ΧΑΪΝΤΟΥΚΟΙ

Γράφει ο Αυγερινός Ανδρέου

Οι Χαϊντούκοι (ή Χαϊντούτοι) ήταν Βούλγαροι, Σέρβοι και Ούγγροι χριστιανοί ληστές, αντίστοιχοι με τους Έλληνες Κλέφτες και τους Χαΐνηδες της Κρήτης. Η λέξη από την ουγγρική χαϊντού, που σημαίνει πεζός στρατιώτης ή δικαστικός υπάλληλος. Το 1605 μ.Χ. οι χριστιανοί Ούγγροι μιας ευρείας περιοχής που το 1876 μετονομάστηκε σε χαϊντού, είχαν αποκτήσει κάποια προνόμια μερικής αυτονομίας, όμοιας με αυτή των Αρματολών της Ελλάδας. Ήταν κυρίως αγρότες φιλήσυχοι ή κτηνοτρόφοι, οι οποίοι έπαιρναν τα όπλα και «έβγαιναν στο κλαρί», για να εκδικηθούν τους Τούρκους, που βιαιοπραγούσαν σε βάρος τους, σε βάρος των οικείων τους και εν γένει των χριστιανών. Τους χαϊντούκους πλαισίωναν και άνθρωποι που ήθελαν να αποφύγουν την φυλάκισή τους (για αδικήματα που διέπραξαν) και άλλοι ατυχήσαντες στον έρωτα.

Το κίνημα αυτό ξεκίνησε από την Βουλγαρία τον ΙΣΤ’ αιώνα και εξαπλώθηκε στη Σερβία και την Ουγγαρία. Ήκμασαν οι Χαϊντούκοι κατά τον ΙΗ’ και ΙΘ’ αιώνα και έπειτα εξαφανίζονται, καταδιωχθέντες από αποσπάσματα του τακτικού στρατού. Πολιτικούς ή εθνικούς σκοπούς δεν είχαν, ούτε επιδίωκαν. Σκοπός τους ήταν η καταδίωξη των αδικοπραγούντων Τούρκων, η σύλληψή τους και η τιμωρία τους με θάνατο και επίσης η καταλήστευση των Τούρκων, προς δε και η προστασία των χριστιανών από την αδικία των Τούρκων. Οι χαϊντούκοι δρούσαν κατά συμμορίες (ντρουζίνι), οι οποίες αποτελούνταν συνήθως από 50 μέλη παλικαριών (γιουνάτσι). Ο γενναιότερος εξ αυτών ήταν ο αρχηγός (βοεβόδας) και βοηθός του ο σημαιοφόρος (μπαϊρακτάρης). Ορκίζονταν πίστη στον αρχηγό και στους χριστιανούς προστασία. Ο οπλίτης χαϊντούκος έφερε μακρύ όπλο (καριοφίλι), δύο πιστόλια, γιαταγάνι στη ζώνη και σπαθί. Έφεραν πολύχρωμο ιματισμό και μεταξωτή ζώνη, νομίσματα στο στήθος και μεταξωτό μαντήλι στο κεφάλι. Με τον ερχομό της άνοιξης συγκεντρώνονταν σε συγκεκριμένο σημείο και στη συνέχεια κατελάμβαναν τις ορεινές διόδους (δερβένια).

Τον χειμώνα κατέβαιναν στα πεδινά μέρη και διαχείμαζαν σε κρησφύγετά τους, κοντά σε φίλους τους (γιατάτσι). Όσοι χαϊντούκοι συνελαμβάνοντο από τους Τούρκους εφονεύοντο, αφού προηγουμένως υπεβάλλοντο σε φρικιαστικά βασανιστήρια. Ο ποιητής λαός της Βουλγαρίας ύμνησε τους άθλους των παλαιών ληστών. Πρώτος ο χαϊντούκος Μοτσίλ βοεβόδα. Άλλοι φοβεροί χαϊντούκοι ο Μανούσα και ο Στραχήλ, ο Τσαβντάρ, ο Ιντζέ, ο Βέλκο, ο Νέντσο, ο Ταντούτσο, ο Κουσμάν, ο Μανόλ κ.ά. Από τα άσματα αυτά προκύπτει ότι και πολλές γυναίκες ακολούθησαν τον χαϊντουντισμό, μερικές από τις οποίες έγιναν βοεβοδίνες (Σύρμα, Στογιάννα, Βίντα, Μπογιάνα, Ελέγκα, Νέντκα, Μπουριάνα, Τοντόρα, κ.ά.). Στη συνέχεια αναδημοσιεύεται ένα τραγούδι για τον χαϊντούκο Τόμα Άλιμο από την Μολδαβία. Την δημοσίευση κάνει ο Δημήτρης Χαλατσάς στο βιβλίο του «Ληστρικά Τραγούδια», Εκδόσεις «ΕΣΤΙΑ», Αθήνα 2003, σελ. 243-245.

