Tου πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Αθανασίου – εκπαιδευτικού(χημικού)
Η 19η Μαΐου για τους ΄Ελληνες Ποντίους αποτελεί ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των 353.000 προγόνων τους, που εξολόθρευσε ο κεμαλισμός και απαιτούν την διεθνή αναγνώρισή της. Οι διωγμοί εναντίον των Ελλήνων του Πόντου από τους Οθωμανούς εντάθηκαν το 1914, με την εμφάνιση του Κινήματος των Νεοτούρκων και κορυφώθηκαν από τον Μουσταφά Κεμάλ το 1919 που έφερε το τελικό πλήγμα στον ελληνισμό.
΄Ήταν 19 Μαΐου του 1919, όταν πήγε ο Κεμάλ με πλοίο στη Σαμψούντα, και σε ομιλία του ξεσήκωσε τους Μουσουλμάνους, ξυπνώντας μέσα τους το μίσος κατά των Ελλήνων. Τους προτρέπει: «αν εξοντώσετε τους Γκιαούρηδες, ο πλούτος, οι περιουσίες που έχουν θα γίνουν δικά σας!». Και την επομένη στο γειτονικό χωριό Καβάκ, εξάπτει περισσότερο τον θρησκευτικό φανατισμό: «Σκοτώστε κάθε μη μουσουλμάνο!» δείχνοντας με το ματωμένο του δάκτυλο, τον χριστιανικό πληθυσμό της Μικράς Ασίας…Η εξόντωση των Ποντίων άρχισε με τη σύλληψη προκρίτων (δημοσιογράφων, δικηγόρων, εμπόρων, μητροπολιτών, ιερέων, δασκάλων) την καταδίκη τους με στημένες δίκες σε θάνατο και εκτέλεση.
Ακολούθησαν ομαδικές εκτελέσεις σε πόλεις και χωριά, στρατολόγηση των ανδρών στα διαβόητα «Αμελέ Ταμπουρού» στην ουσία Τάγματα εξοντώσεώς τους, και τέλος τους ηλικιωμένους και τα γυναικόπαιδα που έστελναν στην εξορία, σε πολυήμερες πορείες στην ενδοχώρα για να τους αφανίσουν. Και το πιο φρικτό: τους κατοίκους δυο χωριών, Πάτλαμα και Μάλαχα, τους έβαλαν μέσα στην εκκλησιά του Αγίου Γεωργίου και τους έκαψαν ζωντανούς!
Η εκρίζωση του Ποντιακού Ελληνισμού αποτέλεσε εθνική καταστροφή.
Ελληνικές πόλεις με συνεχή, αδιάκοπη ζωή και πολιτισμό 27 και πλέον αιώνων, διακόπηκε και κατεστράφη, ενώ ιδρύματα, σχολεία και εκκλησιές έκλεισαν κι ερημώθηκαν.
Γενοκτονία ή εθνοκάθαρση;
Επειδή πολλοί υποστηρίζουν ότι τα γεγονότα της 19ης Μαϊου 1919 και ό,τι ακολούθησε δεν αποτελούν γενοκτονία, αλλά εθνοκάθαρση, θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πρώτα τι είναι Γενοκτονία και τι Εθνοκάθαρση.
Γενοκτονία: Είναι το έγκλημα, διαπραττόμενο με σκοπό την εξόντωση ομάδας ανθρώπων, οι οποίοι ανήκουν εις το αυτό Έθνος ή εις την αυτήν φυλή ή εις την αυτή θρησκεία ή εις την αυτήν εθνολογική Ενότητα. (ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ, τομ. 4Γ σελίς 831)
Εθνοκάθαρση: Στα λεξικά υπάρχει η λέξη εθνοκτόνος που σημαίνει, «ο καταστρέφων το Έθνος». Επομένως δεν έχει καμία σχέση με τον τρόπο εξολοθρεύσεως των Ποντίων που είναι σύμφωνα με τον ως άνω ορισμό αποκλειστικά Γενοκτονία.
Στο Λεξικό του Γ. Μπαμπινιώτη, η επισήμανση της διαφοράς μεταξύ Γενοκτονίας και Εθνοκάθαρσης.
Γενοκτονία: Η βάσει σχεδίου συστηματική και ολοκληρωτική εξόντωση φυλής ή έθνους.
Εθνοκάθαρση: Ο μαζικός αφανισμός ή εκδίωξη των μελών μιας Εθνότητας από μια περιοχή για γεωπολιτικούς σκοπούς.
