
της Χαρά Παπαβασιλείου
Παραπέμπουν στο Συμπόσιο του Πλάτωνα και στον Σοφοκλή αυτά που γράφει η Έλλη για τον έρωτά τους:
«Πολλές φορές σκέφτομαι, είμαι βέβαιη, πως, αν μας κρατούσαν στην Απομόνωση της Ασφάλειας ως σήμερα (εννοεί το χρόνο που γράφει αυτό το βιβλίο, 1945-1996), 45 ολόκληρα χρόνια, θα μπορούσαμε να επιζήσουμε, και κάτι περισσότερο: Θα ήμασταν ευτυχισμένοι, γιατί μέσα εκεί όπου μας έκλεισαν, για να μας συντρίψουν, μπορέσαμε να έχουμε μια πλήρη ζωή. Δεν μπορώ παρά να παραδεχτώ πως είχαμε ένα προνόμιο που σε λίγους ανθρώπους έλαχε
– αν υποτεθεί πως υπάρχει παρόμοιο προηγούμενο. Είχαμε την αγάπη μας. Μέσα στο ανυπόφορο σκοτάδι του κελιού μου και στο ανυπόφορο νυχτοήμερα ηλεκτρικό του κελιού του Νίκου, εμείς ζούσαμε τον δικό μας έρωτα, που έδινε το δικό του φως στην ψυχή και όχι μόνο. Στην ψυχή και στο μυαλό μας. Είχαμε το μεγάλο προνόμιο αυτή η αγάπη, αυτός ο έρωτας, να τρέφεται από την κοινότητα των σκέψεών μας, της απόφασής μας που τη φέραμε μαζί μας πολύ πριν πέσουμε στα χέρια τους – να μην αφήσουμε να μας συντρίψουν σωματικά και ψυχικά και πνευματικά, μα το αντίθετο: να συντρίψουμε εμείς τα σχέδια και τις μεθόδους τους. Νομίζω ότι τα καταφέραμε κι αυτό μας κάνει περήφανους και, τολμώ να πω, χαρούμενους. Σαρκάζαμε τους βασανιστές μας – κι αυτό μας έκανε να γελάμε. Αποκαλύπταμε τη δειλία τους, αποκαλύπταμε κάτω από τους επηρμένους «εξουσιαστές» αυτό που πραγματικά ήταν, δειλά, τιποτένια ανθρωπάκια – και το χαιρόμασταν. Αποφασισμένοι να πεθάνουμε, κάναμε σχέδια για το μέλλον, βάζοντας πάντα μπροστά το «αν ζήσουμε» – και τα βλέπαμε να ζωντανεύουν. Μέσα από την αλληλογραφία μας σπάζαμε το βασανιστήριο της Απομόνωσης – κι αυτό ήταν η ευτυχία μας. Μεγαλώναμε το παιδί μας μέσα σ’ εκείνα τα κελιά – και λαχταρούσαμε την καινούργια ζωή που θ’ αφήναμε πίσω μας. Πρέπει να το ομολογήσω: Ήμασταν προνομιούχοι».
«Μέσα σ’ αυτούς του μαύρους τοίχους, που δε γνώρισαν παρά το σκοτάδι, πολλές φορές την απελπισία και την τρέλα, εμείς κάναμε ν’ ανθίσει το γέλιο της καρδιάς, του νου και – γιατί όχι; – και της σάρκας», της έλεγε ο Μπελογιάννης.
Γράφει ακόμα στον γιο της τι πίστευε ο πατέρας του για το περιεχόμενο μιας ζωής. Αυτά τα τρία συστατικά της έλεγε πως πρέπει να έχει μια ζωή: «Το μεγάλο, το ωραίο και το συγκλονιστικό. Το μεγάλο είναι να βρίσκεσαι μέσα στην πάλη για μια καλύτερη ζωή, να αγωνίζεσαι στην πρώτη γραμμή. Όποιος δεν το κάνει αυτό, σέρνεται πίσω απ’ τη ζωή, δεν αξίζει να ζει. Το ωραίο είναι καθετί που στολίζει τη ζωή, η μουσική, τα λουλούδια, η ποίηση. Το συγκλονιστικό είναι αυτό το δικό μας. Μια τέτοια αγάπη».
«Η Ιστορία της Ελληνικής Σκέψης»
και η βιβλιοθήκη του Βασίλη…
«Μέσα από τα σχέδιά μας για το «αν ζήσουμε» μέλλον, αναζητώντας τους τρόπους, που θα έκαναν δημιουργικότερη τη ζωή μας εκεί μέσα, αναπήδησε και το φιλόδοξο σχέδιο να γράψουμε την Ιστορία της Ελληνικής Σκέψης! Το είχα γράψει μια μέρα στον Νίκο πως «λείπει από την Ελλάδα μια ιστορία της ελληνικής σκέψης». Ενθουσιάστηκε: «Αν ζήσουμε, θα την γράψουμε εμείς». Κι αμέσως μετά: «Γιατί να μην αρχίσουμε από εδώ μέσα;» Αλήθεια γιατί όχι;
Μοιράσαμε τις περιόδους. Εγώ πήρα την Αρχαιότητα κι ο Νίκος απ’ το Βυζάντιο κι εδώ», γράφει στο βιβλίο της. Και συνεχίζει: «Το ζήτημα ήταν να προμηθευτούμε μια στοιχειώδη βιβλιογραφία. Ευτυχώς υπήρχε ο Βασίλης, ένας νεαρός δεσμοφύλακας (…) που έκανε τη θητεία του στην αστυνομία, για να γλυτώσει το στρατό. Δεξιός ως το κόκκαλο, αλλά με βαθύτατη εκτίμηση για μας. Μια μέρα μου είπε το καταπληκτικό: «Αν είχαν έρθει αλλιώς τα πράγματα και ήσασταν εσείς νικητές και βρισκόμουν εγώ στη δική σας θέση, θα ήθελα να κρατήσω όπως εσείς». Δεν ήταν η πρώτη φορά που ακούγαμε επαίνους από δεσμοφύλακες και βασανιστές. Μένουν χαραγμένοι στη μνήμη, γιατί αληθινά είναι οι μεγαλύτεροι έπαινοι που μπορεί να ακούσει ένας αγωνιστής. Ο Βασίλης έτυχε ν’ αγαπά και τα βιβλία. Ο Νίκος έκανε μαζί του τη συμφωνία: να μας προμηθεύει τα βιβλία που θέλαμε και μετά να του τα χαρίζουμε. Δεν ξέρω τι απόγινε ο Βασίλης κι αν έχει ακόμη τη μικρή βιβλιοθήκη που απόκτησε από μας», γράφει η Έλλη στο βιβλίο της «ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΜΙΑΣ ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ».
(Απόσπασμα απ’ το υπό έκδοση βιβλίο μου).