ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ
Οι γιορτές τελείωσαν. Η ζωή συνεχίζεται
Το πανωπροίκι. Η δύναμη της λίρας!
Γράφει ο Χρήστος Τούμπουρος
Το πρόβλημα για κάθε γονιό ήταν το πανωπροίκι, το συμπλήρωμα δηλαδή της κανονικής προίκας. Κι αυτό γινόταν όταν συνέβαινε η γυνή να «είχε τη σαμπρέλα τρύπια», «να είχε καλαφατιστεί προ γάμου», γενικά άμα ο γαμπρός την έβρισκε «χαλασμένη.» Ε, τότε έμπαινε στη μέση και το πανωπροίκι. Ήταν κάτι ας πούμε ένα «μπάλωμα» για το χάλασμα, μια «φόλα» για την τρύπα στο τσαρούχι.
Ο θυμόσοφος λαός το είπε χαρακτηριστικά: «Η γριά παντρειά δεν ήλπιζε, πανωπροίκι γύρευε.» Όταν επρόκειτο για υπερβολικές απαιτήσεις. Το λέει και το δημοτικό τραγούδι: «Άιντε τρείς χρόνους γράφουν τα προικιά,/και τρείς τα πανωπροίκια, Κωνσταντάκη μου,/και τρείς τα πανωπροίκια, λεβεντάκη μου.»
Εδώ τα πράγματα αλλάζουν. «Ξενοκαλαφατισμέν’ εμείς δεν θέλουμε. Να τ’ν έχετε και να τ’ν λουζόσαστε. Δευτεράτζες δεν μπαίνουν στο σπίτι μας. Αχ, έμπλεξε αυτό το ζ’λάπ το δ’κό μας. Στραβοβδομάδα τον εμάζωξε.» Έλεγε κι άλλα κι άλλα η πεθερά, όταν έδινε οδηγίες στον εκπρόσωπο της οικογένειας που θα μεταβίβαζε τα χαμπέρια στον πατέρα της νύφης. Φουρλάτιαζε για τα καλά.
Αξιόλογο είναι και το περιστατικό.
«Δε χασομέρ’σι, φώναξε ανάμερα τον γαμπρό της, τάχα να του δείξει σε ποιο κριάρι είχαν το κουδούν’ που είχαν -τάχα- ξεχάσει τότε, με τα προικιά που χώρισαν τα ζώα. Αμίλητος εκείνος και σοβαρός, έκαμε λίγο παρέκεια απ’ τους άλλους, να μη δείξει και στόχο και παρά τη θέλησή του, χώθηκε μέσα στο μαντρί, αποκοντά απ’ αυτήν.
-Κάτσε να το ξεβ’λώσω και ακούρμα τι βρόντο κάνει…, είπε κι έβγαλε τα ριντζοπάνια… Κράτα τη χούφτα σου, είπε και έκαμε πως τάχα κουνάει να βροντήξει το παλιοκούδουνο, ενώ ξαπήδαγαν… πρρρρ… καμιά δεκαπενταριά- εικοσαριά ολοστρόγγυλες λιρούλες(…)
-Βλέπ’ς, γαμπρούλη μ’, τι καλά βροντάν; Βλέπ’ς τι καλόν σ’ ‘εχου ιγώ; Κοίτα κακομοίρη μ’, μη μάθ’ κανένας τίπουτα. Κάηκες φουκαρά μ’! Ιγώ κι ισύ… Σαούρα!»