Το τσιοκάνισμα

Γράφει ο Κώστας Λ. Χρήστος

Φιλόλογος

Με αφορμή την πρόσφατη πρόταση υπουργού για χημικό ευνουχισμό των παιδεραστών, κατά περίπτωση, θα ήθελα μ΄αυτό εδώ το κείμενό μου να αναφερθώ στον παραδοσιακό τρόπο ευνουχισμού των αρσενικών ζώων από τους ποιμένες. Σε παλιότερες δηλαδή εποχές που η κτηνιατρική επιστήμη ήταν σχεδόν ανύπαρκτη και οι σύγχρονες μέθοδοι στειρώσεως των ζώων άγνωστες , οι ποιμένες που για διαφόρους λόγους ήθελαν να επιβάλουν τη στείρωση στα αρσενικά βαρβάτα ζώα τους, είχαν επινοήσει μια επώδυνη, βάρβαρη θα έλεγα μέθοδο, που ήταν το τσιοκάνισμα. Κι έχω στο μυαλό μου, μικρός που ήμουνα, αμυδρές εικόνες τσιοκανίσματος τράγων και κριαριών από επιδέξιους αυτής της μεθόδου.

Το τσιοκάνισμα γινόταν κυρίως την άνοιξη για να προλάβουν οι ποιμένες τον «πριτσάλο» των αιγών και τον «μαρκάλο» των προβάτων που ως γνωστόν ο «κυκλικός οίστρος» στα θηλυκά γίνεται το καλοκαίρι με τη ζέστη. Και θυμήθηκα τώρα τον ποιητή Ι. Καρασούτσα που στο ποίημά του με τον τίτλο «γέρων αοιδός ψάλλων το έαρ» γράφει σε μια στροφή του ποιήματός του:
«Πόσαι, πόσαι ωραίαι σκηναί
την ψυχήν συγκινούν και φαιδρύνουν!
Και η πρόκνη! Ω πώς με ηδύνουν
αι μικραί της, κομψαί της φωναί!»

Και βεβαίως ο ποιητής υμνεί εδώ την άνοιξη με τις ωραίες εικόνες της, ηχητικές και μη . Οι εικόνες όμως και οι σκηνές του τσιοκανίσματος κατά την άνοιξη , κάθε άλλο παρά ωραίες και καθόλου δεν χαροποιούσαν τους παρευρισκομένους , όπως καθόλου «κομψαί» δεν ήταν και οι σπαρακτικές φωνές των ζώων. Θα έλεγα πως ήταν μαρτυρικές και σπαρακτικές για τα βαρβάτα ζώα που μετά το τσιοκάνισμα έχαναν οριστικά τη γενετήσια ορμή τους και τη δυνατότητά τους να γονιμοποιήσουν τα θηλυκά. Κι αναφέρω, όπως θα καταλάβατε, τους παραπάνω στίχους κατ΄ευφημισμόν εδώ, για να έλθω στη συνέχεια στη διαδικασία του τσιοκανίσματος ή του μουνουχίσματος των ζώων , για να το πω αλλέως.
Τα τσιοκάνσμα λοιπόν γινόταν από ειδικούς , οι οποίοι ήξεραν καλά την τέχνη τους και μάλιστα πολλές φορές υπερηφανεύονταν γι αυτή, θεωρώντας τους εαυτούς τους «τρανούς» (μεγάλους.) Γινόταν συνήθως έξω από το μαντρί των ζώων ή και σε άλλα ανοιχτά μέρη κοντά στις στρούγκες.

