«Το ξούρ(ι)σμα του γαμπρού»
Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος
Το ξύρισμα του γαμπρού ήταν μέρος της τελετής του γάμου. Η τελετή του ξυρίσματος γινόταν ή μέσα στο σπίτι, αν ήταν χειμώνας ή έξω στην αυλή κατά τους ανοιξιάτικους ή καλοκαιρινούς μήνες. «Μεσημέριασε, άιντε η σειρά του γαμπρού για ξούρ(ι)σμα». Ήταν το σύνθημα. Και άρχιζε η διαδικασία. Έπρεπε να ετοιμαστεί ο γαμπρός για την εκκλησία. Στην ουσία άρχιζε η ταλαιπωρία του γαμπρού, αλλά πώς να το κάνουμε; Το έθιμο είναι έθιμο και ούτε καν το αλλάζουμε. Ο γαμπρός λοιπόν καθόταν στη μέση της αυλής, του είχαν βάλει επάνω του και μια πετσέτα απλωμένη και περίμενε. Περίμενε την έναρξη της τελετής του ξυρίσματός του.
Δίπλα του μαζεύονταν οι οργανοπαίκτες και όλοι οι καλεσμένοι, οι συγγενείς και οι φίλοι. Κι άρχιζε η διαδικασία. Έτοιμο το ξουράφι, -με μεγάλη λεπίδα και κοκάλινα «μανίκια»- σαπουνάδα στο γαμπρό, και ο κουμπάρος την πρώτη ξουραφιά. Η συνέχεια ήταν του μπαρμπέρη. Σε όλη τη διαδικασία -υπήρχαν δεν υπήρχαν όργανα- τραγουδούσαν πολλά τραγούδια του γάμου.
«Ξουράφια από τα Γιάννινα/κι ακόνια απ’ τα Τρίκαλα./Για σπούδιαξε, μπαρμέρη μου,/για σπούδιαξε το χέρι σου,/κι έχομε στράτα αλαργινή,/γιοφύρια να περάσομε./Για πρόσεξε μπερμπέρη μου,/για πρόσεξε το χέρι σου,/να μη μας κόψεις το γαμπρό,/κι είναι ντροπ΄η δική σου».
Τα όργανα «βάρεγαν» και ο γαμπρός καθώς καθόταν κράταγε στα χέρια του ένα δίσκο. Κι άρχιζαν οι «επισκέψεις». Πρώτα οι γονείς και τα αδέλφια του και οι πολύ στενοί συγγενείς τραγουδώντας και χορεύοντας με ένα νόμισμα στο χέρι πήγαιναν κατά τη μεριά του γαμπρού και του εύχονταν «Καλή Τύχη». Οι υπόλοιποι σχημάτιζαν ουρά και περιμένοντας υπομονετικά μέχρι να «έρθει η σειρά» τους και να ευχηθούν στον γαμπρό. Στην ουσία εδώ κορυφωνόταν η συναισθηματική φόρτιση, από εδώ και πέρα «πάνε τα ψέματα», ο γαμπρός ήταν αναγκασμένος να σοβαρευτεί. Πλησιάζει το μυστήριο του γάμου.
Το έθιμο αυτό, παλιό αλλά τηρούνταν απαρέγκλιτα γιατί στην ουσία ήταν ένα οικονομικό βοήθημα στον γαμπρό «να αντιμετωπίσει τα βάρη του γάμου». Μόλις κόντευαν να τελειώσουν τότε άρχιζαν να «βαράνε τα ντ(ου)φέκια».
Άρχιζαν οι ντουφεκιές, σήμα προς την πλευρά της νύφης, ειδοποίηση να αρχίσει και αυτή την ετοιμασία της… Συνέχιζαν να βαράνε τα όργανα, ακόμη και όταν έφευγε από τη θέση του ο γαμπρός και πήγαινε μέσα για να ντυθεί. Και οι απέξω με τα μπουκάλια στα χέρια- δεν έφταναν τα ρακοπότηρα- «χόρευαν και αμπήδαγαν».
Ήταν και εκείνες οι κουτσομπόλες που είχαν τα δεφτέρια τους. Τόσα έβαλε ο ένας, τόσα ο άλλος. «Τι λες; Είχε ο Νίκος κι έριξε στο ξούρ(ι)σμα κατοστάρ(ι)κο; Παράξενο πράμα». Δεν έβαζαν το τσιαούλι τους μέσα. «Έρ’ξε ο πατέρας τ’ τόσα λεφτά; Πα, πα πανηγύρ’ κάν’ να τον διώξ’ και να πάρ’ την προίκα. Θα τη βάλ’ να προικίσ’ την τσούπρα τ’».
Έλεγαν και ξανάλεγαν, υπολόγιζαν και είκαζαν… «Κοίταξε τον μπάρμπα του. Α, πα, πα. Τσιγκούνης του κερατά! Δεν έβαλε τίποτε στον δίσκο. Ούτε τη θέρμη του τον Αύγουστο δεν δίνει αυτός». Τα έλεγαν και έφευγαν τροχάδην για να πάνε στο σπίτι της νύφης. Είχαν κι άλλη δουλειά να κάνουν…
Η όλη υπόθεση, η υπόθεση δηλαδή του «ξουρίσματος του γαμπρού», όπως προαναφέρθηκε είχε ένα και μοναδικό σκοπό. «Να μαζώξ’ ο γαμπρός κανένα φράγκο, γιατί θα τ’ σφίξ’ για τα καλά ο κώλος απ’ τα προβλήματα». Το έλεγαν έτσι. Το πίστευαν και γι’ αυτό συμμετείχαν σχεδόν καθολικά. Άλλες οι σχέσεις κι άλλο το δέσιμο των ανθρώπων! Δε γίνεται και δεν χρειάζεται να γίνει πλέον σύγκριση…