«Ἐνικὸς εὐγενείας καὶ πληθυντικὸς ἀγενείας»
Ἄρθρο τοῦ Παναγιώτου Δ. Σάτου
«Καθίστε κάτω, κύριε!», «Ντροπή σας, κύριε!», «Εἶσθε πολιτικὸς ἀπατεών, πολιτικός νάνος!», «Τί νὰ σᾶς πῶ, εἶσθε ἀνάγωγος!», «Δὲν σᾶς ἐπιτρέπω, ἀνακαλέσθε ἀμέσως!», «Θὰ μὲ ἀναγκάσετε νὰ σᾶς διώξω!» καὶ πολλὰ ἄλλα. Κάποιοι ἔχουμε μπερδευτεῖ. Μιλάμε στὸ Θεὸ καὶ σὲ ὅσους ἀγαπᾶμε στὸν ἐνικὸ ἀριθμὸ καὶ στὸν πληθυντικὸ σ’ αὐτοὺς ποὺ ἀποστρεφόμαστε ἢ τὸ ἀντίθετο;
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἐνικὸ καὶ πληθυντικὸ ἀριθμό, χρησιμοποιεῖται ὁ πληθυντικὸς εὐγενείας, ὅταν δηλαδὴ μιλάμε σὲ ἕνα πρόσωπο στὸν πληθυντικὸ, ἀλλὰ καὶ ὁ πληθυντικὸς μεγαλοπρεπείας, ὅπου μιλάμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας στὸ πληθυντικὸ ἀριθμό. Ὑποστηρίζουμε ὅτι μὲ τὴν χρῆσιν τοῦ πληθυντικοῦ εὐγενείας ἀποδίδουμε στὸ ἕτερο πρόσωπο σεβασμό, μὲ εὐγένεια, ἐπισημότητα καὶ μετριοφροσύνη. Ταυτοχρόνως, ὅμως, τὸν χρησιμοποιοῦμε καὶ γιὰ νὰ δημιουργοῦμε ἀποστάσεις, ἐκδηλώνοντας ἔλλειψι οἰκειότητος ἢ καὶ σεβασμοῦ ἀκόμη. Ὀξύμωρο φαίνεται. Σὰν κάποιους «εὐγενεῖς» παλαιοτέρων ἐτῶν, οἱ ὁποῖοι ἐνῶ μιλοῦσαν καὶ συμπεριφερόταν μὲ εὐγένεια στοὺς ὑπολοίπους «εὐγενεῖς», συγχρόνως εἶχαν στὴν «κατοχή» τους δούλους, στοὺς ὁποίους συμπεριφερόταν μὲ τὸν πλέον ἀπάνθρωπον τρόπον.
Ἀσφαλῶς καὶ θεωρῶ (ἢ μήπως νὰ γράψω θεωροῦμε) ὅτι ὁ τύπος εἶναι σημαντικός. Δὲν ἀποτελεῖ ἀντίπαλο τῆς οὐσίας. Καὶ τὶς περισσότερες φορὲς ἡ οὐσία «περνάει» διαμέσου τοῦ τύπου. Ὅμως τὰ ἄκρα εἶναι, κατὰ κανόνα, προβληματικά. Οὔτε κατάργησις τοῦ τύπου, οὔτε ὅμως καὶ ἀνύψωσίς του εἰς βάρος τῆς οὐσίας. Χωρὶς τὸν τύπο ὁ ἄνθρωπος εἶναι μᾶλλον ἀκαλλιέργητος. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὑποβιβάζοντας τὴν οὐσία στὸ βωμὸ τοῦ τύπου φαντάζει μωρός.
Ἡ εὐγένεια δὲν βρίσκεται, δὲν ἀγοράζεται, δὲν πωλεῖται, δὲν χαρίζεται. Ἡ εὐγένεια καλλιεργεῖται καὶ μάλιστα μὲ κόπο. Διότι ὡς μεταπτωτικοὶ ἄνθρωποι ἔχουμε ῥοπὴ πρὸς τὰ πάθη. Στὶς τρεῖς μητέρες τῶν παθῶν (Φιλοδοξία, Φιλαργυρία, Φιληδονία) καὶ στὶς θυγατέρες αὐτῶν. Ὁπότε, οἱ προβληματικὲς καταστάσεις ποὺ προκύπτουν ἀπὸ τόν, κατὰ τὰ ἄλλα καλοπροαίρετο, πληθυντικὸ εὐγενείας πιθανότατα ὀφείλονται σὲ φίλαυτα κίνητρα.
Ἴσως ἐὰν ἐπιστρέψουμε στὴν ἁπλότητα νὰ μπορέσουμε νὰ (ἐπι)κοινωνοῦμε ὑγιῶς μεταξύ μας, χωρὶς εἰρωνικοὺς πληθυντικοὺς ἢ ἀγενεῖς ἐνικοὺς ἀριθμούς. Οἱ ἀριθμοὶ ἔγιναν γιὰ τὸν ἄνθρωπο κι ὄχι ὁ ἄνθρωπος γιὰ τοὺς ἀριθμούς. Ἂς χρησιμοποιοῦμε τὸν ἐνικὸ ὅταν ἀπευθυνόμαστε σὲ κάποιο πρόσωπο κι ἂς ἀφήσουμε τὸν πληθυντικὸ γιὰ τὴν ἐπικοινωνία μας μὲ τοὺς πολλοὺς. Ὁ πληθυντικὸς δὲν ἀποτελεῖ προαπαιτούμενο τῆς εὐγενείας. Μποροῦμε νὰ εἴμαστε εὐγενεῖς σὲ ἐνικὸ ἀριθμό καὶ σίγουρα μποροῦμε νὰ εἴμαστε ἀγενεῖς καὶ εἰρωνικοὶ σὲ πληθυντικό.
Τί ὡραῖα ἀκούγεται ὅταν ἕνας ἡλικιωμένος ῥωτᾶ ἕναν νέο μὲ τὰ ἑξῆς λόγια: «Νὰ σὲ ῥωτήσω κάτι γιέ μου ἢ κόρη μου;». Πόσο ζεστό κι ἀνθρώπινο ἀκούγεται! Πόσο ψυχρὸ κι ἀπρόσωπο θὰ ἦταν ἕνα: «Νὰ σᾶς ῥωτήσω κύριε ἢ κυρία;».
Ἡ κοινωνία μας ἔχει γεμίσει ἀπὸ ἀγένεια καὶ ἀσέβεια, τὴν ὁποία καλλιεργοῦμε ἐμεῖς, οἱ «κύριοι» καὶ «κυρίες», ποὺ χρησιμοποιοῦμε τὸν πληθυντικὸ εὐγενείας. Ἂς μαθητεύσουμε δίπλα στὰ παιδιά μας. Μποροῦν νὰ μᾶς διδάξουν πολλά. Μὲ τὴν ἁπλότητά τους, τὴν ἀθωότητά τους, τὴν εὐγένειά τους, τὴν ἀνιδιοτέλειά τους. Καὶ τέλος, μὴ λησμονοῦμε τὸ λόγο τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» [Μτ. ιη΄ 3].
(Ἐπόμενο ἄρθρο τὸ Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2020)