«Έι, φυλλαράκι της οξιάς!… Και κει στο ριζοβούνι,/ στη ρίζα του βουνού Πλεσούβ, καταμεσής στον κάμπο,/ στη μάνα του καλαμποκιού, με τα πολλά χωράφια,/ σε σάδι καταπράσινο μ’ ελάτια γύρα γύρα,/ κάθεται ο Τόμα Αλιμός, χαϊντούκος της Μολντόβας,/ λεβέντης, αψηλόκορμος, μα κι αψηλός στη γνώση/ και παλικάρι π’ όμοιο του δεν έχει ματαγένει./ Δεμένο έχει το μαύρο του, από χαλκά ασημένιο/, και δίπλα ο Τόμα κάθεται κι όμορφα γιοματίζει, / πίνει απ’ τ’ ασκόπουλο κρασί κι έτσι μιλάει και λέει:/
– Να πιω σε κάποιου την υγειά, μα σε ποιανού, δεν έχω!…/ Να πιω στη γεια του μαύρου μου, πό ’χει φτερά στα πόδια,/ μου ’ναι το ζωντανό βουβό, με βλέπει και μ’ ακούει,/ κι ουδ’ έχει στόμα να μου πει κι απόκριση να δώσει./ Να πιω για τούτα τ’ άρματα, που τα ’χω σταυραδέρφια,/ τ’ αγαπημένα τ’ άρματα και τα χαριτωμένα,/ που ’ναι τα κρύα σίδερα, σε ξύλινα θηκάρια./……/ Μαύρε μου, αλί κι αλίμονο και τρισαλί, καλέ μου!/ Το που ’θελα το πέτυχα, μα να, κι η ώρα μου ’ρθε!/ Πιάσε με το ποδάρι σου και σκάψε μου το λάκκο,/ πάρε χορτάρι τρυφερό και στρώσ’ τον από μέσα/ κι ύστερα, πόδια, κεφαλή, λουλούδια φύτεψέ μου./ Στην κεφαλή μου πηγουνιά βάλε για την καλή μου/ σαν έρθει, με παράπονο, λουλούδι της να κόψει./ Στα πόδια μου, βασιλικό, πάλε γι’ αυτή να βάλεις/ πιο καφτερό, το δάκρυ της να ’ναι σα θα με κλάψει./ Κι ύστερα, μαύρε κίνησε, πάρε το μονοπάτι,/ το λόγγο, λόγγο, πήγαινε, κι όλο το μέγα δάσο,/ ως τα σφεντάμια τα ψηλά και τ’ αστραποκαμένα,/ όπου τ’ αδέρφια καρτερούν κι έχουνε λημεριάσει./ Και μη καβάλα ή χαλινό δεχτείς από κανένα,/ παρά ’πό ’να σμιχτόφρυδο κι ένα βλογιοκομμένον,/ έναν ξανθό και νιούτσικο, με το μαλλί ως τους ώμους,/ π’ αδέρφι μου τον έκραζα κι αδέρφι μου τον είχα,/ αδέρφι στην παλληκαριά, στη χαϊντουκιάν αδέρφι./

