθένης για το Μέτωπο με την Ελένη στα μετόπισθεν αντιμέτωπη με τον άλλο εχθρό. Πόλεμος μέσα στον πόλεμο! Τα ’χε με την «πολυτεκνία» της πρόσφυγας, που άλλη δουλειά δεν έκανε απ’ τη «δουλειά» να παράγει παιδιά. Δεν έφτανε που δεν την άφηναν να ησυχάσει με την γκρίνια τους όλη μέρα, τώρα κι όλη τη νύχτα, με το που βγήκε απ’ την κοιλιά της και το τρίτο «σκατό». Έτσι είπε τον Νικηφόρο. Τα ονόματα Βίκτορας και Νικηφόρος εξέφραζαν τον μύχιο για την νίκη πόθο του λαού. Η γιαγιά Γιαννούλα όμως με το που άκουσε το κλάμα του νεογνού να ’ρχεται απ’ το δωμάτιο όπου η Κούλα η μαμή ξεγεννούσε την «κουνέλα» – το άλλο υποκοριστικό της για τη νύφη της – το είπε όπως το είπε, επειδή δεν θα την άφηνε να δει ούτε και νύχτα καλή. Κι ας ήταν η Ελένη υπέρ του δέοντος καλή. Αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν, τη συμβούλευε η μάνα της. Μια ανάσα πλησίον, μεταμορφωμένη σε Βελζεβούλη, τη Γιαννούλα, την περιποιόταν και με το παραπάνω παρά την «πολυτεκνία» της.

Δυο σκαλοπάτια χώριζαν το άντρο της απ’ το υπόλοιπο του σπιτιού, που άστραφτε από πάστρα χάρη στην «παστρικιά». Στην μπούκα του κανονιού την είχε, γιατί άρπαξε το γιο της απ’ τα χέρια της Σίλας, με σπίτι μέγαρο πίσω απ’ την Αγια Σοφιά και τσουβάλι τις λίρες. Χώρια τα περιβόλια στον Γλυκόρριζο. «Ήρθατ’ εσείς οι Σμυρνιές, να μας αρπάξ’τε τα καλύτερα παλ’κάρια μας. Αμ δεν μπόραγε να σας είχε ξεκάν’ ο Κεμάλ όλους τ’ς τουρκόσπορους! Ούτ’ ένα να μην άφ’νε!» ευχόταν. Μ’ αυτήν την «μουσική υπόκρουση» της ετοίμαζε τα γεύματα. Μόνο όταν της πήγαινε το φαγητό, λες και πατούσε το κουμπί, σταματούσε το μουρμουρητό. Τουλάχιστον μπουκωμένη επικρατούσε, για λίγο έστω, ηρεμία στο σπίτι. Και για τη μαγειρική της, μη βρίσκοντας ψεγάδι, «Για τι άλλο, γιε μ; παρά για να ξελογιάζ’τε τ’ς άνδρες βάζετε τα δυνατά σας!» έλεγε.

»Ποιος ξέρ’ σαν τι μαγιοβότανα τ’ς ρίχνετε στο φαγητό τ’ς, για να τ’ς κρατάτε δεμένους!» της είπε μια μέρα.
«Αν ήταν όπως τα λες, θα ’ριχνα και στο δικό σου, μπας και μπορούσες να μ’ αγαπήσεις», της είπε και η Ελένη.
«Εμένα δεν με πιάνουν τα μάγια, επειδή έχω στην καρδιά μ’ το Χριστό κι όλους τ’ς Αγίους», της απάντησε δείχνοντας το εικονοστάσι, όπου ανάμεσα στον Αϊ-Δημήτρη και τον Αϊ-Γιώργη δέσποζε η εικόνα του Χριστού. Στο ανδροκρατούμενο αγιοστάσι, όπως και στη ζωή της δεν υπήρχε θέση, ούτε και για την Παναγία γυναίκα.

Στη μόνη που άφησε χώρο να μπει ήταν η Ευτυχία. Λες και κατ’ ευφημισμό την είπαν Ευτυχία, γιατί αν είχε πρόσωπο η δυστυχία, φτυστή θα ήταν η ανεψιά της. Απόμεινε μόνη κι έρημη στο πατρικό της σπίτι με τη μεγάλη αυλή και τα γύρω ενοικιαζόμενα δωμάτια. Στην ίδια με την Παρηγορήτρια γειτονιά και το θρυλικό γεφύρι, που στεφανώνει τον Άραχθο. Τι ιστορία κι αυτή! Εκεί και το σπίτι της, στα ριζά του βουνού της Περάνθης.
Στη ζωή ωστόσο της Ελένης «έπεσε» σαν το εξ ουρανού Μάννα. Έπαιρνε το δρόμο απ’ την πλατεία Κιλκίς, στη βόρεια άκρη της πόλης, για να ’ρθει να δει τη θεια της, στην άλλη άκρη.

