«Το φ’τίλ’ όμως κουντό…»

Του Χρήστου Τούμπουρου

Υπόσχεση δίνει ο παππούς στο παιδάκι, στο εγγονάκι του. «Να είσαι καλό παιδί, να μην στενοχωρείς τον πατέρα σου, τώρα που δεν έχει και δουλειά, κι άμα λαγαρίσ’ τίποτις απ’ τη σύνταξη, θα σου δώσω το κάτι τις». Τέτοια υπόσχεση μάλλον βρίσκεται πλέον στη χώρα των ονείρων, αφού δεν μπορούμε πια να μιλάμε για σύνταξη. «Τα πή, βλάχά μ’, τα πήρανε τα πρόβατα». Ουσιαστικά τριτενέργεια, μετενέργεια, συνταξιοδοτικές-Βρουτσικές παρεμβάσεις και «λύκος να φάει τα πρόβατα και τσάκαλος τα γίδια» καταβρόχθισαν την όποια συνταξούλα του παππούλη και της γιαγιάς… Τι να υποσχεθεί και τι να ρ’μάξ’ ο έρμος. Κάθεται αμίλητος και δεν τολμάει πια να κοιτάξει στα μάτια τον εγγονό.

Υπόσχεση μπορεί να δώσει το παιδί στην υπέργηρη μάνα του που ζει στο χωριό, εγκαταλειμμένη από οποιαδήποτε κρατική μέριμνα -νοσοκομείο, Κέντρα Υγείας, ΚΑΠΗ, κ.λπ., κ.λπ.- ότι θα «έρχεται τακτικότερα να τη βλέπει». Λέμε υπόσχεση… Ένα μεροκάματο να πάει κι ένα να γυρίσει μας κάνουν δυο. Κι αν υπάρχει μεροκάματο. Άρα, αναγκάζεται πολλές φορές να διαψεύδεται στη μάνα του. Κι αν φωνάξει η μάνα, «μάνα είναι, θα της περάσει».

Υπόσχεση δίνει και ο μαθητής ότι θα διαβάζει τα μαθήματά του, θα είναι επιμελής, θα σπουδάσει, «για να συμβάλει στο μέτρο των δυνατοτήτων του στην ανάπτυξη του τόπου και εν γένει στην προκοπή». Αναιρείται εκ των πραγμάτων ο «κανόνας» αυτός. Σπουδαγμένους χρειάζονται, κι αν χρειάζονται, μόνο στο Αμπού Ντάμπι.

Τζουμερκιώτικος κανόνας ορίζει πως πρέπει να αποφεύγονται οι υποσχέσεις, γιατί ενδέχεται τους υποσχόμενους «να τους ζ’γιάσει κανείς με τ’ γκλίτσα στο κεφάλ’, να θρουμπιαστούν, να πέσουν τάβλα, να γίνουν δερμάτ’».

Επίσης, πέρα από τις υποσχέσεις απαγορεύονται και οι ταρζανιές, οι αγριεμάρες, το να υποσχόμαστε πως θα βαρέσουμε ταμπούρλα και θα σχίσουμε όχι χασέδες, αλλά μνημόνια και τα τοιαύτα.

Ούτως εχόντων των πραγμάτων, τι να κάνω… Πάλι η καταβύθιση στη μνήμη. Θυμήθηκα αυτό που έπαθε ο βλάχος.

Ενας βλάχος, λοιπόν, παντρεύτηκε μια βλάχα.

Αφού τελείωσαν τα γλέντια πήρε τ’ βλάχα στο καλύβ’ , για να κοιμ’θούν. Σιγά μην τον έπιανε ο ύπνος. Άρχισε το «όργωμα». Ρίχνει τ’ γυναίκα στο κρεβάτ’, την ξεμπλετσών’ , την άφ’σε ντιπ ζάρκα και ξεκινάει να γδύνεται κι αυτός…
Βγάζει το σακάκι και λέει:
– Κοίτα μουρή μπράτσα, δυναμίτ’ς μουρή δυναμίτς…
– Δυναμίτς Μήτσουμ, δυναμίτ’ς…
Βγάζει το φανελάκι:
– Κοίτα μουρή στήθους, δυναμίτ’ς μουρή, δυναμίτς…
– Δυναμίτς Μήτσουμ, δυναμίτς…
Βγάζει το παντελόνι:
– Κοίτα μουρή μπούτ, δυναμίτ’ς μουρή, δυναμίτ’ς…
– Δυναμίτ’ς Μήτσουμ, δυναμίτ’ς…
Εεε, βγάζει και το σώβρακο, πέφτουν στο κρεβάτι, «κάνουν ό, τι είναι να κάνουν» και γυρίζει και λέει η βλάχα:
– Δυναμίτ’ς Μήτσουμ, δυναμίτ’ς…. αλλά το φ’τίλ κουντό ..