Υπάρχουν Και… φτωχότεροι Απ’ τους Ηπειρώτες!

Η περιφερειακή διάσταση της εισοδηματικής φτώχειας στην Ελλάδα

Ποια είναι διαχρονική εξέλιξη του ποσοστού φτώχειας στην Περιφέρειά μας

Το 2022, το 16,3% του πληθυσμού της Ηπείρου κάτω από το όριο της φτώχειας

Ενώ στον δημόσιο διάλογο, οι αναφορές περί φτώχειας δίνουν την εντύπωση πως είμαστε το ίδιο φτωχοί οι Αθηναίοι με τους Πελοποννήσιους και οι Ηπειρώτες με τους Μακεδόνες, στην πράξη δεν φαίνεται να συμβαίνει αυτό. Και τούτο επειδή στοιχεία έρευνας δείχνουν πως δεν είναι όλες οι περιοχές της χώρας το ίδιο φτωχές ούτε εξελίσσεται σε κάθε τόπο με τον ίδιο τρόπο η πορεία των εισοδημάτων μέσα στα χρόνια. Η μέτρηση της περιφερειακής διάστασης της φτώχειας διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στον σχεδιασμό και στην επεξεργασία των αντίστοιχων πολιτικών στήριξης των πιο αδύναμων πολιτών, καθώς επιτρέπει στα σχετικά μέτρα να είναι καλύτερα στοχευμένα σε όσους τα έχουν ανάγκη. Μια τέτοια “τοπική” οπτική δίνει στις περιφέρειες και στους δήμους ένα σημαντικό εργαλείο ώστε να κινητοποιηθούν καλύτερα και πιο αποτελεσματικά.
Αυτά δείχνουν τα στοιχεία έρευνας που δημοσίευσαν πρόσφατα η διαΝΕΟσις και το Παρατηρητήριο Περιφερειακών Πολιτικών, που ασχολείται με την περιφερειακή διάσταση της εισοδηματικής φτώχειας στην Ελλάδα.

Η ανάλυση που υπογράφουν ο Αλέξανδρος Καρακίτσιος, ερευνητής στην Τράπεζα της Ελλάδος και οι Φαίη Μακαντάση και Ηλίας Βαλεντής από τη διαΝΕΟσις, εστιάζει στους δείκτες εισοδηματικής φτώχειας και στην εξέλιξή τους ανά περιφέρεια. Όπως επισημαίνουν η μέτρηση αυτή δίνει μια καλύτερη εικόνα για την ερώτηση “πόσοι είναι οι φτωχοί” σε κάθε περιφέρεια, αλλά και για το “πόσο φτωχοί είναι οι φτωχοί” σε κάθε περιφέρεια.
Και τα στοιχεία δείχνουν για παράδειγμα, πως η θέση της Αττικής σε σύγκριση με τις υπόλοιπες Περιφέρειες είναι σαφώς καλύτερη, καθώς τα ποσοστά φτώχειας είναι διαχρονικά αρκετά χαμηλότερα από το εθνικό ποσοστό φτώχειας, αλλά και σε σύγκριση με τις υπόλοιπες Περιφέρειες της Ελλάδας (πλην της Κρήτης και των Ιονίων Νήσων κάποιες χρονιές).

Η συγκεκριμένη ανάλυση επιχειρεί να καταγράψει τις εξελίξεις στη φτώχεια, δίνοντας έμφαση στην περιφερειακή της διάσταση και μάλιστα σε μια περίοδο (2017-2022) με ήπιους ρυθμούς ανάπτυξης αρχικά και εν συνεχεία μια μεγάλη και απότομη ύφεση –εξαιτίας της πανδημίας του κορονοϊού– και άμεσα μια απότομη ανάκαμψη.
Τα ποσοστά φτώχειας στις Περιφέρειες της Ελλάδας διαφέρουν διαχρονικά πολύ μεταξύ τους. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε περιοχής έχουν διαμορφώσει μεγάλες διαφοροποιήσεις ως προς το μοντέλο οικονομικής
ανάπτυξης κάθε Περιφέρειας, οδηγώντας αναπόφευκτα σε διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες, οι οποίες –σε μεγάλο βαθμό– αντικατοπτρίζονται και στα ποσοστά φτώχειας.

