Τριπλασιάστηκε το 2018 η ισχύς των νέων φωτοβολταϊκών μονάδων
Υπερτριπλάσια σε σχέση με το 2017 ήταν η ισχύς των νέων φωτοβολταϊκών μονάδων που εγκαταστάθηκαν πέρυσι, σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία που ανακοίνωσε ο Σύνδεσμος Εταιριών Φωτοβολταϊκών.
Συγκεκριμένα το 2018 εγκαταστάθηκαν και τέθηκαν σε λειτουργία μονάδες ισχύος 41,1 μεγαβάτ έναντι 12,9 μεγαβάτ το 2018 και 5,4 MW το 2016, ανεβάζοντας την συνολική εγκατεστημένη ισχύ των φωτοβολταϊκών στα 2.665 μεγαβάτ.
“Το 2018 ολοκληρώθηκε η εγκατάσταση όλων των φωτοβολταϊκών σταθμών (πλην ενός) που προκρίθηκαν από τον πιλοτικό διαγωνισμό του Δεκεμβρίου 2016, ενώ η αγορά των συστημάτων αυτοπαραγωγής παρουσίασε μια αύξηση 11,8% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, παραμένοντας πάντως σε επίπεδα σημαντικά χαμηλότερα του δυναμικού της χώρας”, επισημαίνει ο ΣΕΦ και προσθέτει:
“Για ακόμη μια χρονιά, τα φωτοβολταϊκά κάλυψαν περίπου το 7% των αναγκών της χώρας σε ηλεκτρική ενέργεια, φέρνοντας την Ελλάδα στην τέταρτη θέση διεθνώς (μετά από Ονδούρα, Ιταλία και Γερμανία) σε ότι αφορά στη συμβολή των φωτοβολταϊκών στη συνολική ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας”.
Από τα 41 μεγαβάτ του 2018, η πλειονότητα (39,8 MW) εγκαταστάθηκαν στο ηπειρωτικό σύστημα. Εξ αυτών τα 6,1 MW λειτουργούν με το σύστημα του ενεργειακού συμψηφισμού (net metering). Στα μη διασυνδεδεμένα νησιά η νέα ισχύς προσέγγισε το 1 μεγαβάτ.
Αίσθηση προκαλούν επίσης τα στοιχεία σύμφωνα με τα οποία η ενεργειακή απόδοση των φωτοβολταϊκών υποχώρησε το 2018 στις 1435 κιλοβατώρες ανά εγκατεστημένο κιλοβάτ, ενώ την προηγούμενη τριετία ξεπερνούσε τις 1500 κιλοβατώρες.
“Ενώ τα προηγούμενα χρόνια υπήρχε μια αύξηση της ενεργειακής απόδοσης των φωτοβολταϊκών στη χώρα μας, το 2018 παρατηρήθηκε μια μέση μείωση 6,34%. Η μείωση αυτή ερμηνεύεται αν δει κανείς την ακτινοβολία που έφτασε στη χώρα μας τα έτη 2016 – 2018. Ενώ στη νότια Ευρώπη είχαμε μείωση της ακτινοβολίας το 2018, είχαμε αντίθετα σημαντική αύξησή της στις βορειότερες χώρες”, αναφέρει ο ΣΕΦ.
Τέλος στον στατιστικό απολογισμό επισημαίνεται ότι το 2018, η αγορά φωτοβολταϊκών συντήρησε 3.700 ισοδύναμες θέσεις πλήρους απασχόλησης (άμεσες, έμμεσες και συνεπαγόμενες).