Φ’ΣΤΑΝΕΛΑ, ΤΣΑΡΟΥΧΙ, ΦΟΥΝΤΑ, ΦΕΣ’

Γράφει ο Δημήτρης Πετρόπουλος

Καθόταν ήρεμος και διακριτικός, λιγάκι απόμακρος, μονάχος του συνήθως, πίνοντας τσιπουράκι σε κάποιο από τα στέκια ανάμεσα στην πλατεία Σκουφά και στου Μπαïκούση. Αυτά ήταν τα όρια και του δικού μου κόσμου στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Μικρό παιδί σαν ήμουνα και πήγαινα σχολείο…
Μάλλον δεν έμενε στην πόλη, θα τον έβλεπα συχνότερα. Τίποτα δεν ήξερα γι αυτόν. Ούτε και έμαθα ποτέ. Κι όμως δεν πέρναγε απαρατήρητος. Και νάθελε δεν θα γινόταν. Ήταν ο μόνος, βλέπεις, που τον καιρό… του ροκ εντ ρολ φορούσε ακόμα φουστανέλα. Εντάξει, όχι ακριβώς τις 400 δίπλες που φόραγαν οι Εύζωνοι της Ανακτορικής φρουράς – έτσι την έλεγαν τότε, εξ ου και το κρυφό καμάρι για όποιον υπηρέτησε τσολιάς στ’ανάκτορα, ήτανε κάτι σαν αξίωμα – ούτε το πλουμιστό και χρυσοκέντητο γιλέκο. Φορούσε ας πούμε κάτι λιγότερο αμπιγιέ – για να μιλήσουμε με όρους μόδας – κάτι λιγότερο επίσημο, λιγότερο παρέλαση, πιο καθημερινό, βρε αδερφέ, πιο φτωχικό, πιο…της δουλειάς.

Η αλήθεια είναι πως είχα πάντοτε την απορία πόσο εύχρηστη μπορούσε νάναι η ‘’πλήρης δόξης΄΄ φουστανέλα, η εορταστική, όταν είχες να κάνεις κλεφτοπόλεμο στα ελληνικά βουνά και τα λαγκάδια ανάμεσα σε αναρίθμητα πουρνάρια και αγκάθια, κλαρούδια και κλαρόπουλα, χώρια οι κοτρώνες και οι γλίστρες που ευδοκιμούν στον κακοτράχαλο εθνικό μας λόγγο. Ανά πάσα στιγμή θα μπορούσες να πιαστείς και να σκιστείς ή να σκαλώσεις με τον εχθρό απέναντι και να μην μπορείς να ξεφύγεις. Για το λευκό… που ξεχωρίζει ούτε λόγος. Άσε που την άλειφαν με λίπος, λέει, για νάναι κάπως αδιάβροχη. Το μόνο θετικό ήταν πως έπαιρναν αέρα τα αχαμνά σου.
Θέλω να πω πως θα υπήρχαν – δεν μπορεί – πιο πρακτικές παραλλαγές της φουστανέλας. Η κυριακάτικη που φόραγαν στα πανηγύρια και η καθημερνή, η πρόχειρη. Δεν είμαι ενδυματολόγος, υπόθεση εργασίας κάνω. Μια τέτοια εκδοχή και όχι την φανταχτερή φόραγε και ο παππούς των παιδικών μου χρόνων. Κάποιοι θα τον κορόιδευαν, φαντάζομαι. Ερχόταν από άλλη εποχή, λησμονημένη. Η αλήθεια είναι πως οι γυναίκες στα χωριά, ιδίως τα απομονωμένα, δεν απαρνήθηκαν τις τοπικές τους φορεσιές αμαχητί.

Τις έβλεπες και μέχρι πρόσφατα, αραιά και που. Οι άντρες όμως φορούσαν ήδη φράγκικα από τον προηγούμενο αιώνα, τον πιο πριν θέλω να πω. Ίσως επειδή η διαφορά ανάμεσα στη φουστανέλα και το παντελόνι ήταν πραγματικά αγεφύρωτη. Γι αυτό και ο παππούς ήταν εξαίρεση.
Ξεκίνησα να γράφω για τη φιγούρα αυτή που ένωνε αδιάσπαστα παρόν και παρελθόν γιατί κάποιος μου έστειλε στο κινητό φωτογραφία ενός εγχώριου ποπ σταρ με εθνική ενδυμασία από κάποια εκδήλωση μαζί με ένα σχόλιο ειρωνικό του τύπου ‘’Και τι δεν κάνει ο άνθρωπος για να τραβάει την προσοχή!΄΄ Έσπευσα να του απαντήσω ότι εμένα δεν με παίρνει να κάνω πλάκα με τη φουστανέλα λόγω… βεβαρημένου παρελθόντος.
Όχι, δεν εννοώ το θέατρο. Ούτε τον κινηματογράφο. Έχει συμβεί κι αυτό – ο νόμος των πιθανοτήτων. Φουστανέλα όμως έχω φορέσει και στην πραγματική ζωή. Όχι μόνο στις σχολικές παρελάσεις, τότε που η επανάσταση ήταν ακόμα…πρόσφατη, αλλά και σε καιρούς πιο σύγχρονους.