Καβάλα εσύ και χαλινό δέξου απ’ αυτόν μονάχα/ και να τον έχεις, μαύρε μου, πάντοτες καβαλάρη,/ έτσι καλά κι έτσι όμορφα, καθώς εμένα μ’ είχες…/ Το λόγο δεν απόσωσε, ψυχούλα παραδίνει…/ Ταράχτη, εσείστη η λαγκαδιά και βόγγησε το δάσο,/ οξιές, φτελιάδες τρέμανε, σφεντάμια, ελάτια σκύβαν,/ την κεφαλή του εδρόσιζαν, το χέρι του φιλούσαν,/ με σιγανό μουρμούρισμα πιάσαν το μοιρολόι/ κι ο μαύρος, ο μαυρούλης του λυπητερά εχλιμίντρα./ Σκάφτει με το ποδάρι του, λάκκο μικρό του ανοίγει,/ στρώνει χορτάρι τρυφερό, λουλούδια του φυτεύει,/ με τρία δάκρυα του πικρά τα βρέχει, τα ποτίζει/ κι ύστερα, αγάλια, ξεκινά, παίρνει το μονοπάτι/ και πάει και πάει, ορέ, και πάει, όλο το μέγα δάσο,/ ως τα σφεντάμια τα ψηλά και τ’ αστραποκαμένα,/ στα παλικάρια, πο ’χουνε ’πό, κάτου, λημεριάσει…”. Η ιδέα, η αισθητική, η ισορροπία μορφής και περιεχομένου του τραγουδιού αυτού, το υψώνουν στις παρυφές τουλάχιστον των ελληνικών κλέφτικων τραγουδιών.

Με τη δημοσίευση του τραγουδιού ο Δημήτρης Χαλατσάς σημειώνει: «Έξοχο δείγμα ληστρικού τραγουδιού με πολύ ζωντανή λυρική περιγραφή και ζωντανές εικόνες. Στην αρχή ο μονόλογος του χαϊντούκου την ώρα που ο ακμαίος γιοματίζει πλάι στ’ άλογό του. Κι ύστερα βαριά λαβωμένος, ξεψυχώντας απευθύνεται σ’ εκείνο να τον θάψει και να φύγει λεύτερο με την εντολή να μη δεχτεί κανέναν άλλο στη σέλα του, παρά μόνο τον αδερφοποιτό του νέο χαϊντούκο, που είχε προκρίνει διάδοχό του. Το άλογο πειθήνιο υπακούει κατά γράμμα, κι εκτελεί τα όσα του εμπιστεύτηκε τ’ αφεντικό του γεμάτο λύπη, κι ύστερα μόνο του πια ξεκινάει για τα λημέρια των χαϊντούκων». Η σχέση του αρχαίου πολεμιστή, του βυζαντινού Ακρίτη, του Κλέφτη, του Χαΐνη και του Χαϊντούκου, με το άλογό του υπήρξε δυνατή. Από τον Διομήδη και τ’ άλογά του μέχρι τους ληστές του 20ου αιώνα παρατηρούμε την ανάπτυξη αυτής της σχέσης. Πολεμιστής και άλογο ταυτίζονται πλήρως. Από κοινού αντιμετωπίζουν τους κινδύνους και τον θάνατο, απολαμβάνουν τις καλές ημέρες και καταστρώνουν σχέδια νέων επιχειρήσεων. Στη δημώδη ποίηση, αλλά και στη λόγια, έχουμε την περιγραφή τέτοιων σχέσεων πολεμιστή κι αλόγου του, άκρως συγκινητικών.

Στο τραγούδι «Του μικρού βλαχόπουλου», από τον ακριτικό κύκλο, έχουμε: «…Να πάει πίσω ντρέπεται, να πάει ομπρός φοβάται. / Σκύβει, φιλεί το μαύρο του, στέκει και τον ρωτάει: / – Δύνεσαι, μαύρε μ’, δύνεσαι στο γαίμα για να πλέξεις; / – Δύνομαι, αφέντη, δύνομαι στο αίμα για να πλέξω, / κι όσους θα κόψει το σπαθί τόσους θε να πατήσω. / Μόν’ δέσε το κεφάλι μου μ’ ένα χρυσό μαντήλι, / μην τύχει λάκκος και ριχτώ και πέσεις απ’ τη ζάλη…». Στο δημοσιευμένο τραγούδι του χαϊντούκου Τόμα Άλιμος αξίζει να παρατηρήσουμε και τα της διαδοχής στην ηγεσία της ομάδας των χαϊντούκων. Αυτή γινόταν από τον ίδιο τον βοεβόδα, ο οποίος καλά γνώριζε την αξία των παλικαριών του και ποιος ξεχώριζε για αρχηγός. Το πρωτοπαλίκαρο αυτό, που στη ζωή και στη δράση τον είχε και τον φώναζε «αδέρφι» ο Καπετάνιος – Βοεβόδας, θα ήταν τώρα ο νέος αρχηγός, στον οποίο όλοι θα πρέπει να υπακούουν, από τα παλικάρια μέχρι τ’ άλογο.