Η ανάλυση των κατανομών εισοδήματος σε κάθε Περιφέρεια, και οι διαφορετικές μεταβολές τους κατά τη διάρκεια της υπό εξέτασης περιόδου αντανακλούν τη διαφορετική επίδραση που έχει η οικονομική ανάπτυξη
και η απότομη ύφεση του 2020 στα εισοδήματα των νοικοκυριών.
Τα ευρήματα αποκαλύπτουν τη σημαντική διαφοροποίηση των κοινωνικών συνθηκών που επικρατούν σε κάθε Περιφέρεια, όπως αυτές εκφράζονται από την εισοδηματική φτώχεια. Με δεδομένη την αυστηρή συσχέτιση μεταξύ της οικονομικής ανάπτυξης και της φτώχειας και με στόχο τη σύγκλιση μεταξύ των Περιφερειών, είναι αδήριτη η ανάγκη υιοθέτησης ενός νέου μοντέλου περιφερειακής ανάπτυξης.
Το μοντέλο αυτό θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη, αφενός τα διαφορετικά χαρακτηριστικά κάθε Περιφέρειας και τις ιδιαιτερότητές της, αφετέρου την ανάγκη για σύγκλιση και ισόρροπη ανάπτυξη σε όλες τις περιοχές της χώρας.

Διαφορετικές φτώχειες
Από τα δεδομένα της παρούσας μελέτης και, παρά την όποια χρονική υστέρηση στη δημοσιοποίηση αυτών, είναι εμφανές πως –σε όρους φτώχειας– υπάρχουν Περιφέρειες οι οποίες μειονεκτούν φανερά έναντι άλλων, ενώ ταυτόχρονα το φαινόμενο της φτώχειας είναι σε αυτές και πιο έντονο. Επομένως, μέσα από τα αποτελέσματα αυτής της ανάλυσης αναδεικνύονται οι περιοχές όπου το κεντρικό κράτος, αλλά και η τοπική αυτοδιοίκηση, πρέπει να δώσουν έμφαση και να εφαρμόσουν, όχι μόνο τις οριζόντιες, εθνικού επιπέδου πολιτικές, αλλά και πολιτικές που θα βασίζονται στα τοπικά χαρακτηριστικά και θα απαντούν στις τοπικού επιπέδου προκλήσεις
που υπάρχουν.
Οι πολιτικές αντιμετώπισης της φτώχειας είναι κατά κύριο λόγο επιδοματικές. Το πλεονέκτημα των πολιτικών αυτών είναι η σχεδόν άμεση επίδρασή τους στο εισόδημα των νοικοκυριών. Ωστόσο, η γενικότερη στόχευση που χρειάζεται η κοινωνική πολιτική στην Ελλάδα, από τα χρόνια εφαρμογής των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής, είναι η αντιμετώπιση του κατακερματισμού των επιδοματικών πολιτικών και η βελτίωση της αποδοτικότητας αυτών των πολιτικών.

Κύριες πολιτικές
Οι κύριες πολιτικές που εφαρμόζονται σήμερα για την αντιμετώπιση της φτώχειας (Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα, Επίδομα Τέκνων και Επίδομα Στέγασης/Ενοικίου), αλλά και τα αναπηρικά επιδόματα ή τα επιδόματα
ανεργίας, έχουν εθνικό χαρακτήρα και εφαρμόζονται κατά τον ίδιο τρόπο σε όλες τις Περιφέρειες της χώρας. Εάν οι πολιτικές αυτές εφαρμόζονταν και με τοπικά κριτήρια, τότε θα ήταν πολύ πιθανό να προκύψουν πολυπλοκότητες, οι οποίες θα μείωναν την αποτελεσματικότητα των πολιτικών αυτών.

Συνεπώς, με βάση τα παραπάνω είναι δύσκολο να εφαρμοστούν πολιτικές επιδοματικού χαρακτήρα σε συγκεκριμένες Περιφέρειες. Από την άλλη πλευρά, η σχετική βιβλιογραφία (Andriopoulou et al., 2018) αναφέρει ότι η βασική παράμετρος αύξησης της φτώχειας είναι η ανεργία.

Οπότε, η απασχόληση και τα χαρακτηριστικά της θεωρείται ο κύριος προσδιοριστικός παράγοντας της φτώχειας, και για την πληρέστερη κατανόηση των διαφοροποιήσεων που παρατηρούνται μεταξύ των Περιφερειών είναι ανάγκη να μελετηθούν ξεχωριστά οι τοπικές συνθήκες της αγοράς εργασίας.
Κατά συνέπεια, κρίνεται απαραίτητο να εφαρμοστούν πολιτικές που θα στοχεύουν στην αύξηση της απασχόλησης και θα έχουν τοπικό (περιφερειακό) χαρακτήρα. Οι πολιτικές αυτές θα πρέπει αφενός να διαγνώσουν το επικρατούν μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης κάθε Περιφέρειας (με την ανάλυση της εκάστοτε περιφερειακής αγοράς εργασίας), και αφετέρου να διαμορφώσουν το κατάλληλο περιβάλλον για την προώθηση των ανέργων στην απασχόληση μέσω πολιτικών (επανα)κατάρτισης

Ποσοστά φτώχειας 
Στον Πίνακα παρουσιάζονται τα ποσοστά φτώχειας σε κάθε Περιφέρεια, σε σύγκριση με το εθνικό ποσοστό φτώχειας. Να σημειωθεί ότι τα ποσοστά αυτά υπολογίζονται με το όριο της φτώχειας να έχει υπολογιστεί σε εθνικό επίπεδο. Δηλαδή, είναι το ποσοστό του πληθυσμού κάθε Περιφέρειας που βρίσκεται κάτω από την εθνική γραμμή φτώχειας.