– Επειδή εδώ έχουμε 350.000 νεκρούς από δολοφονίες και εμπρησμούς, άρα και οι όροι στο Λεξικό του Γ. Μπαμπινιώτη, δεν αφήνουν περιθώρια, άλλης επιλογής πλην της Γενοκτονίας.
– Η Βουλή των Ελλήνων έστω και με καθυστέρηση 70 ετών αναγνώρισε επισήμως την γενοκτονία και τις σφαγές των Ποντίων. Η αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων έγινε με ομόφωνη απόφαση της Βουλής την 24η Φεβρουαρίου 1994. Νόμος 2193/1994 (ΦΕΚ Α! 32). Επίσηςαξιοσημείωτο είναι, ότι τον Ιούνιο του 1998 διακομματική επιτροπή από το Ελληνικό Κοινοβούλιο επισκέφθηκε τον Ο.Η.Ε. και υπέβαλε υπόμνημα, για την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, δυστυχώς χωρίς συνέχεια. Για τον λόγο αυτό, έχει καθιερωθεί η 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού, ο οποίος σφαγιάσθηκε και εκδιώχθηκε βίαια από τις πατρογονικές του Εστίες.
Έχουν μεγάλη σημασία για το θέμα της Γενοκτονίας του Ελληνισμού του Μικρασιατικού Πόντου οι φωνές κατά καιρούς Τούρκων Πανεπιστημιακών:
-Μπασκίν Οράν, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Άγκυρας είπε: «… η ανταλλαγή του 1923 ήταν Εθνική και Θρησκευτική κάθαρση…» (δημοσιεύτηκε όλη η ομιλία του στις Εφημερίδες Βατάν 11/11/08 και Μπιρ Γκιούν 12/11/08).
– Ονούρ Γιλντιρίκ, καθηγητής Οικονομολογίας στο Πολυτεχνείο Μέσης Ανατολής, αφού πρώτα αναφέρθηκε στο διεθνές Δίκαιο είπε: «…η ανταλλαγή πληθυσμών βάσει του διεθνούς δικαίου θεωρείται Γενοκτονία…» Δεν δίστασε επίσης ν’ αναφερθεί ότι: «…οι συνθήκες τρομοκρατίας κάτω από τις οποίες έγινε η ανταλλαγή των Χριστιανικών πληθυσμών, προϋπήρχε ήδη από την εποχή των Νεοτούρκων, τουλάχιστον ένας στους τέσσερις Έλληνες απεβίωσε στα Στρατόπεδα συγκέντρωσης…». Και συνέχισε ως ειδικός: «…Η οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας καθυστέρησε τουλάχιστον πενήντα χρόνια, εξ αιτίας της αποκλήρωσης του χριστιανικού Στοιχείου, που αποτελούσε την μεσαία επιχειρηματική τάξη της χώρας». (Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Σαμπάχ 17-11-08).
-Χαλίλ Μπερκτάι, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Σαπαντζί, με άρθρο του καυτηρίασε την Στρατηγική Οικοδόμησης του Τουρκικού Έθνους πάνω στον φόβο και το μίσος του Τουρκικού Λαού, προς κάθε εθνικό και θρησκευτικό, που δεν είναι δικό του. (Εφημερίδα Ταράφ 20-11-08).
Μία συγκλονιστική ιστορική αφήγηση.
Ο Σάββας Κανταρτζής εξέδωσε σε βιβλίο τις φοβερές του εμπειρίες το 1975 στην Κατερίνη.
Μια από τις συγκλονιστικές αφηγήσεις του αναφέρεται στην καταστροφή του χωριού Μπεϊαλαν, της περιφέρειας Κοτυώρων από τους τσέτες του Τοπάλ Οσμάν. Το Μπεϊαλάν είναι ένα από τα εκατοντάδες ελληνικά χωριά που καταστράφηκαν από τις τουρκικές συμμορίες. Μεταξύ των άλλων γράφει:
“Τα χαράματα, στις 16 Φεβρουαρίου 1922, ημέρα Τετάρτη, μια εφιαλτική είδηση, ότι οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν έρχονται στο χωριό, έκανε τους κατοίκους να τρομάξουν και ν’ αναστατωθούν. Οι άντρες, όσοι βρίσκονταν τη νύχτα στο χωριό, βιάστηκαν να φύγουν στο δάσος… Άλλοι άντρες που είχαν κρυψώνες σε σπίτια και σε στάβλους, τρύπωσαν σ’ αυτές και καμουφλαρίστηκαν έτσι που να μην τους υποπτευθεί κανείς. Τα γυναικόπαιδα και οι γέροι κλείστηκαν στα σπίτια και περίμεναν με καρδιοχτύπι να δουν τι θα γίνει… Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά κι’ οι τσέτες, περισσότεροι από 150 έμπαιναν στο χωριό κραυγάζοντας και πυροβολώντας. Τους ακολουθούσαν τούρκοι χωρικοί από τα γειτονικά χωριά. Αυτούς τους είχαν μυήσει στο εγκληματικό σχέδιό τους και τους κάλεσαν για πλιάτσικο.
