Γράφει: η
Χαρά Παπαβασιλείου
Το είχαν καθιερώσει, πριν πιάσουν την ανηφόρα για τα Ραδοβίζια, να κάνουν μια στάση στο Πουρνάρι. Ο τελευταίος σταθμός στην επιστροφή τους στην πατρίδα ήταν το Φράγμα. Έτσι και τώρα. Κατέβηκαν απ’ τ’ αυτοκίνητο, πλησίασαν στην άκρη του δρόμου κι αφού το βλέμμα τους περιπλανήθηκε στο καταπράσινο τοπίο, ύστερα στάθηκε εκστατικό στη λίμνη. Στα ήρεμα νερά της καθρεφτίζονταν τα γύρο βουναλάκια με τα ζωντανά ξαμολημένα στις πλαγιές τους. Απ’ τις μισάνοιχτες τουρμπίνες που ήλεγχαν την ροή του νερού κατρακυλούσαν ρυάκια, χορεύοντας πάνω στις κροκάλες της κοίτης του ποταμού. Τα περιβόλια, απαλλαγμένα απ’ τις αιφνιδιαστικές επιθέσεις του Άραχθου, απολάμβαναν κι εκείνα το χαρούμενο τραγούδι τους. Τίποτε δεν τα ’σκιαζε όπως παλιά. Ο φόβος και ο τρόμος γι’ αυτά και τους ιδιοκτήτες τους είχε γίνει παρελθόν.
Στον πυθμένα της λίμνης η Κάτω Καλεντίνη κοιμόταν στην υγρή αγκαλιά της. Εκεί κάπου κείτονταν βυθισμένο και το πατρικό της Τριάδας. Για κάμποσες μέρες πίσω απ’ τον πάγκο του κυλικείου της φάμπρικας έβαζε τα δυνατά της να κρύψει τη θλίψη της. Η Βασιλική, η ξαδέρφη της, μετανάστρια κι αυτή στη Γερμανία, προσπαθούσε να την παρηγορήσει. Μα ήταν γράμμα εκείνο που της έστειλε κι αυτός ο χριστιανός! Σωστό αγγελτήριο θανάτου! Της το ’δωσε μια μέρα η Τριάδα και το διάβασε.
«Το σπιτάκι μας, Τριάδα», της έγραφε ο πατέρας της, «πάει, δε θα το ματαϊδείς. Το χωριό θα το σκεπάσει, λένε, ο Άραχθος, αυτό το καταραμένο ποτάμι. Δεν του ’φτανε που ’τρωγε κάθε χρόνο περιβόλια κι ανθρώπους, τ’ άνοιξε η όρεξη και μας καταβρόχθισε τώρα ολάκερο το χωριό μας. Θα μας φτιάξουν, λένε, καινούργια σπίτια στην Άνω Καλεντίνη. Ζήσε Μάη να φας τριφύλλι. Προς το παρόν είμαστε ξεσπιτωμένοι, όπως κι όλοι οι χωριανοί. Εμάς μας φιλοξενεί ο μπάρμπας σου ο Αγησίλαος. Αυτά τα «καλά» μας μαντάτα. Κατά τα άλλα υγιαίνουμε. Και τα παιδιά μια χαρά. Πού να καταλάβουν αυτά τι σημαίνει να χάνεις το σπίτι σου και το χωριό σου, όπου χρόνια και χρόνια έζησες χαρές και λύπες…». Πώς να μην βούλιαζε η καρδιά της φίλης της;
Το γράμμα τής το ’γραψε ο ανεψιός της, τελειόφοιτος γυμνασίου και γραμματικός των αναλφάβητων συγγενών. Παρά τις αντιρρήσεις του, ο πατέρας της επέμενε στη δική του γνώμη για τα «καμώματα» της τεχνολογίας. Αυτά όμως τα «καμώματα» σκόρπισαν το φως το αληθινό και στα πλέον απομακρυσμένα χωριά!
«Επιτέλους, Τριάδα μ’, θα πάει το ρεύμα και στου Τάσου μ’ το Χωριό τ’ Αστροχώρ’ κι είναι μες στ’ χαρά ου καημένους. Τουν αν’ψιό σ’ ν’ ακούς, που ’ναι διαβασμένου π’ιδί κι ξέρ’ τι τ’ γίνιτι κι ασ’ τουν πατέρα σ’ να τσαμπ’νάει ό,τ’ θέλ’», της έλεγε η Βασιλική.