Η πλεονεκτικότερη θέση της Αττικής σε σύγκριση με τις υπόλοιπες Περιφέρειες είναι σαφής, καθώς τα ποσοστά φτώχειας είναι διαχρονικά αρκετά χαμηλότερα από το εθνικό ποσοστό φτώχειας, αλλά και σε σύγκριση με τις υπόλοιπες Περιφέρειες της Ελλάδας (πλην της Κρήτης και των Ιονίων Νήσων κάποιες χρονιές).
Συγκεκριμένα, τα ποσοστά φτώχειας στην Περιφέρεια Αττικής είναι από 3,4 έως και 6,4 ποσοστιαίες μονάδες
χαμηλότερα του εθνικού ποσοστού φτώχειας. Ωστόσο, από το 2019, σημειώνεται αυξητική τάση του ποσοστού φτώχειας στην Αττική με αποτέλεσμα να καταλήγει στο 13,6% το 2022.

Με ποσοστά επίσης χαμηλότερα του εθνικού ποσοστού φτώχειας, ακολουθούν οι Περιφέρειες Νοτίου Αιγαίου και Κρήτης. Στο Νότιο Αιγαίο το ποσοστό φτώχειας κυμαίνεται από 14,5% (το 2019 και το 2022) έως και 17,3% (το 2017).

Την ίδια περίοδο, το ποσοστό φτώχειας στην Κρήτη μειώνεται και, μάλιστα, το 2021 το ποσοστό φτώχειας της συγκεκριμένης Περιφέρειας ήταν το χαμηλότερο σε όλη την Ελλάδα (10,4%), ενώ το 2022 σημείωσε οριακή αύξηση (10,6%).
Στην Περιφέρεια Ανατ. Μακεδονίας και Θράκης, το ποσοστό φτώχειας είναι διαρκώς υψηλότερο του εθνικού μέσου όρου (από 3,5 έως και 9,8 ποσοστιαίες μονάδες). Μάλιστα, κατά την πρώτη περίοδο της πανδημίας (2020), το ποσοστό φτώχειας έφτασε το 28,6%, το οποίο ήταν το υψηλότερο σε όλη την Ελλάδα, μαζί με την Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας

Παρόμοια εικόνα υπάρχει και για τις Περιφέρειες Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας, με ποσοστά που κινούνται διαχρονικά άνω του εθνικού ποσοστού φτώχειας. Στην Κεντρική Μακεδονία το ποσοστό φτώχειας για το 2022 διαμορφώθηκε στο 22,8% (4,4 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερα του εθνικού ποσοστού), ενώ το 2020 είχε φτάσει στη μέγιστη τιμή του (24,2%).

Από την άλλη, στη Δυτική Μακεδονία το ποσοστό φτώχειας για το 2022 διαμορφώθηκε στο 24,9%, αυξανόμενο σημαντικά από 19,5% το 2020, φανερώνοντας σημαντικές αλλαγές στην κατανομή εισοδήματος σε σύγκριση
με άλλες Περιφέρειες. Ωστόσο, κατά την περίοδο 2017-2022 σημειώνονται σημαντικές διακυμάνσεις στο ποσοστό φτώχειας, γεγονός που δείχνει ότι πιθανότατα ένα μέρος του πληθυσμού της Περιφέρειας αυτής βρίσκεται κοντά στην εθνική γραμμή φτώχειας. Ως εκ τούτου, τα ποσοστά φτώχειας είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα στις αλλαγές του ορίου φτώχειας.

Η Περιφέρεια Ηπείρου είναι μία από τις ιδιαίτερες περιπτώσεις ως προς τη διαχρονική εξέλιξη του ποσοστού φτώχειας. Παρότι το 2022, το 16,3% του πληθυσμού της Περιφέρειας αυτής βρίσκεται κάτω από το όριο της φτώχειας (2,1 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από το εθνικό ποσοστό), το 2020 το ποσοστό φτώχειας ήταν στο 20,9% (2,1 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το εθνικό ποσοστό). Τα δεδομένα του Πίνακα για την Περιφέρεια της Ηπείρου φανερώνουν, επίσης, έντονες διακυμάνσεις μεταξύ των ετών, γεγονός που πιθανώς να οφείλεται στην ευαισθησία του ποσοστού φτώχειας στις μεταβολές της εθνικής γραμμής φτώχειας.

Επομένως, σε τέτοιες περιπτώσεις, τα αποτελέσματα πρέπει να ερμηνευθούν με προσοχή και δίνοντας έμφαση στις μεταβολές της εισοδηματικής κατανομής κάθε Περιφέρειας.