Μόλις μπήκαν οι συμμορίτες στο χωριό, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε και ο ορίζοντας πήρε τη μορφή θύελλας που ξέσπασε άγρια. Με κραυγές και βρισιές, βροντώντας με τους υποκόπανους τις πόρτες και τα παράθυρα, καλούσαν όλους να βγουν έξω από τα σπίτια και να μαζευτούν στην πλατεία- αλλιώς απειλούσαν, θα δώσουν φωτιά στα σπίτια και θα τους κάψουν.
Σε λίγο, όλα τα γυναικόπαιδα και οι γέροι, βρίσκονταν τρέμοντας και κλαίγοντας στους δρόμους. Οι συμμορίτες με κραυγές και απειλές υποπτεύθηκαν, από την πρώτη στιγμή, το μεγάλο κακό που περίμενε όλους και δοκίμασαν να φύγουν έξω από το χωριό. Οι τσέτες πρόβλεψαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο και είχαν πιάσει από πριν τα μπογάζια, απ’ όπου μπορούσε να φύγει κανείς. Έτσι, μόλις έφτασαν, τρέχοντας, οι κοπέλες στα μπογάζια, δέχτηκαν από τσέτες που παραμόνευαν, πυροβολισμούς στο ψαχνό. Μερικές έμειναν στον τόπο σκοτωμένες, ενώ οι άλλες τραυματίστηκαν και γύρισαν πίσω.Οι φόνοι αυτοί αποκάλυψαν για καλά τους εγκληματικούς σκοπούς των συμμοριτών κι έγιναν το σύνθημα να ξεσπάσει το τρομοκρατημένο πλήθος των γυναικόπαιδων, που είχε ριχτεί στους δρόμους σε ένα βουβό κι’ ασυγκράτητο κλάμα και σε σπαραξικάρδιες κραυγές απελπισίας.
Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν στάθηκε ικανό να μαλάξει την σκληρότητα του τεράτων, που είχε διαλέξει ο Τοπάλ Οσμάν για την “πατριωτική” του εκστρατεία. Σκληροί σαν ύαινες, που διψούν για αίμα, και διεστραμμένοι σαδιστές, που γλεντούν με τον πόνο και τα βασανιστήρια των θυμάτων τους, χύμηξαν μανιασμένοι στα γυναικόπαιδα και τους γέρους, κραυγάζοντας, βρίζοντας, χτυπώντας, κλωτσώντας και σπρώχνοντάς τους να μαζευτούν στην πλατεία.
Οι μητέρες αναμαλλιασμένες, κατάχλωμες από το τσουχτερό κρύο και το φόβο, με τα βρέφη στην αγκαλιά και τα νήπια μπερδεμένα στα πόδια τους. Οι κοπέλες άλλες με τους γέρους γονείς κι’ άλλες με γριές ή άρρωστους αγκαλιασμένες, περιμαζεύτηκαν με τον κτηνώδη αυτόν τρόπο, στην πλατεία σαν πρόβατα για τη σφαγή, μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από σπαραχτικές κραυγές και θρήνους και κοπετούς. Η πρώτη φάση της απερίγραπτης τραγωδίας του Μπεϊαλάν έκλεισε έτσι, θριαμβευτικά για τους θλιβερούς ήρωες του νεοτουρκικού εγκλήματος γενοκτονίας.
Όταν πια όλα τα γυναικόπαιδα κ’ οι γέροι μαζεύτηκαν στην πλατεία, οι τσέτες έβαλαν μπρος την δεύτερη φάση της σατανικής τους επιχείρησης. Διέταξαν να περάσουν όλοι στα δίπατα σπίτια, που βρίσκονταν στην πλατεία και τα είχαν διαλέξει για να ολοκληρώσουν τον εγκληματικό τους σκοπό. Η απροθυμία, που έδειξε το τραγικό αυτό κοπάδι των μελλοθανάτων να υπακούσει στην διαταγή, γιατί ήταν πια ολοφάνερο ότι όλους τους περίμενε ο θάνατος, εξαγρίωσε τους συμμορίτες που βιάζονταν να τελειώσουν γρήγορα την μακάβρια επιχείρηση. Και τότε, σαν λυσσασμένα θεριά, ρίχτηκαν στις γυναίκες, τα μωρά και τους γέρους, και με γροθιές, με κοντακιές και κλωτσιές έχωσαν και στρίμωξαν στα δύο σπίτια τα αθώα και άκακα αυτά πλάσματα, που ο αριθμός τους πλησίαζε τις τρεις εκατοντάδες.