Ο πατέρας της Τριάδας είχε λησμονήσει το λαδολίχναρο που τρεμοσβήνοντας μάταια πάσχιζε να φωτίσει το καλύβι τους. Είχε ξεχάσει πως κούρνιαζαν οι άνθρωποι, όπως οι όρνιθες στο κοτέτσι τους, το ίδιο κι αυτοί στο δικό τους. Τι άλλο τους απέμενε να κάνουν μέσα στο μισοσκόταδο, παρά να το ρίξουν στον ύπνο; Το σκοτάδι πέφτοντας πηχτό, λες κι ήταν Κατοχή, απαγόρευε την κυκλοφορία στους δρόμους. Με το λυχνάρι κι αργότερα, άντε και λίγο καλύτερα, με την δύσοσμη ασετιλίνη, πάσχιζε ο καφετζής να διευκολύνει το χόμπι της χαρτοπαιξίας. Σάμπως είχαν και καμιά άλλη διασκέδαση απ’ τη μια φορά το χρόνο στο πανηγύρι του χωριού! Με το κλεφτοφάναρο, λοιπόν, στο χέρι οι χωρικοί κατάφερναν να φτάσουν στη μικρή πλαταιΐτσα με το μοναδικό καφενεδάκι. Έτσι είχαν τα πράγματα στα χωριά, μέχρι να τα φωτίσει η ΔΕΗ.
Η Βασιλική θυμόταν την περηφάνια των συγχωριανών της για την ηλεκτροδότηση του χωριού τους. Πόσο ευκολότερα γίνονταν οι δουλειές, η κυκλοφορία μέσα κι έξω απ’ τα σπίτια. Χαίρονταν την κουβέντα τους παραπάνω τα βράδια κι έπαψαν να κοιμούνται την ίδια με τα ζωντανά ώρα. Ο πατέρας έσπαζε το κεφάλι του να καταλάβει πώς μ’ ένα τσακ του διακόπτη η νύχτα γινόταν μέρα τόσο γρήγορα κι απλά. Ρωτούσε τον ανεψιό του, με τον βαθμό άριστα στην Φυσική, να του εξηγήσει το ένα από τα θαύματα της επιστήμης κι έτσι έμπαινε ήθελε δεν ήθελε στο νόημα της εφαρμογής της στα πράγματα. Όταν τα παιδιά του επέστρεψαν μετανάστες απ’ τη Γερμανία, καυχιόταν και για τις μηχανές που έπλεναν κι έψηναν πάλι μ’ ένα πάτημα του κουμπιού. «Μνήσθητί μ’, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σ’», έλεγε και σταυροκοπιόνταν, σκουπίζοντας τα μάτια του απ’ την συγκίνηση.
Και τώρα καθώς η Βασιλική αγνάντευε το φράγμα του Πουρναριού, ένα απ’ τα μεγαλύτερα φράγματα της Ελλάδας, πώς να μην πήγαινε ο νους της στην ημέρα των εγκαινίων! Κατά τύχη βρέθηκαν κι αυτοί εκεί περαστικοί για το χωριό τους. Σύσσωμη η πόλη είχε περικυκλώσει το έργο, περιμένοντας τον πρωθυπουργό. Χαράματα έτρεξε να πιάσει μπαλκόνι με θέα, παίρνοντας μαζί και κολατσό, γεγονός που παρέπεμπε στους διαγωνισμούς αρχαίου δράματος της Αθήνας, που η διδασκαλία διαρκούσε από ανατολής έως δύσεως του ηλίου, οπότε οι πολίτες έπαιρναν και το προσφάγι μαζί τους.
Ο πρωθυπουργός κατέφτασε αεροπορικώς απ’ την Αθήνα στα σημαιοστόλιστα Γιάννινα. Προσφωνήθηκε και προσφώνησε κι εντέλει όπως τον υποδέχτηκε με το «Παρουσιάστε αρμ», τον ξεπροβόδισε κιόλας η ένδοξη Όγδοη Μεραρχία. Κατέβηκαν τα χωριά στο πέρασμά του να τον επευφημήσουν. Η πολιτική του σταδιοδρομία συνδέθηκε με την κατασκευή έργων στην εμφυλιοπληγείσα Ελλάδα. Πέρασε το θρυλικό γεφύρι και μέσα σ’ ένα πλήθος κόσμου, ύστερα από αρκετή ώρα έφτασε στο πλημμυρισμένο από λαοθάλασσα Πουρνάρι.
