Το νόημα της Ελληνικής Επανάστασης και οι κοτζαμπάσηδες

Της Χαράς Παπαβασιλείου

Στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του ’21 είτε αυθόρμητα είτε διστακτικά είτε έπειτα από πίεση, όλες οι τάξεις πήραν μέρος.Δεν υπήρξε ωστόσο ενιαία στάση των κοινωνικών δυνάμεων της εποχής έναντι της Επανάστασης, καθώς μια μερίδα των Ελλήνων μετείχε στην οθωμανική διοίκηση ή απολάμβανε προνόμια στο πλαίσιο της οθωμανικής εξουσίας, (Εκκλησία, κοτζαμπάσηδες, Φαναριώτες, αρματολοί). Οι κοτζαμπάσηδες το πρώτο που κοίταξαν ήταν το πώς θα εξασφάλιζαν τον έλεγχο του Αγώνα και το πώς θα τον μονοπωλούσαν. Και αυτή την επιδίωξή τους την «νομιμοποίησαν», προσωρινά τουλάχιστον, στη Συνέλευση στο Καλτέντζι, με την ίδρυση της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Απ’ τον καιρό της τουρκοκρατίας οι πιο επίφοβοι αντίπαλοί τους ήταν οι κλέφτες και οι αρματολοί και ο κίνδυνος απ’ αυτούς, καθώς οι χωριάτες αποκτούσαν όπλα, τώρα γινόταν μεγαλύτερος από ποτέ. Μόνη εξασφάλισή τους ήταν να εγκαθιδρυθεί «πολιτική εξουσία» με ολιγαρχική μορφή. Έτσι θα μπορούσαν να επιβληθούν στους στρατιωτικούς, που με την υποστήριξη του ένοπλου λαού γύρευαν να λυτρωθούν από τα περασμένα σχήματα εξουσίας, τα συνυφασμένα με την τουρκική τυραννία.

Ο ερχομός του Δημήτριου Υψηλάντη και η ολοφάνερη προτίμησή του στους οπλαρχηγούς και ιδιαίτερα σ’ εκείνους που φοβούνταν περισσότερο – Κολοκοτρώνη, Αναγνωσταρά, Πλαπούτα, Νικηταρά – τους κατατρόμαξε. Τον περίμεναν, σαν πρίγκιπας που ήταν, συμπαραστάτη τους στο πεδούκλωμα του λαού και τον βρήκαν αντίπαλό τους. Και τότε δε δίστασαν στην κρίσιμη εκείνη ώρα, που το έθνος ζυγιζόταν πάνω απ’ τη σωτηρία ή τον όλεθρο, να διεκδικήσουν με τον πιο ωμό και ασύνετο τρόπο το προνόμιο να κυβερνήσουν τους Έλληνες. Για να εξουδετερώσουν τον Υψηλάντη – νόμιμο, σύμφωνα με το καταστατικό της Φιλικής Εταιρίας, διάδοχο του Αλέξανδρου στη θέση του αρχηγού του Αγώνα – τον ονόμασαν πρόεδρο της Γερουσίας, που αντιπροσώπευε τα συμφέροντα της τάξης τους. Ο Υψηλάντης αρνήθηκε, γιατί κατάλαβε πως θα γινόταν δέσμιός τους και λίγες μέρες μετά παράτησε το στρατόπεδο της Τριπολιτσάς και έφευγε για την Καλαμάτα. Ο λαός έτρεξε να τον παρακαλέσει ν’ αλλάξει γνώμη για το καλό της πατρίδας. Οι προύχοντες ωστόσο, αφού τον εξανάγκασαν με την τακτική τους να φύγει, εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία, για να τον εκμηδενίσουν εντελώς.

Στα Βέρβενα, όταν έμαθαν οι αγωνιστές, ο ένοπλος δηλαδή επαναστατημένος λαός, πως έφυγε ο Υψηλάντης και πως αιτία ήταν οι κοτζαμπάσηδες, ξέσπασε άγρια η οργή τους. Σε λίγο τρεις χιλιάδες αρματωμένοι τράβηξαν στο σπίτι του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, όπου βρίσκονταν όλοι οι προύχοντες και ο Κολοκοτρώνης, και το περικύκλωσαν φωνάζοντας: «Θάνατος στους τουρκοκοτζαμπάσηδες. Θέλουμε τον αφέντη μας». Κι αν δεν έβγαινε ο Κολοκοτρώνης να τους καταπραΰνει, δε θα ’χε γλυτώσει ούτε ένας απ’ αυτούς. Τόσο ήταν το μένος τους εναντίον των κοτζαμπάσηδων.
Ο φτωχός λαός δεν είχε τίποτε να χάσει. Και πώς αλήθεια να είχε, αφού όλα ανήκαν στους ευνοημένους της τουρκικής διοίκησης; Και με τη συμμετοχή και τη θυσία του στον Αγώνα επεδίωκε την απαλλαγή του όχι μόνο απ’ τον Τούρκο, αλλά κι απ’ τον ταυτισμένο με την τούρκικη εξουσία μεγαλοτσιφλικά, απ’ την τυραννία του οποίου, δυστυχώς δεν μπόρεσε να ξεφύγει ούτε με την δημιουργία του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Χρειάστηκε ακόμα πολύ αίμα στον αγώνα του ν’ απαλλαγεί απ’ τα δεσμά του. Εξ ου και το Κιλελέρ με κορυφή τη δολοφονία του Αντύπα.