Κι’ όταν, έτσι, ήταν σίγουροι πως δεν έμεινε έξω κανένας, σφάλισαν τις πόρτες, ενώ ο άγριος αλαλαγμός από τα παράθυρα, οι σπαραξικάρδιες κραυγές, το απελπισμένο κλάμα κι’ οι βοερές ικεσίες για έλεος και βοήθεια, σχημάτιζαν μια άγριας τραγικότητας μουσική συναυλία, που ξέσκιζε τον ουρανό κι’ αντιβούιζε στα γύρω βουνά και δάση…
Και τώρα δεν έμενε παρά η τρίτη και τελική φάση της πατριωτικής… επιχείρησης των θλιβερών ηρώων-συμμοριτών του Τοπάλ Οσμάν. Δεν χρειάστηκαν παρά μια αγκαλιά ξερά χόρτα και μερικά σπασμένα πέταυρα ν’ ανάψει η φωτιά. Και σε λίγο τα δύο σπίτια, έγιναν πυροτέχνημα και ζώστηκαν, από μέσα κι’ απ’ έξω, από πύρινες γλώσσες και μαυροκόκκινο καπνό.
Το τι ακολούθησε την ώρα εκείνη δεν περιγράφεται. Οι μητέρες ξετρελαμένες έσφιγγαν αλαλάζοντας και τσιρίζοντας με όλη τη δύναμη της ψυχής τους στην αγκαλιά τα μωρά τους, που έκλαιγαν και κραύγαζαν “μάνα, μανίτσα!”. Οι κοπέλες και οι άλλες γυναίκες με τους γέρους γονείς, τα παιδιά και τους αρρώστους κραύγαζαν και αρπάζονταν μεταξύ τους σαν να ήθελαν να πάρουν και να δώσουν κουράγιο και βοήθεια, καθώς έπαιρναν φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα τους κι’ άρχισαν να γλύφουν το κορμί οι φλόγες. Κραυγές, που ξέσκιζαν το λαρύγγι και τ’ αυτιά, φωνές μανιακές και κλάματα βροντερά, άγρια ουρλιαχτά ανθρώπων, που έχασαν από τρόμο και πόνο τα μυαλά τους, χτυπήματα στα στήθη, στον πυρακτωμένο αέρα και στους τοίχους – χαλασμός κόσμου, ένα ζωντανό κομμάτι από την κόλαση στη γη! Αυτή την εφιαλτική εικόνα παρίσταναν, τα πρώτα λεπτά, τα δύο σπίτια που τα είχαν αγκαλιάσει οι φλόγες.
Μερικές γυναίκες και κοπέλες στον πόνο, την φρίκη και την απελπισία τους, δοκίμασαν να ριχτούν από τα παράθυρα, προτιμώντας να σκοτωθούν πέφτοντας κάτω ή με σφαίρες από όπλο, παρά να υποστούν τον φριχτό θάνατο στην φωτιά. Οι τσέτες που απολάμβαναν με κέφι και χαχανητά το μακάβριο θέαμα, έκαναν το χατίρι τους – πυροβόλησαν και τις σκότωσαν.
Δεν κράτησε πολλά λεπτά, αυτή η σπαραξικάρδια οχλοβοή από τους αλαλαγμούς, τις άγριες κραυγές, τα τσουχτερά ξεφωνητά και το ξέφρενο κλάμα. Στην αρχή ο τόνος της οχλοβοής ανέβηκε ψηλά, ως που μπορούν να φτάνουν κραυγές, ξεφωνητά και ξελαρυγγίσματα από τρεις περίπου εκατοντάδες ανθρώπινα στόματα. Γρήγορα όμως ο τόνος άρχισε να πέφτει, ως που μονομιάς κόπηκαν κι’ έσβησαν οι φωνές και το κλάμα. Κι ακούγονταν μόνο τα ξύλα, που έτριζαν από τη φωτιά και οι καμένοι τοίχοι και τα δοκάρια, που έπεφταν με πάταγο πάνω στα κορμιά, που κείτονταν τώρα σωροί κάρβουνα και στάχτη κάτω στο δάπεδο, στα δύο στοιχειωμένα σπίτια το Μπεϊαλάν”.