«Αϊ, ωρέ Βασιλ’κή, τι μεγαλείο ήταν εκειό! Τι κόσμος! Τύφλα να ’χ’νε τα παν’γύρια στα χωριά!» γύρισε ο Τάσος κι είπε στη γυναίκα του.
Είχαν βρει κι αυτοί μια θέση κάτω απ’ τον ήλιο, σπρώχνοντας και σπρωχνόμενοι έτσι που το φράγμα τούς αποκαλύφτηκε με την αίγλη της τεχνολογίας λαμπροστεφανωμένο! Το τοπίο βέβαια έγινε άλλο από εκείνο που είχαν αφήσει πίσω τους, φεύγοντας για τα ξένα. Το φαράγγι, που προκαλούσε το δέος στους περαστικούς, είχε εξαφανιστεί κάτω απ’ τα πλούσια νερά της λίμνης. Το ανάχωμα, εν είδει γέφυρας ενώνοντας τις αντικριστές όχθες, άσπριζε με τις δύο θεόρατες τουρμπίνες από κάτω. Γεμάτο κι αυτό κόσμο.
«Θ’μάσαι, μωρ’ Βασιλ’κή, τι γίνουνταν εδώγια, σι τούτο του σ’μείο π’ καθόμαστε τώρα;»
«Αν θ’μάμαι! Ξεχνιούνται, μωρ’ Τάσο μ’ τέτοια μιγαλεία; Κιο, ντροπή π’ το λέω, αλλά η υποδοχή τ’ πρωθυπουργού μ’ έκανε να ξεχαστώ, να μη σκέφτομαι αυτούς π’ μας περίμ’ναν απάν’ στου χωριό. Χαλάλι τ’. Ένας λεβέντ’ς. Ψ’λός! Αρρεν’πός! με το γκρι κουστούμι τ’! Χειροκροτήματα, κακό!»
«Αμ εκείνοι π’ τον συνόδευαν! Σκούνταε ου ένας τουν άλλο ποιος να ’ν’ στου πλευρό τ’!»
«Αγέρωχος! Άρχ’ντας με τα όλα τ’!», έκοβε ο ένας, έραβε η άλλη.
«Χαλάλ’ και τ’ ποταμού και τρις χαλάλι π’ κατάπιε του χουριό τ’ς Τριάδας. Για του καλό μας το ’κανε. Χωρίς θ’σίες έργα δε γίνονται κι ου άνθρωπος δεν πάει μπροστά».
Αυτό το είχε βιώσει η Βασιλική, όταν αξιώθηκε να καμαρώσει και τα παιδιά της να μελετούν τα μαθήματά τους κάτω απ’ το φως του ηλεκτρικού. Η ίδια τις δυο τάξεις του δημοτικού τις είχε βγάλει διαβάζοντας τ’ αλφαβητάρι με το λυχνάρι. Μ’ αυτά και άλλα πολλά στο μυαλό το ζευγάρι τράβηξε για το χωριό.
«Όπως πάν’ τα πράγματα, νύχτα θα φτάσ’με στ’ Αστροχώρ’», παραπονέθηκε η Βασιλική, καθώς η μερσεντές ανέβαινε τραμπαλίζοντας τον λακκουβιασμένο χωματόδρομο..
«Ε, και; Ένα τσακ στουν διακόπτ’ κι η νύχτα γίνιτι μέρα. Γι’ αυτό σκανιά’ειζ’;» είπε ο Τάσος, υπερήφανος για την πρόοδο του χωριού του. Σειρά του να καμαρώσει και το δικό του χωριό «φωταγωγημένο» κι ανυπομονούσε να το δει.
»Μ’ αυτόν όμως εδώ τουν παλιόδρομο τι μέλ’ γενέσθαι, μ’ λες;» συμπλήρωσε, ωστόσο, αγανακτισμένος για το χάλι του ορεινού συγκοινωνιακού δικτύου.
«Έννοια σ’ και στ’ς επόμ’νες εκλογές κάτ’ μπορεί να γίν’. Σάμπως έτσ’ δεν γίν’κε και το Πουρνάρ’;» απάντησε η Βασιλική, σαν να του έλεγε: «Καλομελέτα κι έρχεται».
Χαμογέλασαν κι οι δυο και συνέχισαν την ανηφόρα για τον «έβδομο ουρανό».