Οι προύχοντες κι αν ενίσχυσαν με τα χρήματά τους την Επανάσταση, το έκαναν με αντάλλαγμα τη διατήρηση των προνομίων τους. Γι’ αυτό έδιωξαν και τον Δημήτριο Υψηλάντη, μια απ’ τις πιο αγνές μορφές της επανάστασης. Γι’ αυτό δολοφόνησαν και τον Καποδίστρια. Οι Μανιάτες και οι Υδραίοι, αλλά και άλλοι νησιώτες, πνέοντες μένεα εναντίον της απόφασης του Καποδίστρια να μην τους παραχωρήσει ούτε ένα ψήγμα απ’ τη θεσμική εξουσία και μη όντες διατεθειμένοι να υποχωρήσουν ούτε ένα πόντο απ’ την κοτσαμπάσικη δική τους, στασίασαν, με αποκορύφωμα την πυρπόληση της φρεγάτας «Ελλάς», το καμάρι του ελληνικού στόλου, από τον τρανό Ανδρέα Μιαούλη, τον ένδοξο πυρπολητή…
Για την εξουσία πολεμούσαν πρώτα κι εξαιτίας της αλλαγής στα οικονομικά δεδομένα της εποχής, λόγω της παρακμής του φεουδαρχικού συστήματος. Κατευθύνοντας την αγροτική παραγωγή στο αυξανόμενο εξωτερικό εμπόριο και τοποθετώντας τα χρήματά τους σε άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες, δεν άργησαν να συνδέσουν τα συμφέροντά τους με την καπιταλιστική αγορά. Το πραγματικό επομένως διακύβευμα της Επανάστασης γι’ αυτούς βρισκόταν πολύ πέρα απ’ τον ορίζοντα της Εθνικής Ανεξαρτησίας. Η αστική τάξη βρίσκεται πλέον στον πυρήνα αυτών των μεταβολών και όσο αυξανόταν η οικονομική της ισχύς, τόσο αυτή ερχόταν σε αντίθεση με τους περιορισμούς του οθωμανικού φεουδαρχικού κράτους και το καθεστώς της υποτέλειάς της σ’ αυτό.

Οι κοτζαμπάσηδες και οι αρματολοί μπήκαν εν τέλει στην πορεία αστικοποίησης. Επομένως πρόκειται για μια αστική εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση με κυρίαρχο το κοινωνικό στοιχείο, που παραπέμπει στη Γαλλική Επανάσταση, τα μηνύματα της οποίας επηρέασαν και την Ελληνική. Και στις δύο επαναστάσεις το βάρος το σήκωσε κυρίως ο λαός, για να καταλήξει στη βασιλεία του Ναπολέοντα η μεν και στην Βαυαροκρατία η δε. Και έπονταν η συνέχεια με τους ξενόφερτους στο σβέρκο του φτωχού λαού βασιλιάδες. Κι ας είχε προειδοποιήσει με το σύνταγμά του ο Αδαμάντιος Κοραής, μέγας εκπρόσωπος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, πως για τον ελληνικό λαό θα ήταν δυσβάστακτο το βάρος μιας βασιλείας.

Τελειώνοντας θα ήθελα να πω ένα μεγάλο κι εγώ ευχαριστώ στους ανιδιοτελείς ήρωες του εικοσιένα με τα λόγια του σοφού Μακρυγιάννη:
«Πατρίς, να μακαρίζεις όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν δια να σ’ αναστήσουνε, να ξαναειπωθείς άλλη μίαν φορά ελεύτερη πατρίδα, όπου ήσουνα χαμένη και σβησμένη από τον κατάλογον των εθνών. Όλους αυτούς να τους μακαρίζεις. Όμως να θυμάσαι και να λαμπρύνεις εκείνους όπου πρωτοθυσιάστηκαν εις την Αλαμάναν, πολεμώντας με τόση δύναμη Τούρκων, κι εκείνους όπου αποφασίστηκαν και κλείστηκαν σε μια μαντρούλα με πλίθες, αδύνατη, εις το χάνι της Γραβιάς κι εκείνους όπου λειώνοντας τόση Τουρκιά και πασάδες εις τα Βασιλικά κι εκείνους όπου αγωνίστηκαν σαν λιοντάρια εις την Λαγκάδα του Μακρυνόρου, οπού ΄ναι (…)τα κλειδιά σου, ένα η Πόρτα του Μακρυνόρου και τ’ άλλο των Θερμοπυλών».
Βιβλιογραφία: Δ. Φωτιάδη «Η Επανάσταση του ’21».