Πήγαινε πλέκοντας κάποιο απ’ τα τσουράπια της, τώρα όμως του στρατιώτη που πολεμούσε στα χιόνα τον Ιταλό. Και σαν ξαναβρήκε την Ελένη, με τρία όμως τώρα παιδιά, το ένα στη σαρμανίτσα, έκανε ό,τι μπορούσε για να την ανακουφίζει. Τα ’βαζε και με τη θεια της, που αντί να της συμπαρασταθεί, της έκανε το βίο αβίωτο. «Είν κρίμα, μάνα» – μάνα και μάνα ήταν το μότο της –. «Είν κρίμα, μάνα, να βασανίζεις τέτοια γυναίκα», της έλεγε. Κάτω απ’ το μαραμένο σαρκίο της η Ευτυχία έκρυβε μια καρδιά μάλαμα. Ωστόσο στη γειτονιά, όταν την έβλεπαν με πόση άνεση εισχωρούσε στο χώρο της με τις βελόνες του πλεχτού παραμάσχαλα, το κουβάρι το νήμα στη μια της τσέπη και με τους δυο-τρεις ποδόγυρους σαν του κρεμμυδιού τα φύλλα να κρέμονται κάτω απ’ του παλτού της, κρυφογελώντας άρχιζαν το μουρμουρητό.

Μα εκείνη δεν την ένοιαζε. Της έφτανε που θα κρατούσε τον Νικηφόρο στην αγκαλιά της. Ίσως έτσι ικανοποιούσε το μητρικό φίλτρο, που της στέρησε ο προδομένος έρωτάς της. Την παράτησε μ’ ένα παιδί στην κοιλιά, ψιθυριζόταν. Κι η μάνα της, σαν έμαθε την ντροπή της, «Ή το μούλικο ή με το μούλικο κι εσύ μαζί», την απειλούσε. Κι από τότε κλεισμένη στο δωμάτιό της φώναζε: «Μάνα, μάνα, γιατί μου το ’κανες αυτό;» Κι όταν πέθανε, μάνα φώναζε τη Γιαννούλα, επειδή κι εκείνη έβαλε το χεράκι της να γίνει το κακό. Κι έτσι της έμεινε στο πειραγμένο μυαλό της η φράση ατελείωτη: «Μάνα, μάνα». Το άλλο μισό το ψιθύριζε στον εαυτό της: «Γιατί μου το ’κανες αυτό;» τον ρωτούσε.

Είχε κι έναν αδερφό, που από ντροπή για την κατάντια της πήρε των ομματιών του και κρύφτηκε μες στην πολυκοσμία της πρωτεύουσας. Κι από τύψεις που την παράτησε μόνη μια αδερφή, μετά τον θάνατο των γονιών τους, της έγραψε και το δικό του μερτικό απ’ την πατρική κληρονομιά. Και πράγμα παράξενο! στη διαχείρισή της άλλον δεν έβαζε απ’ τον εαυτό της.
Η Ευτυχία με τον Νικηφόρο στην αγκαλιά της αντικαθιστούσε τη μάνα του, που άλλη δουλειά δεν έκανε απ’ το να πλένει και να μαγειρεύει. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να τον έχει καθαρό και χορτασμένο εκείνον, τις αδερφές του και το άλλο το «μωρό», που βρυχιόταν στο «κλουβί» του; Κι έτσι υπέμενε το κλάμα του, περιμένοντας την καλή Σαμαρείτισσα. Και σαν αφουγκραζόταν τα βήματά της στο διάδρομο του ισόγειου, «Νικηφόρε, σταμάτα άλλο να κλαις. Να τη η Ευτυχία! Έρχεται!» έλεγε στο μωρό της κι εκείνο άνοιγε τα χεράκια του, για να τον πάρει στην αγκαλιά της. (Απ’ το ανέκδοτο μυθιστόρημα «Τα Παιδιά του Οδυσσέα»).