Ο τσιοκανιστής, αν μπορούμε να τον ονομάσουμε έτσι και τον οποίο καλούσαν οι ποιμένες για να τσιοκανίσει τα βαρβάτα ζώα τους, είχε σαν εργαλεία του τον «τσιόκανο» κι ένα βαρύ σφυρί ή σκεπάρνι. Ο τσιόκανος ήταν ένα μικρό ξύλινο στυλιάρι, μισό περίπου μέτρο, στο μήκος του οποίου έδεναν με κάποια τεχνογνωσία ένα χοντρό σχοινί. Μ΄αυτό το σχοινί ο τσιοκανιστής που ήξερε αυτή την τέχνη, συνήθως από τους προγόνους του, έδενε τους όρχεις του ζώου στη βάση τους, αφού πρώτα δυο άλλοι ξάπλωναν το ζώο κάτω στο έδαφος ανάσκελα και του κρατούσαν γερά τα πόδια του. Στη συνέχεια περιέστρεφε τον τσιόκανο ώσπου το σχοινί να έσφιγγε πάρα πολύ τη βάση των όρχεων. Ύστερα άρχιζε να δίνει με το σφυρί απανωτά και δυνατά χτυπήματα πάνω στο ξύλο του τσιόκανου και στο σημείο που δένονταν οι όρχεις, ώστε να κοπούν οι γεννητικοί αδένες του ζώου, λέγοντας διαδοχικά σε κάθε δυνατό κτύπημα τις χαρακτηριστικές κι ακαταλαβίστικες για τους άλλους λέξεις: «πάχος», «χόντρος.» Και βέβαια τα ζώα σπάραζαν από τον πόνο βγάζοντας γοερές και ουρανομήκεις κραυγές . Κι αυτά τα «βαρεμένα» ζώα , όπως τα ονόμαζαν πλέον, έμεναν ακίνητα κι ανόρεχτα προς τροφή για κάποιες μέρες από τους φρικτούς πόνους που ένιωθαν.

Αναφέρω ακόμα πως το τσιοκάνισμα γινόταν κυρίως στους τράγους και σε αρσενικά πρόβατα (κριάρια). Κι αυτό το «βάρεμα» των ζώων με τον τσιόκανο γινόταν από τους ιδιοκτήτες τους για διάφορους λόγους: τα ζώα αυτά, χωρίς γενετήσιες ορμές πλέον, ή τα προόριζαν για πούλημα ή ήθελαν να τα έχουν κοντά τους ως ακίνδυνα και να μην ξεφεύγουν μακριά από τα κοπάδια τους , με αποτέλεσμα να χάνονται και να μην τα βρίσκουν, καθώς έφευγαν κατά τον οίστρο τους προς άλλα κοπάδια για να αναζητήσουν θηλυκά προς γονιμοποίησή τους. Επίσης μπορεί να μην ήθελαν τον πολλαπλασιασμό των ζώων τους αλλά κι επειδή ίσως ήθελαν να πουλήσουν τα αρσενικά βαρβάτα, τα οποία όμως, κατά την εποχή που αυτά γονιμοποιούσαν τα θηλυκά, αδυνάτιζαν πολύ και δεν είχαν βάρος. Και ίσως τέλος για να αποφύγουν την ενοχλητική «κινάβρα»(δυσοσμία, βαρβατίλα, τραγίλα) , η οποία μεταδιδόταν ακόμα και στο κρέας τους.
Να αναφέρω επιπλέον ότι το τσιοκάνισμα γινόταν και σε γαϊδούρια, μουλάρια και βοοειδή. Κι αναμφισβήτητα ήταν ένας βάναυσος ευνουχισμός των ζώων , σε παλαιότερες εποχές, μέχρι που η κτηνιατρική επιστήμη εφηύρε και εφαρμόζει έκτοτε ανώδυνες μεθόδους στείρωσης των ζώων.

Τέλος, το εάν πρέπει ο ευνουχισμός να εφαρμοστεί και στους παιδόφιλους στην κοινωνία μας, αυτό το αφήνω στην κρίση του καθενός. Προπαντός, όμως, συλλήβδην η Ευρώπη αλλά και οι δικοί μας εδώ στη χώρα μας ηγέτες, πρέπει να αποφασίσουν το εάν θα νομοθετήσουν τον θρυλούμενο χημικό ευνουχισμό ή το τσιοκάνισμα , αν προτιμάτε, που θα εξαλείψει στους παιδεραστές την κάθε τους σεξουαλική επιθυμία κι ορμή. Και μια τελική κι εφαρμόσιμη απόφαση προβάλλει πλέον ως αδήριτη ανάγκη , διότι δεν πρέπει να καταστρέφονται παιδικές ψυχές αλλά κι επειδή στις μέρες μας τα πράγματα έχουν εκτραχυνθεί σφόδρα καθιστάμενα πλέον άκρως επικίνδυνα για την κοινωνία μας. Κι ο νοών νοείτω.