Με συγκινούσε και με συγκινεί ακόμα έντονα ο,τιδήποτε έχει σχέση με την πολιορκία του Μεσολογγίου – συμβολικά – και με οποιαδήποτε θυσία στο όνομα ενός ιδανικού. Όταν περνάνε οι ανάπηροι στις παρελάσεις γίνομαι λιώμα και δεν ντρέπομαι καθόλου να το πω και να το δείξω. Με πλημμυρίζει ένα ανάμικτο συναίσθημα από ευγνωμοσύνη και καμάρι που ούτε μπορώ ούτε και θέλω να το συγκρατήσω. Δεν νιώθω ούτε γραφικός ούτε γελοίος. Λυπάμαι, αντίθετα, εκείνους που τους αφήνει ασυγκίνητους – αυτό κι αν είναι αναπηρία ! Ήθελα, λοιπόν, από παλιά να πάω στη λιτανεία στο Μεσολόγγι αλλά μέχρι την Κυριακή των Βαïων, επέτειο της Εξόδου, είχαμε πάντα παραστάσεις. Κι αν τα κατάφερα κάποια στιγμή, πριν λίγα χρόνια, είναι γιατί…ήμουν άνεργος.
Έβαλα, λοιπόν, τη φουστανέλα, έστω και χωρίς τα αυθεντικά φυσεκλίκια που μου προμήθευε η νονά μου όταν ήμουνα πιτσιρικάς – τα μοίρασε στα εγγόνια της και ήταν δύσκολο να τα συγκεντρώσουμε – και πήρα μέρος και γω στις εκδηλώσεις για την Έξοδο, ενταγμένος σε μια ομάδα φίλων μου από τη Χαλκίδα που συμμετέχουν κάθε χρόνο. Με το δέος που απαιτούσε η περίσταση. Σας βεβαιώνω πως το ίδιο αισθάνονταν όλοι τριγύρω. Με ή χωρίς φουστανέλα.

Ηρωική δεν είναι, προφανώς, η φουστανέλα. Είναι – ενδεχομένως – η ψυχή αυτού που τη φοράει. Κάποιοι την τίμησαν και κάποιοι άλλοι την ατίμασαν. Τι καλά που θάταν να φοράς μαζί με μια στολή και κάποιες αρετές που παν – κατά τη γνώμη σου – πακέτο !
Η μοίρα μιας παραδοσιακής στολής, όταν δεν καταλήγει σε σεντούκια ή προθήκες, είναι να μετατρέπεται ατυχώς συχνά σε προïόν εμπορικό, αποσυνδεδεμένη από το ιστορικό αντίκρισμά της. Έτσι, τα τσολιαδάκια μαζί με τα αρχαία αγαλματάκια και τις βυζαντινές εικόνες εκπροσωπούν την πολιτιστική μας ιστορία ως είδη ευτελούς αξίας, τουριστικά. Απομιμήσεις μνήμης.

Υ.Γ. Η φουστανέλα πρωταγωνιστεί και στην τηλεταινία του Βασίλη Μπουντούρη ΄΄Ωραίος ως Έλλην΄΄, που αφηγείται τον κυριολεκτικά εικονικό έρωτα μιας Αγγλιδούλας για έναν Εύζωνα. Δεν ξεκολλάει από δίπλα του όσο εκείνος κάνει τη βάρδια του στον Άγνωστο στρατιώτη, αλλά κάθε φορά που προσπαθεί να την προσεγγίσει χωρίς τη στολή εκείνη δεν τον αναγνωρίζει. Παραθέτω το σχετικό link για όσους θέλουν να το δουν ΩΡΑΙΟΣ ΩΣ ΕΛΛΗΝ (AS HANDSOME AS A GREEK) VIMEO https://vimeo.com/39922520
Αφιερωμένο στην αδερφή μου που γεννήθηκε σα σήμερα, 25η Μαρτίου.